Οι έρευνες που απασχόλησαν τους Έλληνες γονείς το 2024
Ποιες έρευνες απασχόλησαν τους Έλληνες γονείς; – Ένα ερώτημα που αποκαλύπτει μια βαθύτερη ανάγκη για πληροφόρηση και στήριξη σε έναν ρόλο αρκετά απαιτητικό.
Η σύγχρονη γονεϊκότητα, διαμορφωμένη από τις κοινωνικές αλλαγές, τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις οικονομικές προκλήσεις, θέτει τους γονείς αντιμέτωπους με ένα πλήθος νέων ζητημάτων.
Από τον χρόνο που περνούν τα παιδιά μπροστά από μια οθόνη μέχρι το bullying, τη βία και την ψυχική υγεία των παιδιών, οι έρευνες που δημοσιεύτηκαν μέσα στο 2024 προσέφεραν πολύτιμα εργαλεία και πληροφορίες για όλους τους γονείς.
Ας δούμε αναλυτικά ποιες έρευνες απασχόλησαν τους Έλληνες γονείς μέσα στο 2024.
Παγκόσμια έρευνα του ΠΟΥ για την ψυχοκοινωνική υγεία των εφήβων
Η διεθνής έρευνα Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια και παρέχει διεθνή συγκριτικά στοιχεία σχετικά με την υγεία, την ποιότητα ζωής, την υγεία, το κοινωνικό περιβάλλον και τις συμπεριφορές υγείας παιδιών σχολικής ηλικίας (11, 13 και 15 χρόνων).
Η έρευνα για την ψυχοκοινωνική υγεία των εφήβων δημοσιεύτηκε από το HBSC (Health Behaviour in School-Aged Children). Αντιπροσωπευτικό δείγμα 6.250 μαθητών 11, 13 και 15 ετών συμμετείχαν στη σχολική έρευνα του ΕΠΙΨΥ με τίτλο «Πανελλήνια Έρευνα για τις Συμπεριφορές που Συνδέονται με την Υγεία των Εφήβων-μαθητών» και απάντησαν -μεταξύ άλλων- σε μια σειρά από ερωτήσεις σχετικά με την ψυχοκοινωνική τους υγεία.
Τα ευρήματα αφορούν 11 δείκτες: υγεία, ικανοποίηση από τη ζωή, συναίσθημα της χαράς, εκδήλωση ψυχολογικών και σωματικών συμπτωμάτων, ψυχική ευεξία -και ένδειξη για κακή/πεσμένη διάθεση και για κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης-, μοναξιά, συναίσθημα κοινωνικής απομόνωσης, αυτεπάρκεια, άγχος, σκέψεις πρόκλησης βλάβης στον εαυτό, απόπειρες αυτοκτονίας και επίδραση της πανδημίας του COVID-19 στην ψυχική υγεία. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται για το σύνολο των μαθητών, ανά φύλο, ηλικία, οικονομικό επίπεδο οικογένειας* για το 2022 (πιο πρόσφατη έρευνα) και -όπου είναι διαθέσιμα- διαχρονικά, ανά τετραετία, για την 24ετία 1998-2022.
Το 2022
- Περισσότεροι από δύο στους 5 εφήβους (41,6%) αξιολογούν την υγεία τους ως πάρα πολύ καλή και σχεδόν ένας στους 3 (32,3%) αναφέρει ότι νιώθει πολύ ικανοποιημένος από τη ζωή του, βαθμολογώντας την με τουλάχιστον «9», σε κλίμακα 0-10.
- Οι έφηβοι που νιώθουν υποστήριξη από την οικογένεια, τους φίλους και τους εκπαιδευτικούς και εκείνοι που κάνουν συχνά φυσική δραστηριότητα αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό από τους υπόλοιπους συνομηλίκους τους υψηλή ικανοποίηση από τη ζωή και σε χαμηλότερο ποσοστό εκδήλωση ψυχολογικών και σωματικών συμπτωμάτων. Από την άλλη, οι έφηβοι που υφίστανται εκφοβισμό (bullying) και εκείνοι που υπολογίστηκε ότι κάνουν προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής
δικτύωσης (social media) αναφέρουν σε χαμηλότερο ποσοστό ικανοποίηση από τη ζωή τους και σε υψηλότερο ποσοστό την εκδήλωση ψυχολογικών και σωματικών συμπτωμάτων. - Δύο στους 3 εφήβους (66,4%) αναφέρουν ότι συνήθως νιώθουν χαρούμενοι. Στον αντίποδα, ένα στα 13 κορίτσια (7,6%) και ένα στα 26 αγόρια (3,9%) απάντησαν ότι νιώθουν λυπημένα.
