Δίαιτα χωρίς γλουτένη: Τι πρέπει να γνωρίζετε πριν την ξεκινήσετε
Η αποφυγή της γλουτένης τείνει να εξελιχθεί σε μόδα. Η γλουτένη είναι μια πρωτεΐνη που υπάρχει στο σιτάρι, στο κριθάρι και στη σίκαλη, προσδίνοντας στο ψωμί και σε άλλα προϊόντα της αρτοποιίας ελαστικότητα κατά το ψήσιμο, καθώς και καλύτερη γευστική υφή.
Ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού (γύρω στο 1%) δεν ανέχεται τη γλουτένη και πρέπει να την αποφεύγουν, ενώ ένα ακόμη 4% έως 6% μπορεί να έχει μικρότερα προβλήματα. Για τους πάσχοντες από κοιλιοκάκη, μια δίαιτα ελεύθερη γλουτένης σημαίνει την αποφυγή όλων των τροφίμων που περιέχουν την πρωτεΐνη.
Όμως, οι δίαιτες χωρίς γλουτένη τείνουν να γίνουν δημοφιλείς ακόμη και σε ανθρώπους που δεν έχουν καθόλου τέτοια προβλήματα, παρόλο που υπάρχει έλλειψη στοιχείων, τα οποία να αποδεικνύουν ότι η αποχή από τη γλουτένη θα αποφέρει κάποιο όφελος μακροπρόθεσμα. Περίπου ένας στους δέκα ανθρώπους (10%), ιδίως πιο μορφωμένος και πιο πλούσιος, δηλώνει πλέον ότι αποφεύγει τη γλουτένη στο πλαίσιο ενός -υποτίθεται- πιο υγιεινού τρόπου ζωής.
Αρκετοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι μια δίαιτα ελεύθερη γλουτένης, ελλείψει διάγνωσης κοιλιοκάκης, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι επιβλαβής για την υγεία, καθώς μπορεί να στερήσει τις θρεπτικές ουσίες που χρειάζονται για να διατηρηθεί μια υγιεινή, ισορροπημένη διατροφή. Αποδίδουν μάλιστα την προτίμηση πολλών σε δίαιτες χωρίς γλουτένη τόσο στην αυξανόμενη διαθεσιμότητα των τροφίμων χωρίς γλουτένη που υπάρχουν στα σούπερ μάρκετ αλλά και στη διαφήμιση που γίνεται για τα προϊόντα αυτά. Συστήνουν λοιπόν πριν από την υιοθέτηση μιας δίαιτας χωρίς γλουτένη, οι ενδιαφερόμενοι να απευθύνονται πρώτα στο γιατρό τους ή σε έναν διαιτολόγο.
Την ίδια στγμή, νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ , υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι που αποφεύγουν τη γλουτένη, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, ενώ η κατανάλωση περισσότερης γλουτένης μειώνει αυτό τον κίνδυνο.Οι ερευνητές του Τμήματος Διατροφής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε επιδημιολογικό συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης στο Πόρτλαντ, ανέλυσαν στοιχεία για τη διατροφή σχεδόν 200.000 ατόμων σε βάθος 30ετίας.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι κατανάλωναν την περισσότερη γλουτένη, είχαν κατά μέσο όρο 13% μικρότερη πιθανότητα να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2, σε σχέση με όσους κατανάλωναν τη λιγότερη (λιγότερα από τέσσερα γραμμάρια τη μέρα).
«Οι τροφές χωρίς γλουτένη συχνά έχουν λιγότερες διατροφικές ίνες και άλλα θρεπτικά ιχνοστοιχεία, όπως βιταμίνες και μέταλλα (Β12, ψευδάργυρο, μαγνήσιο, ασβέστιο, σελήνιο κ.α.), πράγμα που τις καθιστά λιγότερο θρεπτικές, αλλά και πιο ακριβές», δήλωσε ο ερευνητής Γκεντ Ζονγκ. Οι ίνες αποτελούν γνωστό παράγοντα προστασίας έναντι του διαβήτη.