Χλαμύδια: Συμπτώματα και αντιμετώπιση
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα προκαλούνται από 30 διαφορετικά βακτήρια, ιούς και παράσιτα που προσβάλλουν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Ένα από τα συχνότερα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι τα χλαμύδια που προσβάλλουν κάθε χρόνο σχεδόν 131 εκατ. ανθρώπους ηλικίας 15 – 49 ετών (το 3,1% του παγκόσμιου πληθυσμού), με τις γυναίκες να είναι περισσότερες από τους άνδρες (3,8% έναντι 2,5% αντίστοιχα).
Η μετάδοση της λοίμωξης μπορεί να γίνει με κάθε μορφή σεξουαλικής πράξης (κολπικό, πρωκτικό και στοματικό έρωτα), καθώς και με τα χέρια μετά την επαφή τους με τα γεννητικά όργανα, ενώ μπορεί να μεταδοθεί και από τη μολυσμένη μητέρα στο μωρό κατά τον φυσιολογικό (κολπικό) τοκετό, κατά τη διέλευση του μωρού μέσα από το γεννητικό σωλήνα.
Εάν δεν θεραπευτούν, τα χλαμύδια μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές, μόνιμες βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας, καθιστώντας δύσκολη έως αδύνατη μια μελλοντική εγκυμοσύνη. Μπορεί επίσης να προκαλέσουν έκτοπη εγκυμοσύνη, κατά την οποία το έμβρυο αναπτύσσεται εκτός μήτρας (συχνά μέσα στη σάλπιγγα). Για τη νόσο υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία, συχνά ωστόσο λόγω της απουσίας συμπτωμάτων, καθυστερεί η διάγνωση και υπάρχει ο κίνδυνος σοβαρών επιπτώσεων. Αν είστε έγκυος και έχετε χλαμύδια μπορεί κατά τον τοκετό να μεταδώσετε τη λοίμωξη στο μωρό και να αναπτύξει μόλυνση στα μάτια ή πνευμονία εξαιτίας της. Είναι επίσης πιθανότερο να γεννήσετε πρόωρα το μωρό σας. Στο ενδεχόμενο της εγκυμοσύνης η εξέταση για τα χλαμύδια επιβάλλεται κατά την πρώτη επίσκεψη στον μαιευτήρα.
Συμπτώματα στις γυναίκες:
-Ασυνήθιστες κολπικές εκκρίσεις
-Αίσθημα πόνου ή καψίματος στην ουρήθρα
-Σταγόνες αίματος εκτός περιόδου
-Πόνος χαμηλά στην κοιλιά ή στη μέση, ναυτία, πυρετός
Συμπτώματα στους άνδρες:
-Αίσθημα επώδυνου καψίματος στην ουρήθρα
-Γαλακτώδες άσπρο ή κίτρινο υγρό από το πέος
-Πόνος ή διόγκωση των όρχεων
-Ερυθρότητα και πρήξιμο γύρο από το πέος.
Τα χλαμύδια αντιμετωπίζονται με αντιβιοτική αγωγή, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται σωστά και έως το τέλος της για να αποδώσει. Ωστόσο υπάρχουν πολλές πιθανότητες υποτροπής, γι’ αυτό και συνιστάται επανέλεγχος τρεις μήνες μετά τη θεραπεία, στην οποία πρέπει να υποβάλλεται και ο ερωτικός σύντροφος.