Συρρικνώνεται η γονιμότητα στην Ελλάδα-Ποιοι είναι οι λόγοι, ποιες οι επιπτώσεις
Ο πληθυσμός της Ελλάδας «γερνάει» ενώ η πορεία της γονιμότητας φθίνει συνεχώς.
Παράλληλα, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οδηγούν σε αναβολή των γεννήσεων. Αυτό προκύπτει από μελέτες και έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ενώ οι προβλέψεις κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι: Το 2025, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι κατά 300.000-400.000 λιγότερος σε σχέση με το 2015, οι άνω των 65 θα υπερβούν το 22% του συνολικού πληθυσμού ενώ τα ισοζύγια γεννήσεων-θανάτων και εισόδων-εξόδων μεταναστών θα είναι αρνητικά!
Σύμφωνα με εργασία του καθηγητή στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη, που δημοσιεύτηκε στα «Δημογραφικά Νέα» του ΕΔΚΑ, η μέση ηλικία για την απόκτηση παιδιού είναι σήμερα τα 30 έτη και θεωρείται εξαιρετικά υψηλή.
Οι γενιές οι οποίες στα χρόνια της κρίσης βρίσκονται στις ηλικίες 25-35, δηλαδή, γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και αργότερα, θα έχουν λιγότερα παιδιά για δύο λόγους: εξαιτίας της συρρίκνωσης του χρόνου που έχουν μπροστά τους για να κάνουν παιδιά, και της βιολογικής τους ικανότητας σύλληψης, ικανότητας που μειώνεται ταχύτατα μετά τα 30 χρόνια, όπως αναφέρει η μελέτη. Παράλληλα, συνεχίζεται η τάση αύξησης της ατεκνίας, η αύξηση, δηλαδή, του ποσοστού των γυναικών που δε θα κάνουν παιδί, καθώς και η συρρίκνωση των πολύτεκνων οικογενειών.
Σύμφωνα με στοιχεία της της Eurostat στην Ελλάδα οι γεννήσεις το 2014 ανήλθαν στις 92.149, τη στιγμή που το 2001 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 102.282. Στην ΕΕ, το 2014, γεννήθηκαν 5,132 εκατ. μωρά εν συγκρίσει με 5,063 εκατ. το 2001. Μεταξύ των χωρών – μελών, η Γαλλία συνεχίζει να έχει τις περισσότερες γεννήσεις (819.300 μέσα στο 2014), ξεπερνώντας τη Μ. Βρετανία (775.900), τη Γερμανία (714.900), την Ιταλία (502.600), την Ισπανία (426.100) και την Πολωνία (375.200).
Συνολικά ο δείκτης γονιμότητας στην Ε.Ε. αυξήθηκε από το 1,46 το 2001 στο 1,58 το 2014, ποικίλλοντας από το 1,23 στην Πορτογαλία στο 2,01 στη Γαλλία. Ο δείκτης γονιμότητας 2,1 ανά γυναίκα γενικά θεωρείται ότι είναι το «επίπεδο αναπλήρωσης» για ανεπτυγμένες χώρες (ο μέσος αριθμός γεννήσεων ανά γυναίκα που χρειάζεται για να διατηρείται ο πληθυσμός σταθερός).
Η Ελλάδα έχει έναν από τους πιο χαμηλούς δείκτες στην Ε.Ε., στο 1,30 (ωστόσο αξίζει να σημειωθεί πως το 2001 ήταν 1,25).
Η Γαλλία βρίσκεται στην κορυφή όσον αφορά το δείκτη γονιμότητας με 2,01 και ακολουθούν η Ιρλανδία (1,94), η Σουηδία (1,88) και η Μ. Βρετανία (1,81). Ο χαμηλότερος ήταν στην Πορτογαλία (1,23), ενώ, πέραν της Ελλάδας, πολύ χαμηλά ήταν και στην Κύπρο (1,31), την Ισπανία και την Πολωνία (1,32), καθώς και την Ιταλία και τη Σλοβακία (1,37). Τα στοιχεία αφορούν το 2014.
Η μεγαλύτερη αύξηση δείκτη γονιμότητας μεταξύ 2001 και 2014 έλαβε χώρα στη Λετονία , την Τσεχία, τη Σλοβενία, τη Λιθουανία, τη Βουλγαρία και τη Σουηδία. Μείωση παρατηρήθηκε στην Κύπρο, την Πορτογραλία και το Λουξεμβούργο.
Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, η πορεία της γονιμότητας είναι συνεχώς φθίνουσα στη χώρα μας, καθώς οι γυναίκες των διαδοχικών γενεών που γεννηθήκαν μετά τα τέλη του 19ου αιώνα στην Ελλάδα κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά (η Ελλάδα δεν γνώρισε το baby-boom άλλων ευρωπαϊκών χωρών), ενώ αυτές που γεννήθηκαν από τον Μεσοπόλεμο και μετά δεν εξασφαλίζουν πλέον την αναπαραγωγή τους (η κάθε μητέρα δηλαδή δεν αντικαθίσταται λαμβάνοντας υπόψη και τις υφιστάμενες εκάστοτε συνθήκες θνησιμότητας από μία κόρη).
