Αληθινή ιστορία: «Το παιδί μου "έφυγε" πριν καν προλάβω να το κρατήσω στην αγκαλιά μου»
Η συγκλονιστική εξομολόγηση μίας νέας μητέρας, αναγνώστριας του mothersblog, που αποφάσισε να μοιραστεί την ιστορία της για τη μητρότητα και το μωράκι της που έφυγε από τη ζωή πρόωρα...
«Το όνειρό μου από μικρό κοριτσάκι ήταν να γίνω μαμά. Έπαιζα με τις κούκλες μου και νόμιζα πως θα γυρίσω το βλέμμα μου από την άλλη και όταν θα ξαναγύριζα πάλι να κοιτάξω την κούκλα που κρατούσα στοργικά στην αγκαλιά μου, θα ζωντάνευε και θα αποκτούσα μωρό. Τόσο πωρωμένα ήθελα να ζήσω το θαύμα της ζωής. Μου φαινόταν όλο αυτό τόσο μαγικό...
Τα χρόνια πέρασαν. Έψαχνα να βρω τον πρίγκιπα για να παντρευτώ γιατί ήθελα όλο το «πακέτο». Και το άλογο του πρίγκιπα μαζί που θα ερχόταν και θα με έκλεβε και το happy end της ιστορίας αυτής θα ερχόταν με την απόκτηση πολλών παιδιών. Κουτσούβελα που θα έτρεχαν τριγύρω μου και με ένα τους χαμόγελο θα μου γέμιζαν την καθημερινότητα.
Η στιγμή για τον πρίγκιπα ήρθε. Ήμουν 30 χρονών. Αργά για μένα. Είχα χάσει πολύτιμα χρόνια στο να κάνω όσα περισσότερα παιδιά μπορούσα. «Δεν πειράζει» έλεγα. Όσα προλάβω θα κάνω και όσα μου δώσει ο Θεός. Παντρεύτηκα αλλά και πάλι δεν κατάφερα να κάνω αμέσως παιδί. Χρειάστηκε να περιμένω τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά τον γάμο μου για να ακούσω από τον γιατρό μου επισήμως «είστε έγκυος». Πέταξα από χαρά. Έκλαιγα σαν παιδί. Σαν εκείνο το κοριτσάκι με την κούκλα στην αγκαλιά. Είχε έρθει η στιγμή να ζήσω το όνειρό μου. Αυτό που ήθελα πάντα. Σε κάθε υπέρηχο ή εξέταση ερχόμουν όλο και πιο κοντά στον στόχο μου. Να κρατήσω το μωρό μου αγκαλιά.
Είχα κλείσει τον πέμπτο μήνα και είχα μπει στον έκτο της εγκυμοσύνης όταν έκανα εξετάσεις και ο γιατρός μου διαπίστωσε πως είχα ουρεόπλασμα. Ένα μικρόβιο που έπρεπε να καταπολεμήσω για να μην αντιμετωπίσω στο μέλλον πρόβλημα. Ο γιατρός με καθησύχασε. Μου το παρουσίασε ως κάτι πολύ συνηθισμένο. Δεν χρειαζόταν να ανησυχώ. Με μία αντιβίωση όλα θα πήγαιναν καλά. Μου έδωσε να κάνω και την Β' επιπέδου και την επόμενη φορά που θα συναντιόμασταν θα έκανα και εξετάσεις αίματος για να επιβεβαιωθεί απλά πως το ουρεόπλασμα είχε καταπολεμηθεί με τη φαρμακευτική αγωγή. Όλα πήγαιναν καλά. Πήγα και έκανα και τη Β' επιπέδου και ο γιατρός που την έκανε μου είπε πως το μωρό ήταν μία χαρά. Ήταν αγοράκι. Ήταν βέβαιο πια. Έκλεισα και τον έκτο και είχε έρθει πλέον η ώρα να κάνω μία ακόμα επίσκεψη στον γιατρό. Σε περίπου τρεις μήνες γεννούσα. Τι καλά...
Ένα πρωί και ενώ συνέχιζα τη δουλειά μου κανονικά, ξύπνησα νωρίς. Ήπια το γάλα μου και ένα μικρό πρωινό γεύμα και κάθισα στον καναπέ για να μιλήσω με τον άντρα μου και να αρχίσουμε ξανά τα όνειρά μας για τη ζωή μας με τον γιο μας. Θα τον ονομάζαμε Ανδρέα. Εκεί τον είχαμε τάξει. Ο πεθερός μου λέγεται Παναγιώτης αλλά προέκυψε... τάμα. Σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα και ύστερα θα ετοιμαζόμουν για τη δουλειά.
