Υστεροσκόπηση: Πότε πρέπει να γίνεται και πώς βοηθά στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας
Γυναίκα διαβάζει ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
BigstockΠώς αντιμετωπίζονται ενδεχόμενα αίτια υπογονιμότητας με την υστεροσκόπηση.
Η υστεροσκόπηση συγκαταλέγεται στις επεμβάσεις ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής μαζί με τη λαπαροσκόπηση.
Όπως και ο όρος «ελάχιστα επεμβατικές» υποδηλώνει, πρόκειται για χειρουργικές επεμβάσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην επίτευξη του μέγιστου αποτελέσματος με το μικρότερο όμως δυνατό τραυματισμό των ιστών.
Στις επεμβάσεις αυτές ο χειρουργός κατά κανόνα δεν έχει άμεση εικόνα των ιστών, επί των οποίων επεμβαίνει, αλλά ελέγχει τις κινήσεις των εργαλείων του μέσω μίας οθόνης τηλεόρασης.
Στις επεμβάσεις ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής εισάγεται μέσω μικρών οπών εντός της κοιλότητας του σώματος, που μας ενδιαφέρει, ειδική κάμερα, που είναι συνδεδεμένη με οπτική ίνα και μεταδίδει την εικόνα σε οθόνη. Δια οπών άλλωστε ο χειρουργός εισάγει εντός της κοιλότητας και ειδικά σχεδιασμένα χειρουργικά εργαλεία δια των οποίων επεμβαίνει στους ιστούς.
Στην περίπτωση της Υστεροσκόπησης η κοιλότητα, εντός της οποίας επεμβαίνουμε είναι η ενδομητρική κοιλότητα, ενώ η οπή, που χρησιμοποιούμε προκειμένου να εισάγουμε την κάμερα και τα ειδικά εργαλεία μας είναι το έξω τραχηλικό στόμιο.
Πώς δια της υστεροσκόπησης αντιμετωπίζονται ενδεχόμενα αίτια υπογονιμότητας;
Δια της υστεροσκόπησης είναι δυνατόν να εντοπισθούν ανατομικές ανωμαλίες της ενδομητρικής κοιλότητας, η παρουσία των οποίων έχει συνδεθεί με μείωση των πιθανοτήτων ευόδωσης της κύησης. Τέτοιες είναι:
- οι πολύποδες
- τα ινομυώματα, που προβάλλουν μέσα στην ενδομητρική κοιλότητα και ονομάζονται υποβλεννογόνια
- συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας
- το Σύνδρομο Asherman
Η παρουσία πολυπόδων επηρεάζει τις πιθανότητες μίας γυναίκας για τεκνοποίηση;
Αρχικά, χρήσιμον είναι να αναφερθούμε σε δύο μελέτες η μία του 1999 και η έτερη του 2008 . Σε αυτές συμμετείχαν υπογόνιμες γυναίκες. Σε αμφότερες τις μελέτες κατεγράφη σαφής αύξηση των πιθανοτήτων για επιτυχή εγκυμοσύνη μετά από την υστεροσκοπική αφαίρεση πολυπόδων από την ενδομητρική κοιλότητα.
Σε μελέτη του 2005 εξάλλου αξιολογήθηκε το ενδεχόμενο η προηγούμενη υποβολή της γυναίκας σε υστεροσκόπηση, να συνδέεται με αύξηση των πιθανοτήτων επιτυχίας της διαδικασίας της σπερματέγχυσης. Πράγματι, οι συντάκτες του συγκεκριμένου πονήματος κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως η υστεροσκοπική οδηγεί σε αύξηση των πιθανοτήτων της μεθόδου αυτής υποβοηθουμένης αναπαραγωγής.
Εντούτοις, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα προκύψαντα στοιχεία από άλλη εκτενή μελέτη του 2009, στην οποία συμμετείχαν 1475 γυναίκες, που είχαν δύο ή περισσότερες αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής. Οι επιστήμονες διεπίστωσαν, πως, αν οι συγκεκριμένες γυναίκες υποβάλλονταν σε υστεροσκόπηση, στα πλαίσια της οποίας αφαιρούνταν πολύποδες, οι πιθανότητες επιτυχίας επόμενης προσπάθειας εξωσωματικής σαφώς αυξάνονταν.