- Ένας στους 4 εφήβους (24,6%) έχει υψηλό βαθμό αυτεπάρκειας, μπορεί, δηλαδή, να βρει λύσεις σε προβλήματα και καταφέρνει να κάνει αυτό που έχει αποφασίσει.
- Τρεις στους 5 εφήβους (59,6%) ανέφεραν ότι κατά το τελευταίο εξάμηνο από τη διεξαγωγή της έρευνας εκδήλωσαν τουλάχιστον 2 ψυχολογικά ή/και σωματικά συμπτώματα (πονοκέφαλο, πόνο στο στομάχι, πόνο στη μέση/πλάτη, ακεφιά, δυσθυμία, νευρικότητα, δυσκολία να αποκοιμηθούν ή/και ζαλάδα) τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα.
- Περισσότεροι από ένας στους 6 (17,1%) εφήβους αναφέρουν ότι νιώθουν μοναξιά ενώ παράλληλα χαμηλό, αλλά άξιο προσοχής ποσοστό (3,6%) αναφέρουν ότι νιώθουν απομονωμένοι από τους άλλους.
- Περισσότεροι από δύο στους 5 (42,8%) εφήβους έχουν συμπτώματα άγχους, νιώθουν δηλαδή νευρικοί, αγχωμένοι και «σε ένταση» και δεν μπορούν να σταματήσουν ή να ελέγξουν την ανησυχία τους.
- Περισσότεροι από ένας στους τρεις 15χρονους μαθητές (34,1%) αναφέρουν ότι έχουν σκεφτεί, έστω και μία φορά, να βλάψουν τον εαυτό τους ενώ ένας στους επτά (13,7%) απαντούν ότι έχουν κάνει έστω και μία απόπειρα αυτοκτονίας – με έναν στους 5 εξ
αυτών να έχει χρειαστεί ιατρική περίθαλψη. - Περισσότεροι από ένας στους 3 εφήβους (36,0%) απαντούν ότι η πανδημία του COVID-19 είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική τους υγεία, δύο στους 5 (42,1%) ότι ο αντίκτυπος ήταν ουδέτερος και ένας στους 5 (21,9%) ότι ο αντίκτυπος ήταν θετικός.
Ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα
Στην έρευνα του ΕΠΙΨΥ οι έφηβοι ρωτήθηκαν σχετικά με το εάν, και πόσο συχνά, εκδήλωσαν μια σειρά από ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα (ξεχωριστά για καθένα εκ των: πονοκέφαλο, πόνο στο στομάχι, πόνο στη μέση/πλάτη, ακεφιά, δυσθυμία (δηλαδή να θυμώνουν και να γκρινιάζουν εύκολα), νευρικότητα, δυσκολία να αποκοιμηθούν και ζαλάδα) το τελευταίο εξάμηνο πριν τη διεξαγωγή της έρευνας. Μπορούσαν να επιλέξουν για κάθε ένα σύμπτωμα μία από τις 5 επιλογές απάντησης από «Σχεδόν κάθε μέρα» έως «Σπάνια ή ποτέ».
Δείτε περισσότερα στοιχεία για την έρευνα αυτή εδώ.
Παγκόσμια έρευνα του ΠΟΥ για τους βίαιους καυγάδες και τον εκφοβισμό στους εφήβους στην Ελλάδα
Η επιθετικότητα αποτελεί ίδιον της εφηβείας και υπό προϋποθέσεις θεωρείται φυσιολογική. Η εμπλοκή σε βίαιους καυγάδες ωστόσο κι η συμμετοχή σε εκφοβισμό άλλων εφήβων, ιδιαίτερα όταν επαναλαμβάνονται, αποτελούν ένδειξη (ψυχο)κοινωνικής παθολογίας. Οι δε επιπτώσεις τους για τους εφήβους που εμπλέκονται -είτε από την μεριά του θύτη είτε/και από εκείνη του θύματος- είναι σημαντικές και παραμένουν κατά την ενηλικίωση.