Κάθισα στη λεκάνη και ξαφνικά ένιωσα μία έντονη πίεση χαμηλά στην κοιλιά. Κοίταξα κάτω και τι να δω; Ένα ποτάμι από αίμα. Ήμουν σίγουρη πια. Αυτό που φοβόμουν περισσότερο χωρίς να έχω διαβάσει, χωρίς να έχω ψάξει τίποτα, συνέβαινε. Η κουμπάρα μου σε χρόνο ρεκόρ με πήγε στο μαιευτήριο. Ο γιατρός δεν χρειάστηκε παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να διαπιστώσει πως η εγκυμοσύνη έπρεπε να λάβει τέλος. «Ελένη φαίνεται το κεφάλι του μωρού. Το βλέπω» μου είπε με το που κάθισα στην καταραμένη γυναικολογική καρέκλα.
Πρέπει να πάρω το παιδί. Δεν θα ζήσει κορίτσι μου. Είσαι μόλις 6 μηνών και λίγων ημερών». Ξέσπασα σε κλάματα. Αμέσως όμως σκούπισα τα δάκρυά μου και ανασυγκροτήθηκα. Δεν υπήρχε χρόνος για τέτοιες πολυτέλειες. Ποια μάνα άλλωστε δίνει σημασία στο «εγώ» της όταν σκέφτεται το παιδί που έχει μέσα της. «Γιατρέ, το νιώθω, δεν έχει πεθάνει το μωρό, ζει» του λέω «βοήθησέ με να το σώσουμε». «Και να ζει τώρα καλή μου, σε ένα λεπτό μπορεί να πάψει να λειτουργεί η καρδιά του. Ουσιαστικά βρίσκεσαι σε διαδικασία τοκετού και το παιδί πρέπει να γεννηθεί. Και επειδή είναι πολύ μικρό, δεν θα ζήσει. Δεν έχει ακόμα σχηματίσει τα όργανά του, ούτε πνεύμονες...» μου είπε. Ήταν ανένδοτος. Μου ζήτησε όση ώρα θα με ετοίμαζαν για το χειρουργείο, να αρχίσω να συνηθίζω στην ιδέα της τραγωδίας που μου είχε συμβεί. Μπορεί να συνηθίσεις; Μπορείς να συμβιβαστείς με το γεγονός ότι χάνεις το ίδιο σου το παιδί; Με ετοίμασαν οι μαίες και με έβαλαν στο δωμάτιο τοκετού να περιμένω για κάποιες ώρες μέχρι να χωνέψω ό,τι είχα φάει το πρωί ώστε να υποβληθώ τέλος πάντων σε ό,τι σκόπευε ο γιατρός να κάνει. Είχα χάσει πλέον τα πάντα. Θα περίμενα υπομονετικά μέχρι να πάω σαν... πρόβατο για σφαγή και δεν ήμουν και μόνη. Καλά εγώ! Το μωρό μου όμως; Πώς έδινα σε έναν ξένο το δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή του; Εδώ δεν αποφάσισα εγώ... Πώς θα αποφάσιζε εκείνος;
Είχε περάσει πλέον ο χρόνος –μου φάνηκε σαν αιώνας- που ήταν αναγκαίος για να είμαι έτοιμη για το χειρουργείο. Ήρθε ο γιατρός. «Καλά, πώς έγινε αυτό; Δεν έχεις καθόλου συσπάσεις μήτρας. Ήσουν σε διαδικασία τοκετού. Πώς σταμάτησαν;» μου λέει. Τι να απαντήσω εγώ; Το μυαλό μου, εκεί που είχε βυθιστεί στην απόλυτη απραξία για να μη σκέφτεται, άρχισε να λειτουργεί με 50.000 στροφές. «Για να μου το λέει έτσι, μάλλον έγινε θαύμα» σκέφτηκα. Και άρχισα πάλι το σχέδιό μου. Μοναδικός σκοπός μου να σωθεί το παιδί. «Μπορείς να μείνεις ακίνητη σε ένα κρεβάτι για τρεις ολόκληρους μήνες;» μου είπε σχεδόν εκνευρισμένος ο γιατρός. «Ναι, μπορώ και παραμπορώ». «Ελένη θα είναι δύσκολα τα πράγματα. Δεν θα μπορείς ούτε στην τουαλέτα να πας. Το παιδί είναι έτοιμο να βγει. Ακόμα και μία κίνησή σου μπορεί να αποβεί μοιραία. Θα το αντέξεις; Σκέψου το καλά πριν αποφασίσεις». «Γιατρέ δεν χρειάζεται να σκεφτώ τίποτα. Το παιδί ζει και εφόσον ζει τόσες ώρες μετά από όσα έγιναν, σημαίνει πως θα ζήσει και για όσο διάστημα θα κάνω υπομονή. Θα κάνω ό,τι μου πείτε».
