«Όταν η Κρισούλα γνώρισε την Αγάπη» Ένα παραμύθι του Χρήστου Σπανού
Ο δημοφιλής πρωταγωνιστής της σειράς «Πίσω στο σπίτι» και μπαμπάς ενός πανέμορφου κοριτσιού, Χρήστος Σπανός γράφει το δικό του παραμύθι για τους αναγνώστες του Mothersblog.gr
«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κοριτσάκι σε ένα όμορφο χωριό που την έλεγαν Κρισούλα. Η Κρισούλα δεν ήταν όμορφη. Ήταν πολύ αδύνατη, με δυο ποδαράκια σαν ξυλάκια, με πολύ πεταχτά δοντάκια(γιατί έβαζε δάκτυλο στο στόμα όταν ήταν μωρό) και πολύ πεταχτά αυτάκια.
Τα παιδιά στο σχολείο την κορόιδευαν. Πότε την φώναζαν κουνελάκι, πότε Πινόκιο, πότε ασχημόπαπο και άλλα πολλά παρατσούκλια που ούτε κι η ίδια δε θυμάται.
Η Κρισούλα δεν είχε αδέλφια γιατί οι γονείς της χώρισαν. Ο μπαμπάς ο κυρ Πόλεμος, έφυγε από το σπίτι όταν η Κρισούλα έκλεισε τα έξι. Η μαμά, κυρά Απληστία από τότε έμεινε μόνη και με τον χαρακτήρα που είχε κανένας άντρας δεν την πλησίαζε γιατί όλο ζητούσε, ζητούσε, ζητούσε και τίποτα δεν έδινε. Έτσι και η μικρή Κρισούλα αναγκαζόταν να παίζει μόνη της. Αλλά έτσι όπως έμοιαζε στη γιαγιά της την κυρά Πείνα κανένα παιδάκι δεν την πλησίαζε. 'Έτσι και αυτή και η μαμά της ήταν καταδικασμένες να έχουν μόνο η μια την άλλη. Την αγαπούσε όμως τη μανούλα της η Κρισούλα. Και της έδινε ότι της ζητούσε ακόμη κι αν ήταν παράλογο και υπερβολικό. Κι η μαμά της την φρόντιζε όσο πιο καλά μπορούσε.
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες η Κρισούλα καθόταν στην αυλή του σχολείου μόνη κι έτρωγε το κολατσιό της, ένα ωραίο κουλούρι, τα άλλα παιδιά έπαιζαν λίγο πιο πέρα με μια μπάλα. Το αγαπημένο της παιχνίδι, τα μήλα. Ήξερε πως ποτέ δεν θα το έπαιζε γι αυτό και καμιά φορά το έβλεπε στον ύπνο της. Την άλλη μέρα ξύπναγε με πολύ καλή διάθεση. ήταν το αγαπημένο της όνειρο γιατί εκεί την έπαιζαν όλα τα παιδιά .
Εκείνο το πρωί λοιπόν έγινε κάτι το αλλόκοτο. Μπήκε ξαφνικά στην αυλή ένα πανέμορφο κορίτσι με κατάξανθα μακριά μαλλιά και ένα φωτεινό πρόσωπο σαν τον ήλιο. Σαν νεράιδα ήταν. Η Κρισούλα χάζεψε. Το περίεργο όμως ήταν ότι το κοριτσάκι διέσχισε όλη την αυλή και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Την πλησίασε και κάθισε μαζί της στο παγκάκι «Γεια σου» της είπε «Με λένε Αγάπη. Θέλεις να γίνουμε φίλες;» Η Κρισούλα τα 'χασε. «Σε μένα μιλάς» «Πως σε λένε; Εγώ είμαι η Αγάπη και είμαι καινούργια στο σχολείο. Θέλεις να παίξουμε?» «Θέλω»
Η Κρισούλα από εκείνη την στιγμή έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε μπροστά της ένας κόσμος γεμάτος χαρά, ευτυχία και πολλά ο όνειρα. Κάθε μέρα ανυπομονούσε να πάει στο σχολείο για να συναντήσει τη φίλη της. Και ήταν μαζί όλη μέρα.
«Σήμερα θέλω να έρθεις στο σπίτι μου. Να γνωρίσεις την οικογένεια μου» είπε η Αγάπη.
Εκείνο το βράδυ η Κρισούλα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που κάποιος την προσκαλούσε στο σπίτι του. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που θα πήγαινε κάπου επίσκεψη γιατί ούτε κι η μαμά της είχε φίλους. Πριν πέσει για ύπνο ετοίμασε τα ρούχα που θα φορούσε. Το αγαπημένο κόκκινο φόρεμα που της χάρισε η θεία της η Οικονομία εκείνη τη μοναδική φορά που την είχε δει (ήταν τσακωμένη με την αδελφή της, τη μαμά της Κρισούλας), ήταν ένα υπέροχο φόρεμα με άσπρα φιογκάκια και μια ροζ κορδέλα ραμμένη με πολύ προσοχή από την ίδια τη θεια της που πολύ αγαπούσε.
Όταν λοιπόν ξάπλωσε στο κρεβάτι σκεπτόταν πως θα ήταν η αυριανή μέρα. Φανταζόταν τους γονείς της φίλης της. Πόσο όμορφοι στ' αλήθεια πρέπει να ήταν. Και πόσο καλοί...
Με αυτή τη σκέψη την πήρε τελικά ο ύπνος. Το ξυπνητήρι χτύπησε. Ήταν ήδη 10. Σάββατο. Η πρόσκληση ήταν για τις 11. Ντύθηκε γρήγορα, γρήγορα, πήρε πρωινό, φίλησε τη μαμά της και ξεκίνησε για το σπίτι της Αγάπης. Στο δρόμο τραγουδούσε. Χαιρόταν τόσο πολύ...
Το σπίτι τους ήταν όμορφο. Όχι ιδιαίτερα πλούσιο αλλά πολύ φιλόξενο και μύριζε υπέροχα. Το πιο παράξενο απ' όλα που κίνησε και την περιέργεια της Κρισούλας ήταν ότι μόλις μπήκε ακουγόταν κάτι πολύ όμορφο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς τι ήταν. Πάντως της έφτιαχνε ακόμη πιο πολύ τη διάθεση...
«Καλώς την. Είμαι η μαμά της Αγάπης. Με λένε Μουσική. Η Αγάπη μου έχει πει τα καλύτερα για σένα. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω. Κάθισε. Μόλις έφτιαξα κουλουράκια και λεμονάδα»...σε λίγο ήρθαν και τα τρία αδελφάκια της Αγάπης. Το ένα ήταν ομορφότερο από το άλλο. Η Κρισούλα πέρασε υπέροχα...
«Η ομορφότεροι μέρα της ζωής μου.» είπε στη μαμά της όταν γύρισε.
«και πως τον λέγαν τον μπαμπά;»
η Κρισούλα ξέχασε να ρωτήσει...»