Το 2022, πανελλήνιο αντιπροσωπευτικό δείγμα 6.250 μαθητών 11, 13 και 15 ετών που συμμετείχαν στη σχολική έρευνα του ΕΠΙΨΥ με τίτλο «Πανελλήνια Έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την Υγεία των Εφήβων-μαθητών» ρωτήθηκαν -
μεταξύ άλλων- για την ενδεχόμενη εμπλοκή τους σε βίαιους καυγάδες και σε περιστατικά εκφοβισμού (bullying) στο σχολείο ή ηλεκτρονικά (cyber-bullying), καθώς και για τα είδη εκφοβισμού. Τα ευρήματα παρουσιάζονται εδώ για το σύνολο των μαθητών και ξεχωριστά για τα φύλα, τις ηλικιακές ομάδες 11, 13 και 15 και το οικονομικό επίπεδο της οικογένειας (‘χαμηλό’, ‘μέσο’, ‘υψηλό’1 ), για το 2022 (πιο πρόσφατη έρευνα) και -όπου είναι διαθέσιμα- διαχρονικά, ανά τετραετία, για την 24ετία 1998-2022.2
Τα ποσοστά για τις παραπάνω συμπεριφορές σχολιάζονται και συγκριτικά με τον μέσο όρο των χωρών που -μαζί με την Ελλάδα- συμμετέχουν στο διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα HBSC/WHO.
Το 2022, μεταξύ των εφήβων ηλικίας 11, 13 και 15 ετών, στην Ελλάδα:
- Σχεδόν ένας στους 3 (30,7%) αναφέρει ότι εμπλακεί πρόσφατα (κατά τη διάρκεια των 12 μηνών πριν τη διεξαγωγή της έρευνας) σε βίαιο καυγά—για το 8,4% συνέβη τουλάχιστον 3 φορές κατά την ίδια περίοδο.
- Ένας στους 8 (12,1%) έχει ο/η ίδιος/ια πολύ πρόσφατα (τους τελευταίους 2 μήνες) συμμετάσχει σε εκφοβισμό κάποιου/ας άλλου/ης μαθητή/ριας στο σχολείο. Ένας στους 14 (7,1%) έκανε ηλεκτρονικό εκφοβισμό. Το 2,6% το επανέλαβαν τουλάχιστον 2 φορές το μήνα.
- Σχεδόν ένας στους 4 (22,1%) βίωσε πολύ πρόσφατα (τους τελευταίους 2 μήνες) εκφοβισμό στο σχολείο. Κατά την ίδια περίοδο θύμα ηλεκτρονικού εκφοβισμού υπήρξε ένας στους 10 (9,5%) εφήβους. Το 2,9% αναφέρουν ότι το παραπάνω συνέβη τουλάχιστον 2 φορές το μήνα.
- Το είδος του εκφοβισμού που οι έφηβοι αναφέρουν συχνότερα ότι βίωσαν ως θύματα είναι η διάδοση ψεμάτων και φημών (22,1%) και τα προσβλητικά/υποτιμητικά πειράγματα (22,0%), ενώ ακολουθούν ο αποκλεισμός από παρέες και δραστηριότητες (18,3%) και τα αστεία, σχόλια ή χειρονομίες σεξουαλικού περιεχομένου (13,1%). Σε χαμηλότερα ποσοστά αναφέρονται η χρήση σωματικής βίας (6,7%) και οι άσχημοι χαρακτηρισμοί για την εθνικότητα (7,5%) και τη θρησκεία (5,6%).
Δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώ.
Play Report 2024: Πόσο ευτυχισμένα νιώθουν τα παιδιά όταν παίζουν
Έρευνα που διεξήγαγε η ΙΚΕΑ μέσα στο 2024 σε συνεργασία με το Future Minds έδειξε το ρόλο του παιχνιδιού σήμερα, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια και σε σχέση με τα χρόνια που έπονται.