Με πήγαν σε θάλαμο για επίτοκες. Δεν κουνούσα ούτε το δαχτυλάκι μου. Επιστρατεύτηκαν μαμάδες, θείες, κολλητές, όλες για να με βοηθούν και να κάνουν τη βάρδια τους. Όλα για τον μικρούλη μου που κάθε φορά που έκανα ντόπλερ μας έδινε το στίγμα του με την καρδιά του να χτυπά ρυθμικά, σαν να μας λέει «είμαι και εγώ εδώ».
Πέρασε μία ακριβώς εβδομάδα και η ψυχολογία μου είχε αρχίσει να ισορροπεί ξανά. Ήμουν σε ένα κρεβάτι και προσπαθούσα να σώσω το μωράκι μου. Τι πιο όμορφο από αυτό; Με είχαν ταράξει στις εξετάσεις, όμως. Και στα πιο βαριά αντιβιοτικά. Το ουρεόπλασμα δεν υποχωρούσε για κανέναν λόγο. Αν την Πέμπτη οι εξετάσεις έβγαιναν καλές, την Παρασκευή θα έμπαινα χειρουργείο για περίδεση τραχήλου και όλα καλά. Δεν μπορούσα να κάνω αν προηγουμένως δεν υποχωρούσε τελείως το μικρόβιο γιατί μπορεί με τη συγκεκριμένη επέμβαση το μικρόβιο να έμενε μέσα στην μήτρα και τότε θα κινδυνεύαμε και οι δύο ακόμα περισσότερο. Ήταν γύρω στις 9 το βράδυ, Τρίτη 18 Νοεμβρίου του 2008. Μόλις είχε αλλάξει η βάρδια. Είχε φύγει η θεία μου που με περιποιόταν όλο το πρωί και είχε έρθει η μητέρα μου για να μείνει το βράδυ. Μισή ώρα πριν είχε φύγει και ο άντρας μου. «Μαμά δεν νιώθω και πολύ καλά. Έχω κάτι πόνους» λέω στη μητέρα μου και προτείνει να καλέσουμε μία νοσοκόμα για να με δει. «Δεν είναι τίποτα, έχεις κουραστεί κοπέλα μου τόσες μέρες στο κρεβάτι. Είναι λογικό να νιώθεις ότι πονάς» μου λέει η νοσοκόμα. Οι πόνοι όμως όσο περνούσαν τα λεπτά γίνονταν όλο και πιο έντονοι. «Μαμά πονάω πολύ». Μέχρι που ξαφνικά οι πόνοι γίνονταν μέσα σε λίγα λεπτά αφόρητοι. Ειδοποιήθηκε ο γιατρός μου να επιστρέψει. Κάτι κακό συνέβαινε πάλι. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είχα την πολυτέλεια να σκεφτώ ορθολογικά όπως την πρώτη φορά. Πονούσα αφόρητα. Νόμιζα ότι θα πεθάνω.
«Οξύς τοκετός» άκουσα μία μαία να φωνάζει και αμέσως ήταν σαν να βάρεσε συναγερμός στο μαιευτήριο. Ένας εκπαιδευόμενος γιατρός ήρθε για να δει τι μου συμβαίνει και να με βοηθήσει. «Γεννάτε» μου είπε με απλά ελληνικά. «Κάνε κάτι να το σταματήσεις» του είπα διακόπτοντας το παραλήρημα του αφόρητου πόνου μου. Μου έδωσαν χάπια, μου έκαναν ενέσεις, με ντοπάρισαν κανονικά. Τίποτα. Μέσα σε λίγα λεπτά ακούστηκε ένα αχνό αλλά επίμονο κλάμα και τα σεντόνια στο κρεβάτι μου βάφτηκαν με αίμα. «Ζει, ζει» φώναζα με τεράστια χαρά σαν να μου είχαν χαρίσει τον θησαυρό όλου του κόσμου. «Δεν ζει» μου είπε με συμπονετικό βλέμμα ο εκπαιδευόμενος γιατρός αλλά αγνοώντας τον επέμενα: «Μα πώς; Δεν τον ακούς που κλαίει;». Είχε έρθει η δική του σειρά να με αγνοήσει με το βλέμμα του. Μία ψηλόλιγνη μελαχρινή γυναικεία φιγούρα, με βλέμμα έντρομο και πανικοβλημένη βρέθηκε μπροστά μου, σχεδόν έσπρωξε τον γιατρό, άρπαξε το μωρό, πήρε ένα σεντόνι για να το τυλίξει και έφυγε φωνάζοντας και βρίζοντας. Κατέβαινε τις σκάλες σαν δαιμονισμένη.
