«Το μαλωμένο πιάνο» Ένα παραμύθι από την Ρούλα Κορομηλά
Η αγαπημένη Ρούλα Κορομηλά που σε λίγο καιρό πρόκειται να κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο με παιδικά παραμύθια γράφει ειδικά για το Mothersblog.gr ένα τρυφερό και όμορφο παραμύθι. Τίτλος του: «Το μαλωμένο πιάνο».
Ένα πιάνο με ουρά, σε ένα σαλόνι μια φορά, είχε βλέμμα απλανές,
ήταν πλήρως απαθές, έμοιαζε παρατημένο, μόνο, κρύο, αφημένο.
Δεν τραγουδούσε μελωδίες, δεν έπαιζε σονάτες, μα ούτε και άλλες μουσικές!
Ήτανε σα κρυωμένο; Σίγουρα, πάντως, είχε χρώμα ασπριδερό και αρρωστημένο!
Μήπως ήταν βραχνιασμένο;
Μα είναι αφύσικο, παράλογο και που το 'χετε δει γραμμένο,
πιάνο λευκό, να μένει βουβό και θυμωμένο; Τι να του συμβαίνει;
Έχει, μήπως και αυτό δικό του μοιραίο πεπρωμένο;
Ένα πουλάκι, μες στην σιγαλιά, γλύστραγε απ το παράθυρο,
κάθε βραδάκι στις επτά,
κοίταζε γύρω του ερευνητικά, απορούσε για την ερημιά
και για το τόσο όμορφο μουσικό όργανο
συνάδελφο θεωρούσε, ανησυχούσε!
Ταυτιζόταν το καημένο, με το πιάνο το ονειρεμένο
το φτιαγμένο για μεγαλεία, εισιτήρια, ορχήστρες, πριμαντόνες
και για θαυμασμό απο τα βελουδένια θεωρεία.
Απορούσε το πουλάκι: «μα τι έχουν τα πλήκτρα του και είναι κλειστά; Κάτω απ το καπάκι, μήπως κρύβονται, πεισματικά;
Γιατί δεν είναι ζωηρά, να βλέπουν ήλιο φως, να δίνουν χαρά; Να τρέχουν πάνω κάτω σα τρελά και να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά;
Μα και αυτή η ουρά! Πείσμα έχει και θυμό και δεν πιάνει ούτε μισό ρυθμό.
Για κάτσε τα πλήκτρα να παρακινήσω, μήπως και μου κάνουν μουσική να τραγουδήσω!
Πλήκτρα; Πείτε στις νότες σ αγαπώ! Παίξτε και αυτό ή ένα τραγούδι πιο γνωστό, μελωδικό, ρομαντικό, γρήγορο, διασκεδαστικό, μελαγχολικό, ήρεμο ή ερωτικό».
Μουτρωμένα, όμως, τα πλήκτρα του είπαν πως δεν φταίνε αυτά, αλλά να ρωτήσει την ουρά!
Το πουλάκι περπατεί πάνω στο πιάνο. Το ποδαράκι του κτυπάει και με το ράμφος του, την λευκή ουρά του πιάνου, αρχίζει να σκουντάει.
«Χαίρεται κυρία Ουρά, δε θα σας ενοχλώ συχνά, όμως έλεγα να τραγουδήσουμε παρέα και για τα πλήκτρα μια στιγμή να σας ρωτήσω, τα ωραία! Έχετε τσακωθεί; Μούτρα θα κρατάτε μια ζωή; Μα όλα μαζί είστε το πιάνο το βαρύ, το όμορφο, ευγενικό, το όργανο, το μοναδικό!
Δεν παράγεται ρυθμό; Μελώδια με εμπνευσμένο παροξυσμό; Μα να μην συνεργάζεστε ούτε λεπτό;»
Η κυρία Ουρά, ελαφρώς ενοχλημένη, με μια γαλλική προφορά αποστασιοποιημένη, είπε τότε δυνατά τονίζοντας τα «ρο»:
«Τα πλήκτρα φταίνε για τα καλά! Όλο κλείνονται στα σκοτεινά, όλο απομονώνονται και θέλουν να συσκεφθούν, να ραδιουργήσουν,
ύπουλα τα κόλπα τους να σχεδιάσουν και όταν όλα πια κοπάσουν
να βγουν περιχαρή και για τη μουσική τους να κομπάσουν.