Πώς σχετίζονται τα ινομυώματα με την υπογονιμότητα;
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα μελέτης του 1998 , η οποία αφορούσε γυναίκες, που υπεβλήθησαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση, οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν μικρότερες, αν στη μήτρα τους εντοπίζονταν ινομυώματα. Οι συντάκτες της μελέτης αυτής μάλιστα θεώρησαν, πως ενδεχομένως να είναι χρήσιμο να γίνει σύσταση αφαίρεσης των ινομυωμάτων εν όψει εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Με δεδομένο, πως τα ινομυώματα συχνά επανεμφανίζονται μετά την αφαίρεσή τους, κάποια γυναίκα ενδέχεται να αναρωτηθεί κατά πόσον αξίζει τον κόπο να τα αφαιρέσει στα πλαίσια της προσπάθειας βελτίωσης της γονιμότητάς της. Μελέτη του 1992 ήρθε να δώσει απάντηση στην αμφιβολία αυτή. Χάρη στα στοιχεία της κατεδείχθη, πως στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η επανεμφάνιση των μορφωμάτων αυτών καθυστερεί αρκετά, ώστε να δοθεί ο επιθυμητός χρόνος για σύλληψη.
Πώς οι ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας σχετίζονται με υπογονιμότητα;
Η ανωμαλία της μήτρας, που έχει συσχετισθεί με τις καθ’ έξιν αποβολές, αλλά και με τη γυναικεία υπογονιμότητα εν γένει, περισσότερο από κάθε άλλη, είναι η ύπαρξη επιμήκους διαφράγματος στην κοιλότητα της μήτρας
Τι είναι το Σύνδρομο Asherman και πώς σχετίζεται με την υπογονιμότητα;
Το Σύνδρομο Asherman χαρακτηρίζεται από την παρουσία εντός της ενδομητρικής κοιλότητας συμφύσεων. Συμφύσεις είναι κατ’ ουσίαν «μεμβράνες», οι οποίες διατρέχουν την κοιλότητα και παρεμποδίζουν τόσο τη διέλευση των σπερματοζωαρίων στην πορεία τους προς τις σάλπιγγες, προκειμένου κάποιο εξ αυτών να «συναντήσει» το ωάριο και να το γονιμοποιήσει, όσο και κατά κύριο λόγο την επιτυχή εμφύτευση του εμβρύου.
Μπορεί η ενδομητρίτιδα να προκαλέσει υπογονιμότητα;
Η ενδομητρίτιδα είναι μία φλεγμονή της ενδομητρικής κοιλότητας. Μελέτη του 2018 κατέληξε στο συμπέρασμα, πως ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των γυναικών, που αναφέρουν υπογονιμότητα αγνώστου αιτιολογίας, παρουσιάζουν τελικά υποφώσκουσα χρόνια ενδομητρίτιδα. Οι συντάκτες της μελέτης αυτής μάλιστα υποστηρίζουν, πως η θεραπεία της ενδομητρίτιδας αυξάνει τις πιθανότητες απόκτησης τέκνου στις περιπτώσεις αυτές.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται και από μελέτη του 2021. Οι επιστήμονες στην περίπτωση αυτή θωρούν, ότι η διάγνωση της ενδομητρίτιδας δια υστεροσκόπησης ή απλής απόξεσης του ενδομητρίου και η θεραπεία αυτής βελτιώνει τις πιθανότητες του ζευγαριού να αποκτήσει παιδί τόσο μετά από φυσιολογική σύλληψη, όσο και μέσω σπερματέγχυσης ή εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η εκδήλωση ενδομητρίτιδας έχει εξάλλου συνδεθεί και με την αύξηση των πιθανοτήτων για αποβολή.
Υψηλό ποσοστό χρόνιας ενδομητρίτιδας μετά από αποβολή καταγράφηκε και σε μελέτη του 2019 Οι συντάκτες της μελέτης αυτής μάλιστα κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι η χρόνια αυτή ενδομητρίτιδα αυξάνει τις πιθανότητες η γυναίκα να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο των καθ’ έξιν αποβολών. Μιλάμε για καθ’ έξιν αποβολές, όταν η γυναίκα έχει 3 ή περισσότερες απώλειες κύησης πριν τη συμπλήρωση των 20 εβδομάδων κύησης.
Σε ανάλογα συμπεράσματα κατέληξαν και οι συντάκτες νεώτερης μελέτης του 2021, στην οποία συμμετείχαν 110 γυναίκες με ιστορικό καθ’ έξιν αποβολών. Οι επιστήμονες στην συγκεκριμένη περίπτωση και αφού υπέβαλαν τις συμμετέχουσες στη μελέτη σε υστεροσκόπηση, κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως το 38,2% εξ αυτών παρουσίαζαν χρόνια ενδομητρίτιδα.
Με βάση τέλος τα συμπεράσματα προγενέστερης μελέτης του 2014 στα πλαίσια της οποίας 260 γυναίκες με ιστορικό καθ’ έξιν αποβολών υπεβλήθησαν σε υστεροσκόπηση, οπότε και ελήφθησαν βιοψίες από το ενδομήτριο, στο 57,8% των συμμετεχουσών ετέθη η διάγνωση χρονίας ενδομητρίτιδας. Οι συντάκτες της μελέτης αυτής διαπίστωσαν εξάλλου, πως η χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής ενδέχεται να ωφελήσει γυναίκες με παρόμοια κλινικά ευρήματα ως προς τις προσπάθειές τους να αποκτήσουν παιδί.