Σε πείσμα όλων, ο μικρούλης μου είχε καταφέρει να ζήσει. Τον έβαλαν όπως όπως σε θερμοκοιτίδα στην εντατική και όπως έμαθα αργότερα, τον διασωλήνωσαν με ό,τι μηχάνημα υπήρχε. Ήταν τόσο μικρός... Πήγα στο χειρουργείο για να με φροντίσουν. Μία μαία, αφρατούλα και χαρούμενη μπήκε μέσα και με χαμόγελο με πλησίασε λέγοντάς μου: «Το μωρό σου είναι σε καλά χέρια. Και είναι και 750 γραμμάρια. Να ξέρεις ότι αυτό είναι καλό. Μωρά κάτω από τα 600 γραμμάρια έχουν πρόβλημα».
Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο μία από τις νοσοκόμες του θαλάμου που με περιποιόταν όσο καιρό ήμουν εκεί, με δάκρυα στα μάτια με πλησίασε και μου είπε δισταχτικά: «Ελένη μου τον αεροβάφτισα τον γιο σου. Τον έβγαλα Παναγιώτη». «Πού ήξερες ότι λένε τον πεθερό μου έτσι;» τη ρώτησα. «Δεν ήξερα τίποτα. Τον έταξα στη Χάρη της». «Και γιατί δεν τον έβγαλε Μάριο;» σκέφτηκα αλλά το άφησα στην άκρη του μυαλού μου. Άλλα πράγματα προείχαν τώρα.
Επιτέλους μπορούσα ξανά να χαμογελώ. Εντάξει, έγινε με δύσκολο τρόπο αλλά ήρθε στον κόσμο και ζει. Σε πρώτη φάση όλα καλά. Σε δεύτερη όμως;
Άρχισαν οι ανακοινώσεις και οι δυσάρεστες ειδήσεις. Δεν τρώει, δεν πίνει, έχει ανεπάρκεια νεφρών, δεν ανταποκρίνεται, να δούμε τι αιμάτωμα έχει στον εγκέφαλο εφόσον είναι πρόωρο... Πού να τα ξέρω όλα αυτά;
«Σήμερα έκανε τσίσα του και κακά του και ήπιε 20 ml γάλα». Πέταξα από χαρά όταν μου το ανακοίνωσε η νεογνολόγος. Είχαμε φτάσει πλέον στην τρίτη μέρα από τη γέννησή του και για έναν περίεργο λόγο –μάλλον αφελή- άρχισα πάλι να παίρνω τα πάνω μου. Αλλά ούτε και αυτή τη φορά κράτησε πολύ. Μόλις λίγες μέρες. «Το μωρό έχει πέμπτου βαθμού αιμορραγία και αν παραμείνει έτσι, θα έχει ολική παραπληγία» μου ανακοίνωναν. Ένα παιδί που θα ζούσε μόνο εξαιτίας της καρδιάς του. Θα μπορούσε όμως να με ακούει όταν θα του έλεγα ότι τον αγαπώ; Θα με έβλεπε στα μάτια όταν θα τον βοηθούσα να κάνει ακόμα και τα πιο βασικά στην καθημερινότητά του; Θα ένιωθε την λατρεία που του έχω; «Να εύχεσαι να τον πάρει ο Θεός. Είναι καλύτερο για όλους» μου είπε ένας γιατρός. Μα πώς; Θα άλλαζα τις προσευχές μου στην Παναγία και θα της ζητούσα τώρα το αντίστροφο; Τόσο καιρό την παρακαλούσα να τον βοηθήσει να ζήσει και τώρα θα της έλεγα να τον πάρει κοντά της; Δηλαδή προσευχές κατ' εντολή;
Άραγε ήταν πολύ εγωιστικό που ήθελα να ζήσει και ας δεν άκουγε ποτέ ούτε έναν ήχο, και ας μην έβλεπε ποτέ τα χρώματα της γης, και ας ήταν καθηλωμένο σε ένα κρεβάτι ή -στην καλύτερη περίπτωση- σε αναπηρικό καροτσάκι; Ναι, ήταν! Δεν είχα το δικαίωμα να του ζητάω να ζήσει. Τις λίγες φορές που πήγα να τον δω στην εντατική, δεν με άφησαν ούτε να τον ακουμπήσω. «Πόσο τυχερή είστε που τον ακουμπάτε» είπα σε μία νεογνολόγο που εκείνη τη στιγμή τον καθάριζε. «Το ξέρω» μου απάντησε και ας μην γνώριζε ότι είμαι εγώ η μητέρα του.