Μέχρι τότε; Ε!... τα νευράκια μου θα σπάσουν».
«Τσακωμένα είναι αυτά» λέει το πουλάκι σιγανά, «κάποιος τους έκανε ζαβολιά. Το πιάνο είναι καθαρό, άσπρο και ξάστερο σαν τον ουρανό. Δεσπόζει από όπου κι αν το δεις και προσμένει αυτοκρατορικό –αλλά και γεμάτο εγωισμό- να παίξει ουράνιο μουσικό σκοπό».
Και φωνάζει το πουλάκι δυνατά: «Τι θα γίνει βρε παιδιά; Θα τα βρείτε τελικά;
Θα βγείτε πλήκτρα ζωηρά, δήθεν αθώα, αλλά νευρικά, να παρακινήσετε και την κυρία Ουρά, να αφήσει τον εγωισμό και να συνεργαστείτε μουσικά;».
Μουτρωμένα έγνεφαν «όχι» τα πλήκτρα εντελώς κοφτά. «Λέει αυτή πως είναι πιο σημαντική! Και εμείς δε τα πολυσηκωνουμε αυτά».
«Πες στα παιδιά» είπε περιφρονητικά η σνομπ Ουρά, «πως χωρίς εμένα ούτε για ακορντεόν δεν θα καναν σόλο αυτά.
Η μελώδικα θα τα περιφρονούσε και τ' αρμόνιο ποτέ δε θα τα προτιμούσε!
Εγώ είμαι η πιο σημαντική. Χωρίς εμένα το πιάνο δεν θα έπαιρνε ζωή».
«Τι μας λες στα γαλλικά, μαντάμ Ουρά και μ αυτή την χαλιά, άθλια, προφορά;» φώναξαν τα πλήκτρα όλα μαζί, «αν δεν ήμασταν εμείς, θα σουνα μια εταζέρα, πλαφονιέρα, ξύλινη μπερζέρα, μια χαλασμένη σιφονιέρα. Το πολύ να σε καναν παπουτσοθήκη ή να σουν πετάμενη, σκονισμένη, αραχνιασμένη σε καμία αποθήκη και να σου τρώγε και τις άκρες σου κανα τροφαντό ποντίκι»!
Προσβλημένη η Ουρά, άρχισε τα ουρλιαχτά! Έκλεισαν πάλι τα πλήκτρα, κομψευόμενα και κακομαθημένα, το καπάκι τους, με δύναμη και τσαμπουκά.
Το πουλάκι μουδιασμένο, άλαλο και αποσβολωμένο στάθηκε, λιγάκι, σα χαμένο,
μα μετά πέταξε στο παράθυρο κουνώντας το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
«Βρε δε φταίει κάνεις άλλος, εγώ φταίω που ασχολούμαι,
φεύγω τώρα από δω και που θα καταντήσουν αυτά θα δούμε.
Πάω να βρω ένα άλλο πιάνο, που ψυχανάλυση δε θα χρειάζεται να του κάνω»! Πέταξε το πουλάκι μακριά και γέμισε πάλι το σαλόνι σιγαλιά.
Τίποτα δεν ακούγονταν για αρκετά λεπτά...
... κάποτε ντροπιασμένα τα πλήκτρα βγήκανε διστακτικά.
Έκλεισαν το μάτι στην Ουρά, είπαν λόγια κολακευτικά και τα βρήκανε ξανά,
μιας και όλα τους είναι απαραίτητα σε ένα πιάνο με ουρά.
Το πουλάκι δεν είχε πάει μακριά, άκουσε την μελώδια που ήταν πράγματι σαγηνευτική και θεία.
Όμως είπε περιφρονητικά: «βρε δεν γυρίζω εγώ ξανά!
Έχει πετάξει το πουλάκι πέρα μακριά.
Θα κάθομαι να βλέπω τα τερτίπια σας τα ερωτικά;
Φαίνεται εσείς τσάκωσε πολύ συχνά. Και μετά τα βρίσκεται ξανά.
Εγώ δεν θέλω το μπελά μου.
Ψάχνω ηρεμία και γαληνή, αρμονία, μελώδια και ότι γίνει!
Και όταν βλέπω όλα αυτά, τα δήθεν και τα ανταγωνιστικά, φωνές, ίντριγκες, φασαρίες και ουρλιαχτά, πετάω και φεύγω μακριά...
πολύ μακριά απ όλα αυτάααααααα».