Μέση ηλικία για την απόκτηση πρώτου παιδιού τα 30
Η μέση ηλικία στην απόκτηση του πρώτου παιδιού επισημαίνει ο καθηγητής είναι ήδη εξαιρετικά υψηλή (αγγίζει τα 30 έτη) και η όποια αναβολή των γεννήσεων για αργότερα εξαιτίας των δυσμενών κοινωνικ0- οικονομικών συνθηκών από τις γενεές οι οποίες στα χρόνια της κρίσης θα βρεθούν στις ηλικίες 25- 35 (τις γυναίκες δηλαδή που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίες του'80 και μετέπειτα) πιθανότατα, θα οδηγήσει στην επιτάχυνση της τάσης μείωσης του αριθμού των παιδιών τους, εξαιτίας της συρρίκνωσης τόσο του διατιθέμενου αναπαραγωγικού τους «χρόνου» (του χρόνου δηλαδή που θα έχουν μπροστά τους για να κάνουν παιδιά) όσο και της βιολογικής τους ικανότητας σύλληψης (ικανότητας που μειώνεται ταχύτατα μετά τα 30 έτη).
Αυτό πιθανότατα, συμπληρώνει, θα έχει ως αποτέλεσμα το ακόμη μεγαλύτερο «άνοιγμα» του εύρους μεταξύ του ορίου αναπαραγωγής (2,1 παιδιά/γυναίκα) και του αριθμού των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι γυναίκες που γεννηθήκαν μετά το 1980, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι η γενεά του 1950 έφερε στον κόσμο 1,9 παιδιά/γυναίκα κατά μέσο όρο, η γενεά του '65 1,7 παιδιά και αυτή του 1975 -εκτίμηση- μόλις 1,55).
Ταυτόχρονα, κατά τον κ. Κοτζαμάνη, η τάση αύξησης της ατεκνίας (η αύξηση δηλαδή του ποσοστού των γυναικών που δεν θα κάνουν παιδί) στις γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1965 συνεχίζεται ενώ η συρρίκνωση των πολύτεκνων οικογενειών που έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες δεν έχει ανακοπεί, και δεν πρόκειται να ανακοπεί: οι γεννήσεις του τέταρτου και άνω παιδιού που υπερέβαιναν το 13% του συνόλου των γεννήσεων στις αρχές της δεκαετίας του '50, αποτελούν σήμερα μόλις το 3% και αναμένεται να σταθεροποιηθούν στο 2% στα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Τι θα γίνει όμως στο άμεσο μέλλον;
Ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρεται και σε κάποιες βεβαιότητες όσον αφορά τις μέλλουσες πληθυσμιακές μας εξελίξεις. Ειδικότερα, αναφέρει ότι το 2025
• ο πληθυσμός της Ελλάδας θα υπολείπεται πιθανότατα κατά 300-400 χιλιάδες περίπου αυτού του 2015,
• τα φυσικά (γεννήσεις- θάνατοι) ως και τα μεταναστευτικά ισοζύγια (είσοδοι- έξοδοι) την επόμενη δεκαετία θα είναι αρνητικά,
• η δημογραφική γήρανση -μη αναστρέψιμη τάση- θα συνεχισθεί καθώς το ποσοστό των άνω των 65 ετών το 2025 θα υπερβεί πιθανότατα το 22% του συνολικού πληθυσμού και οι άνω των 85 ετών θα αποτελούν σχεδόν το 15% της ομάδας των 65+ (υπενθυμίζεται ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι 65+ αποτελούσαν μόλις το 6,7% του συνολικού πληθυσμού , οι δε 85+ μόλις το 0,4% αντίστοιχα) ενώ η μέση ηλικία θα ξεπεράσει τα 45έτη,
• το προσδόκιμο ζωής στη γέννηση (ο μέσος όρος ζωή μας δηλαδή) μετά από 10 χρόνια, στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων δεν θα μειωθεί σημαντικά ενώ η πιθανότητα να αυξηθούν τα χρόνια ζωής πριν τον θάνατο σε κακή κατάσταση υγείας είναι ισχυρή,
• η γονιμότητα των γενεών που γεννήθηκαν τη δεκαετία 1975-1990 θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο (θα περιορισθεί πιθανότατα στα 1,4 παιδιά/γυναίκα)
• το ειδικό βάρος των αλλοδαπών δεν αναμένεται να μεταβληθεί σημαντικά το 2025 (γύρω από το 10% του συνολικού πληθυσμού), ενώ το ίδιο έτος ένας στους 7 νέους κάτω των 15 ετών θα έχει γεννηθεί από έναν τουλάχιστο αλλοδαπό γονέα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναφορικά με τους γάμους οι οποίοι το 2014, ανήλθαν στη χώρα μας σε 53.105, έναντι 51.265 το 2013, παρουσιάζοντας αύξηση 3,6%. Οι πολιτικοί γάμοι ήταν περισσότεροι σε σχέση με τους θρησκευτικούς. Συγκεκριμένα σε σύνολο 53.105 γάμων, οι θρησκευτικοί ήταν 26.190 και οι πολιτικοί 26.915 . Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο, για το 2014, ήταν 30,2 έτη ενώ το 2013 ήταν 29,9. Η αντίστοιχη μέση ηλικία των ανδρών για το 2014 ήταν 32,9 έτη ενώ το 2013 ήταν 32,7. Σημειώνεται ότι στο σύνολο των 53.105 γάμων, οι γυναίκες που τέλεσαν πρώτο γάμο ήταν 46.860, ενώ οι άντρες ήταν 46.337.