Ένα μεσημέρι και ενώ είχα μάθει από τον άντρα μου τα τελευταία νέα του γιου μου, έπεσα να ξαπλώσω όπως έκανα τις τελευταίες 17 μέρες, από τότε που γέννησα. Προσπαθούσα και εγώ να μαζέψω τα κομμάτια μου. Έπρεπε να ξεκουραστώ για να υποδεχτώ όπως πρέπει, όταν ερχόταν η ώρα, τον μικρό στο σπίτι.
Για πρώτη φορά όμως είχα έναν περίεργο και αδικαιολόγητο εκνευρισμό. Παρ' όλα αυτά πίεσα τον εαυτό μου. Έπρεπε να κοιμηθώ για να είμαι φρέσκια όταν θα πήγαινα να τον επισκεφτώ. Αποκοιμήθηκα αλλά γύρω στις 17:15 πετάχτηκα από τον ύπνο μου σαν να με είχε διαπεράσει ρεύμα. Έψαξα σαν τρελή να βρω το κινητό μου για να πάρω τον άντρα μου τηλέφωνο. Ήταν στη δουλειά λογικά. «Δεν ξέρω τι έπαθα και πετάχτηκα από τον ύπνο μου» του είπα. «Μα πού είσαι; Τι είναι όλος αυτός ο θόρυβος αγάπη μου;» τον ρώτησα.
Δεν ήταν στο γραφείο. «Θοδωρή τι συμβαίνει; Είσαι στο παιδί; Συνέβη τίποτα στο παιδί;». Δεν είχε προλάβει να βγάλει λέξη. Τον είχα βομβαρδίσει με ερωτήσεις. Το προαίσθημά μου δεν με γελούσε. «Με ειδοποίησαν από το νοσοκομείο ότι το μωρό δεν τρώει καθόλου εδώ και λίγες ώρες» μου είπε με σταθερή φωνή σαν να ήθελε να με καθησυχάσει. «Ντύνομαι και έρχομαι» του είπα και χωρίς να ακούσω ούτε κουβέντα του έτρεξα σαν τρελή να ετοιμαστώ για να φύγω. Δεν θυμάμαι καν με ποιον τρόπο έφτασα στο μαιευτήριο. Θυμάμαι όμως τον σκοτεινό διάδρομο έξω από την εντατική όπου ο Θοδωρής ήταν σκυμμένος και έκλαιγε γοερά. «Τίποτα, τίποτα δεν συμβαίνει» μου είπε όταν τον άρπαξα και τον ταρακούνησα για να μου πει τι συμβαίνει. «Περιμένω από τον γιατρό να μου πει τι συμβαίνει με το παιδί. Δεν είναι καλά Ελένη». Κατέφθασαν φίλοι, συγγενείς και ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελα να μοιραστώ τίποτα μαζί τους.
Τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί στο μαιευτήριο; Ήξεραν κάτι που επρόκειτο να μου ανακοινώσουν σύντομα επισήμως οι γιατροί μόνο που ο άντρας μου έκανε το λάθος να πιστεύει ότι ήθελα δεκανίκια όλους αυτούς που είχαν συγκεντρωθεί σε μία τέτοια στιγμή. Δεν ήθελα κανέναν. Μόνο εκείνον που έφυγε στις 17: 15 ακριβώς -όπως γράφει το πιστοποιητικό θανάτου του- και δεν κατάφερα ποτέ να του πω πόσο τον αγαπώ. Δεν πρόλαβα να τον κρατήσω ούτε μία φορά στην αγκαλιά μου στοργικά όπως εκείνη την άψυχη κούκλα όταν ήμουν μικρή. Πόσο πολύ σ' αγάπησα ποτέ δεν θα το μάθεις όπως λέει και το τραγούδι.
Καλή αντάμωση Παναγιώτη μου...».
Αν θέλετε και εσείς να μοιραστείτε τη δική σας μοναδική ιστορία με τους αναγνώστες του mothersblog μπορείτε να μας την στείλετε εδώ