Rhesus αρνητικό και εγκυμοσύνη: Πρόληψη και Αντιμετώπιση
Είναι δυνατόν να προληφθούν τα ενδεχόμενα προβλήματα για το έμβρυο εξαιτίας της ασυμβατότητας Rhesus μητέρας και παιδιού;
Αν μία γυναίκα Rh(-) δεν έχει ήδη αναπτύξει αντισώματα έναντι του παράγοντα Rhesus (αυτό το διαπιστώνουμε εύκολα με μία εξέταση αίματος στην αρχή της κύησης), τότε μπορεί να της χορηγηθεί ανοσοσφαιρίνη Rhesus σε ενέσιμη μορφή (με ενδομυϊκή ένεση).
Η ανοσοσφαιρίνη Rhesus περιέχει αντισώματα έναντι του παράγοντα Rhesus, τα οποία μόλις χορηγηθούν στη μητέρα καταστρέφουν όσα ερυθρά αιμοσφαίρια του εμβρύου εντοπίζονται στην κυκλοφορία της. Έτσι ο οργανισμός της εγκύου δεν έχει το χρόνο να «ευαισθητοποιηθεί» και να αρχίσει να παράγει ο ίδιος αντισώματα έναντι του παράγοντα αυτού.
Η ανοσοσφαιρίνη Rhesus είναι ασφαλής για το μωρό και χορηγείται και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Πότε χορηγείται η ανοσοσφαιρίνη Rhesus;
Η ανοσοσφαιρίνη αυτή χορηγείται, αν η γυναίκα είναι Rh(-) και δεν έχει ήδη αναπτύξει αντισώματα εναντίον του παράγοντα Rhesus στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Κοντά στις 28 εβδομάδες της κύησης, διότι έχει διατυπωθεί η υπόθεση, πως σε όλες τις εγκυμοσύνες στο στάδιο αυτό είναι πιθανόν να έχει υπάρξει «κρυφή» είσοδος αιμοσφαιρίων του εμβρύου στην κυκλοφορία της μητέρας.
- Εντός 72 ωρών από τον τοκετό ενός μωρού Rh(+) (το Rhesus του μωρού ελέγχεται αμέσως μετά από τον τοκετό)
- Μετά από μία αποβολή
- Μετά από μία έκτοπη κύηση
- Μετά από μία διακοπή κύησης
- Αν εμφανιστεί αιμορραγία από τον κόλπο κατά τη διάρκεια της κύησης
- Αν γίνουν χειρισμοί για μετατροπή ισχιακής προβολής σε κεφαλική
Τι γίνεται, αν μία Rh(-) γυναίκα έχει ήδη αναπτύξει αντισώματα εναντίον του παράγοντα Rhesus και μείνει έγκυος;
Αυτό είναι ένα ενδεχόμενο, που κατ’ ουσίαν πλέον σπάνια βλέπουμε, αφού συνήθως λαμβάνονται τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί κατ’ απόλυτον τρόπο.
Αν μετά από τον τυπικό αιματολογικό έλεγχο στην αρχή της κύησης διαπιστωθεί, πως μία γυναίκα Rh(-) έχει ήδη αναπτύξει αντισώματα εναντίον του παράγοντα Rhesus, τότε αυτομάτως η κύηση κατατάσσεται στην κατηγορία «υψηλού κινδύνου».
Αν το έμβρυο είναι Rh(+) η προκληθείσα από τα αντισώματα εναντίον του παράγοντα Rhesus αναιμία είναι δυνατόν να είναι αρκετά σοβαρή, ώστε να διαταραχθεί η καρδιακή του λειτουργία.
Η διαταραχή αυτή της καρδιακής λειτουργίας εκδηλώνεται με την εμφάνιση ελεύθερου υγρού καταρχήν στην κοιλιά του μωρού (η κατάσταση αυτή ονομάζεται ασκίτης). Όσο η λειτουργία της καρδιάς επιβαρύνεται περαιτέρω, το υγρό μπορεί να εντοπισθεί και μέσα στο θώρακα (αυτό ονομάζεται υδροθώρακας) του μωρού και στη συνέχεια κάτω από το δέρμα του (εμβρυϊκός ύδρωπας). Η θέση και η ποσότητα του υγρού αυτού εκτιμάται δια υπερηχογραφικού ελέγχου.
Ενδείξεις για τη σοβαρότητα της αναιμίας του μωρού προκύπτουν και από τον έλεγχο της ροής του αίματος σε συγκεκριμένα αγγεία δια του υπερηχογραφικού ελέγχου, κατά τη διάρκεια του οποίου εφαρμόζεται η μέθοδος Doppler.
Επιπροσθέτως, η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του μωρού συνδέεται με την παραγωγή μίας ουσίας, που ονομάζεται χολερυθρίνη. Αν τα επίπεδα της ουσίας αυτής υπερβούν κάποιες ανώτερες τιμές, τότε αυτή ενδέχεται να αποβεί τοξική για τον εγκέφαλο του μωρού.
Η στενή παρακολούθηση του εμβρύου αποσκοπεί στην επιλογή του ιδανικού χρονικού σημείου για την πρόκληση τοκετού ή την καισαρική τομή. Σε γενικές γραμμές επιλέγεται ο τοκετός να γίνει πριν την πιθανή ημερομηνία τοκετού.
Μετά τον τοκετό είναι πιθανόν το μωρό να χρειαστεί μετάγγιση αίματος, ενώ συχνά εμφανίζεται και νεογνικός ίκτερος (έτσι ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία τα επίπεδα χολερυθρίνης στο αίμα του μωρού είναι υπερβολικά υψηλά), ο οποίος αντιμετωπίζεται από τους νεογνολόγους ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης.
Η κατάσταση της υγείας του μωρού εξαρτάται εν πολλοίς από τη σοβαρότητα της αναιμίας και από το στάδιο της κύησης, στο οποίο κρίθηκε, ότι υπάρχει χρεία πρόκλησης τοκετού ή καισαρικής τομής.
Γενικά στο ήμισυ των περιπτώσεων, που θα εμφανίσουν ασυμβατότητα Rhesus μητέρας και παιδιού, με τη μητέρα να έχει ήδη αναπτύξει αντισώματα, η εμβρυϊκή αναιμία είναι αρκετά ελαφριάς μορφής, ώστε δεν χρειάζεται περαιτέρω αντιμετώπιση πλην της στενής παρακολούθησης.
Δείτε ΕΔΩ σε ποιο στάδιο της κύησης βρίσκεστε!
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας