Τραχηλική ανεπάρκεια: Μπορεί να διαγνωστεί πριν από την εγκυμοσύνη;
Η τραχηλική ανεπάρκεια θεωρητικά ευθύνεται για το 20-25% των αποβολών του δεύτερου τριμήνου.
Πρόκειται για τον τράχηλο που ανοίγει υπό την πίεση της μήτρας και του εμβρύου. Προκαλείται από γενετική αδυναμία του τραχήλου, υπερβολική διάταση ή σοβαρές πληγές σε αυτόν τον κατά τη διάρκεια προηγούμενων τοκετών, κωνοειδή εκτομή για διάγνωση καρκίνου, ή άλλη επέμβαση στον τράχηλο ή θεραπεία με λέιζερ. Διαγιγνώσκεται συνήθως αν η μητέρα είχε προηγούμενες αποβολές στο δεύτερο τρίμηνο ή όταν ο υπέρηχος ή η γυναικολογική εξέταση δείχνουν βράχυνση και διαστολή του τραχήλου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Όταν διαγνωστεί το πρόβλημα, γίνεται μια επέμβαση που ονομάζεται περίδεση τραχήλου και περιλαμβάνει περιβολή και περίσφιγξη του τραχήλου με συνθετικό ράμμα για να μείνει κλειστός. Η διαδικασία γίνεται διακολπικά και με τοπική αναισθησία ή επισκληρίδιο μεταξύ της 12ης και της 16ης εβδομάδας.
Τα ράμματα αφαιρούνται συνήθως λίγες εβδομάδες πριν από την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού. Σε ορισμένες περιπτώσεις παραμένουν ώσπου να αρχίσουν οι ωδίνες. Με την περίδεση έχετε πολλές πιθανότητες να φέρετε σε πέρας μια τελειόμηνη κύηση.
Σύμφωνα με τον γυναικολόγο του Mothersblog κ. Μενέλαο Λυγνό, η διάγνωση της ανεπάρκειας τραχήλου δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει πριν από την κύηση. Διάφορες απεικονιστικές μέθοδοι, όπως το υπερηχογράφημα, η μαγνητική τομογραφία και η υστεροσαλπιγγογραφία, μπορεί να πιστοποιήσουν την ύπαρξη ανατομικών ανωμαλιών της μήτρας, αλλά δεν θεωρούνται διαγνωστικές όσον αφορά την ανεπάρκεια τραχήλου. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: δυστυχώς η ανεπάρκεια τραχήλου διαγιγνώσκεται μόνο κατά τη διάρκεια της κύησης ή όταν αυτή έχει εμφανιστεί σε προγενέστερη κύηση και τότε ξεκινάει η εφαρμογή των μέτρων αντιμετώπισής της.
Συχνά, όταν έχουμε σημεία ανεπάρκειας τραχήλου περίπου στις 24 εβδομάδες χορηγείται στη μητέρα ενέσιμη κορτιζόνη. Η κορτιζόνη δεν μειώνει μεν τις πιθανότητες πρόωρου τοκετού, αλλά έχει θετική επίδραση στην ωρίμανση των πνευμόνων του κυήματος και μειώνονται έτσι σημαντικά οι επιπτώσεις τις ενδεχόμενης προωρότητας για το νεογνό.