«Γιε μου που πας;-Μάνα θα πάω στην άλλη άκρη της γης!»
Ήταν το 1992 αν θυμάμαι καλά, που μας ανακοίνωσε η καλή φίλη και συνάδελφος στο γραφείο με ανάμικτα συναισθήματα, ότι πάει πια το αποφάσισε ο αδελφός της φεύγει για την Αυστραλία... για πάντα φυσικά παρά την διαβεβαίωση στον πρέσβη περί του αντιθέτου ότι πάει διακοπές να δει τους συγγενείς.
Εκείνη τη στιγμή η πρώτη μου σκέψη πήγε στην Μάνα του που θα «έχανε» το παιδί της. Ήμουν φρέσκια μάνα με ένα μικρό αγοράκι και ο αποχωρισμός μου φαινόταν αδιανόητος. Η Αυστραλία όπως και να το κάνεις είναι στην άλλη άκρη της γης... μπα ακόμη πιο μακριά.
Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου, το αγοράκι μου μεγάλωσε, οι προοπτικές εργασίας στην Ελλάδα περιορίστηκαν και έφτασε η δική μου ημέρα να τον ξεπροβοδίσω για το μεγάλο ταξίδι στην ίδια άκρη της γης.
Ότι κι αν μου έλεγε η λογική, ερχόταν το συναίσθημα και τα γκρέμιζε.
«Μα τι λες τώρα είναι καλύτερο για το παιδί, να ανοίξει τα φτερά του, να φτιάξει την ζωή του, χάνεται σε αυτή τη χώρα, ε θα παίρνεις ένα αεροπλάνο και θα τον βλέπεις, το καλό του δεν θέλεις...»
Ναι το καλό του θέλω, αλλά όσο πολίτης του κόσμου και να αισθάνομαι, όσο ψύχραιμη και απελευθερωμένη μαμά να το παίζω, είναι βαρύ όπως και να το δεις...
Πέρασα από όλα τα στάδια. Στην αρχή δεν το πίστεψα –σιγά μην μαζέψει λεφτά, κάνει όλα τα χαρτιά, βρει σχολή- μετά θύμωσα –με την χώρα που κατάντησε έτσι ώστε να διώχνει τα παιδιά της, με εμένα που δεν βοήθησα αρκετά... με το κακό το ριζικό μου, μετά το αποδέχθηκα και μάλιστα βοήθησα με όλες μου τις δυνάμεις για να τα καταφέρει να φύγει.
Τέλος όλα τα προηγούμενα στάδια έδωσαν την θέση τους σε μια ταραχή, μια αγωνία συνεχόμενη όχι τόσο για το αν θα τα καταφέρει εκείνος γιατί είναι ικανότατος, αλλά για το αν θα τα καταφέρω εγώ....
Ποια είναι όμως η διαφορά μεταξύ της μάνας του 1992 και εμένα της μάνας του 2016; Στο μέγεθος της αγωνίας καμία, στον τρόπο της αντιμετώπισης και της παρηγοριάς πολλά.
Αυτά τα 20 και πλέον χρόνια τα χωρίζει η ....τεχνολογία. Αυτή έχει δώσει τα όπλα στην νέα μαμά να αντιμετωπίσει την αγωνία.
Με το που τον αποχαιρέτισα στο αεροδρόμιο πήρα θέση στην «κονσόλα παρακολούθησης» μπήκα στο Internet και παρακολουθούσα Online τις πτήσεις. Ήξερα καλύτερα από εκείνον πότε θα έφτανε στην Σιγκαπούρη – μια επίσκεψη στο site του αεροδρομίου αρκούσε, από ποιο terminal θα πετούσε για Μελβούρνη. Μάλιστα επικοινωνήσαμε μέσω fb messenger και του είπα τον αριθμό για να μην χάνει χρόνο.
Αυτό πολύ με ανακούφιζε. Είχα φροντίσει να έχω στο κινητό μου όλα τα καλούδια της επικοινωνίας και αρκετά mb internet με συνεχή κάλυψη παντού. Facebook, viber, what s up, Skype μην μου χαλάσει το ένα να έχω το άλλο.
To κινητό έγινε προέκταση του εαυτού μου, κοιμόμουν - και κοιμάμαι με αυτό, το παίρνω παντού. Έχω φορτώσει και ένα παγκόσμιο ρολόι για να μου δείχνει ανά πάσα στιγμή τι ώρα είναι στην Μελβούρνη...
Μετά από τους πρώτους μήνες που θα τους χαρακτήριζα πολύ δύσκολους (κατ ευφημισμό) το πράγμα καταλαγιάζει λίγο, ειδικά όταν η επικοινωνία είναι συχνή, οι στόχοι πετυχαίνονται και όλα πάνε κατ ευχή – ή έτσι νομίζω, που είναι το ίδιο.
Φυσικά το τηλέφωνο δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να είναι προέκταση του χεριού, η λαχτάρα να εμφανιστεί ο ρουφιάνος στο messenger με ένα χαρακτηριστικό γκλιν που δείχνει ότι διάβασε το μήνυμα (δεν με νοιάζει να απαντήσει, αρκεί να το δει) είναι της ίδιας έντασης, αλλά μετά από 19 μήνες 8 ημέρες και 10 λεπτά, μπορώ να πω ότι το έχω πάρει πια απόφαση να ζω όσο καλύτερα μπορώ την καθημερινότητα μου χωρίς την φυσική του παρουσία...
Ο πατέρας του άραγε που δεν κάνει τίποτε από αυτά τον αγαπάει λιγότερο;
Δεν το νομίζω...
Υπογραφή: Δ.Γ. Μια μητέρα από τις χιλιάδες που τα παιδιά τους είναι στο εξωτερικό.