Πώς με την υστεροσκόπηση αντιμετωπίζονται τα σχετικά αίτια υπογονιμότητας;
Διαρκούσης της υστεροσκόπησης είναι δυνατόν να αφαιρεθούν οι πολύποδες και τα ινομυώματα, αλλά και να γίνει διατομή των διαφραγμάτων, όσο και λύση των συμφύσεων.
Επιπροσθέτως, δια της υστεροσκόπησης είναι δυνατόν να διαγνωσθεί και ενδεχόμενη ενδομητρίτιδα προκειμένου να χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία.
Δείτε ΕΔΩ πότε είναι οι γόνιμες ημέρες σας!
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας
www.eleftheia.gr
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Varasteh NN, Neuwirth RS, Levin B, Keltz MD. Pregnancy rates after hysteroscopic polypectomy and myomectomy in infertile women. Obstet Gynecol. 1999 Aug;94(2):168-71. doi: 10.1016/s0029-7844(99)00278-1. PMID: 10432121.
Stamatellos I, Apostolides A, Stamatopoulos P, Bontis J. Pregnancy rates after hysteroscopic polypectomy depending on the size or number of the polyps. Arch Gynecol Obstet. 2008 May;277(5):395-9. doi: 10.1007/s00404-007-0460-z. Epub 2007 Sep 13. PMID: 17851673.
Pérez-Medina T, Bajo-Arenas J, Salazar F, Redondo T, Sanfrutos L, Alvarez P, Engels V. Endometrial polyps and their implication in the pregnancy rates of patients undergoing intrauterine insemination: a prospective, randomized study. Hum Reprod. 2005 Jun;20(6):1632-5. doi: 10.1093/humrep/deh822. Epub 2005 Mar 10. PMID: 15760959.
Makrakis E, Hassiakos D, Stathis D, Vaxevanoglou T, Orfanoudaki E, Pantos K. Hysteroscopy in women with implantation failures after in vitro fertilization: findings and effect on subsequent pregnancy rates. J Minim Invasive Gynecol. 2009 Mar-Apr;16(2):181-7. doi: 10.1016/j.jmig.2008.12.016. PMID: 19249706.
Eldar-Geva T, Meagher S, Healy DL, MacLachlan V, Breheny S, Wood C. Effect of intramural, subserosal, and submucosal uterine fibroids on the outcome of assisted reproductive technology treatment. Fertil Steril. 1998 Oct;70(4):687-91. doi: 10.1016/s0015-0282(98)00265-9. PMID: 9797099.
Verkauf BS. Myomectomy for fertility enhancement and preservation. Fertil Steril. 1992 Jul;58(1):1-15. doi: 10.1016/s0015-0282(16)55128-0. PMID: 1623990.
Cicinelli E, Matteo M, Trojano G, Mitola PC, Tinelli R, Vitagliano A, Crupano FM, Lepera A, Miragliotta G, Resta L. Chronic endometritis in patients with unexplained infertility: Prevalence and effects of antibiotic treatment on spontaneous conception. Am J Reprod Immunol. 2018 Jan;79(1). doi: 10.1111/aji.12782. Epub 2017 Nov 14. PMID: 29135053.
Ravel J, Moreno I, Simón C. Bacterial vaginosis and its association with infertility, endometritis, and pelvic inflammatory disease. Am J Obstet Gynecol. 2021 Mar;224(3):251-257. doi: 10.1016/j.ajog.2020.10.019. Epub 2020 Oct 19. PMID: 33091407.
Dana B. McQueen, Kruti P. Maniar, Anne Hutchinson, Rafael Confino, Jared C. Robins, Lia A. Bernardi, Mary Ellen Pavone, Retained pregnancy tissue after miscarriage associated with high rate of chronic endometritis, Fertility and Sterility, Volume 112, Issue 3, Supplement, 2019, Pages e48-e49, ISSN 0015-0282, https://doi.org/10.1016/j.fertnstert.2019.07.254. (https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0015028219308593)
Farghali MM, Abdelazim IA, El-Ghazaly TE. Relation between chronic endometritis and recurrent miscarriage. Prz Menopauzalny. 2021;20(3):116-121. doi:10.5114/pm.2021.109769
Cicinelli E, Matteo M, Tinelli R, et al. Chronic endometritis due to common bacteria is prevalent in women with recurrent miscarriage as confirmed by improved pregnancy outcome after antibiotic treatment. Reprod Sci. 2014;21(5):640-647. doi:10.1177/1933719113508817