Εγκυμοσύνη στα 40 : Ποιες είναι οι πιο συχνές επιπλοκές
Στο παρελθόν μια εγκυμοσύνη μετά τα 35 θεωρούνταν μη φυσιολογική κατάσταση. Σήμερα θεωρείται συνηθισμένο, καθημερινό φαινόμενο και η κύηση στις ηλικίες αυτές ως απόλυτα φυσιολογική.
Σύμφωνα δε με τις σύγχρονες στατιστικές, το ποσοστό της εγκυμοσύνης σε γυναίκες ηλικίας 20-30 ετών μειώνεται, ενώ αυξάνει διαρκώς εκείνο όσων έχουν περάσει τα 35. Οι γυναίκες εντούτοις πρέπει να γνωρίζουν ότι οι δυσκολίες είναι πολλές και αφορούν τόσο τη σύλληψη και την εγκυμοσύνη, όσο και το έμβρυο.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως όταν μιλάμε για πιθανές επιπλοκές στην εγκυμοσύνη σε αυτές τις ηλικίες, παίζει ρόλο και η αύξηση των κυήσεων με τη μέθοδο της εξωσωματικής, η οποία ούτως ή άλλως εμφανίζει μια σχετικά αυξημένη πιθανότητα γέννησης λιπόβαρων και πρόωρων νεογνών.
Σύμφωνα με την Παιδιατρική Εταιρεία Κύπρου η ηλικία των 35 ετών, παρόλο που αρχίζουν ήδη να αυξάνονται οι πιθανότητες για κάποιες επιπλοκές στην εγκυμοσύνη, είναι ένα πλασματικό όριο, με την έννοια ότι δεν επέρχεται κάποια δραματική αλλαγή στον οργανισμό της γυναίκας την ημέρα που κλείνει τα 35 της. Σήμερα το όριο επιφυλακής θεωρείται η ηλικία των 40 χρόνων. Οι εγκυμονούσες γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών αποτελούν παγκοσμίως το 1-1,5% του γενικού συνόλου και από αυτές το 1 /3 περιμένουν το πρώτο τους παιδί.
Οι πιο συχνές επιπλοκές που σχετίζονται με την ηλικία της εγκύου είναι η προεκλαμψία (υψηλή πίεση και λεύκωμα στα ούρα), ο πρόωρος τοκετός λόγω της πρόωρης ρήξης των υμένων ή των συσπάσεων της μήτρας, οι ανώμαλη θέση και προβολή του εμβρύου καθώς και η δυσκολία στη φυσιολογική εξέλιξη του τοκετού. Άλλοι κίνδυνοι που συνδέονται όχι μόνο με την ηλικία της εγκύου αλλά και με προϋπάρχουσες παθήσεις είναι τα σχετικά ψηλότερα ποσοστά αποβολών και εξωμήτριων κυήσεων, η υπεργλυκαιμία ή διαβήτης της κύησης, η αιμορραγία στην περιγεννητική περίοδο, η ψηλή πίεση, οι καρδιοπάθειες και τα ινομυώματα .
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί παράγοντα αυξημένου κινδύνου στην εγκυμοσύνη. Χρειάζεται όμως περισσότερη προσοχή όταν συνδυάζεται με ενδείξεις επιπλοκών και προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας. Οι κίνδυνοι των επιπλοκών μπορούν να μειωθούν με την διεξαγωγή των ενδεδειγμένων εξετάσεων.
Η μέτρηση της Α-εμβρυοπρωτείνης στο αίμα της μέλλουσας μητέρας είναι μια συνηθισμένη αιματολογική εξέταση που σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα της αυχενικής διαφάνειας, υπολογίζει πριν από τον 4ο μήνα της εγκυμοσύνης τις πιθανότητες να υπάρχουν χρωμοσωμικά προβλήματα στο έμβρυο. Πολλοί επιστήμονες παγκοσμίως έχουν εκφράσει αμφιβολίες για την ακρίβεια και την εγκυρότητα των πληροφοριών που δίνει το Α-Τεστ, διότι μόνο 3-4% των γυναικών που έχουν αποτελέσματα που ξεφεύγουν από το φυσιολογικό αποδεικνύεται τελικά πως κυοφορούν έμβρυο που όντως έχει κάποιο πρόβλημα. Εντούτοις, αν το Α-τεστ συνδυασθεί με αριθμό άλλων εξετάσεων μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες στον γυναικολόγο ή τον γενετιστή σχετικά την έκβαση της εγκυμοσύνης. Είναι μια εξέταση συνεπώς, που χωρίς θεωρείται απόλυτα σαφής και διαφωτιστική αποτελεί για τους ειδικούς ένα ακόμα χρήσιμο εργαλείο που τους βοηθά να καθορίσουν τις απαραίτητες εξετάσεις που θα διασφαλίσουν πως το μωρό που θα γεννηθεί θα είναι υγιές.