Στόχος της έρευνας ήταν να γίνουν αντιληπτές οι βαθύτερες πτυχές της ζωής των παιδιών, τα συναισθήματα τους, οι ανάγκες τους, οι συμπεριφορές και οι δραστηριότητές τους στο σπίτι – και πώς αυτά επηρεάζουν το παιχνίδι, την ευτυχία και την ευεξία τους.
Τι έδειξε η έρευνα;
- Το 51% των παιδιών είναι ευχαριστημένα με το χρόνο που έχουν διαθέσιμο για παιχνίδι
- Το 90% των παιδιών λένε ότι πάντα ή μερικές φορές αισθάνονται πιο ευτυχισμένα όταν παίζουν
- Το 51% των γονιών περνάει περισσότερο χρόνο παίζοντας με τα παιδιά τους τώρα απ’ ότι πριν λίγα χρόνια
- Το 95% των γονιών λένε ότι η ευτυχία του παιδιού τους συνδέεται στενά ή σχετικά στενά με το πόσο πολύ ή το πόσο συχνά παίζει
Από τα στοιχεία φαίνεται λοιπόν ότι τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά αντιλαμβάνονται το παιχνίδι ως ένα μονοπάτι για να προχωρήσουν προς τα εμπρός, ως το κλειδί για να ξεφύγουν από την πίεση και το άγχος και να αυξήσουν την ευτυχία και την ευεξία.
Έρευνα του Υπουργείου Υγείας και της UNICEF για την Παιδική Παχυσαρκία
Το Γραφείο της UNICEF στην Ελλάδα και το Υπουργείο Υγείας διεξήγαγαν έρευνα μέσα στο πλαίσιο της Εθνικής Δράσης κατά της Παιδικής Παχυσαρκίας από την MARC και τα ευρήματά έδειξαν ότι:
- 1 στα 4 παιδιά δεν τρώει πρωινό κάθε μέρα ενώ η καθημερινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών μειώνεται δραστικά με την ηλικία.
- Μόλις το 20,3% των γονέων θεωρούν ότι το παιδί τους είναι υπέρβαρο ενώ δύο στους τρεις γονείς αξιολογούν ως κανονικό το βάρος των παιδιών τους.
- Μόνο το 20,6% των εφήβων (15-17 ετών) και το 34,1% στο σύνολο του δείγματος- ασκείται καθημερινά για τουλάχιστον μία ώρα. Η σωματική άσκηση της πλειοψηφίας των παιδιών και εφήβων στην χώρα μας είναι μη επαρκής λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις του ΠΟΥ για τουλάχιστον 60 λεπτά κίνησης μέτριας προς υψηλής έντασης ημερησίως.
- Τα παιδιά αφιερώνουν κατά μέσο όρο 2,4 ώρες την ημέρα σε δραστηριότητες με οθόνες εκτός εκπαίδευσης, φτάνοντας έως και τις 3 ώρες στους εφήβους.
- Μόνο το 28,4% των γονέων δηλώνει πλήρως ενημερωμένο για τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με τη σωματική δραστηριότητα των παιδιών.
Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα
Σύμφωνα με παγκόσμια στοιχεία που ελήφθησαν από τον ΠΟΥ, το 2022, 37 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα, ενώ πάνω από 390 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι ηλικίας 5 - 19 ετών ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Όσον αφορά την Ευρώπη, στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Περιφερειακή Έκθεση Παχυσαρκίας του ΠΟΥ, αποκάλυψαν ότι:
1 στα 3 παιδιά ζούσαν με υπερβολικό βάρος το 2022, ενώ συνολικά 17 εκατομμύρια αγόρια και 11 εκατομμύρια κορίτσια ηλικίας 5-19 ετών, θα ζουν με παχυσαρκία στην περιοχή έως το 2035.
Στην Ευρώπη, η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων (2-14 ετών), με τα περισσότερα υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά να είναι στις ηλικίες 5 έως 7 ετών. Πιο συγκεκριμένα:
- 13,6% των παιδιών 0-5 ετών
- 37,5% παιδιών/εφήβων 2-14 ετών
- 43% των παιδιών 5-7 ετών
Οι πολίτες μπορούν να ενημερωθούν για την Εθνική Δράση στο https://paxisarkiakaipaidi.gov.gr, και σύντομα μέσω μιας νέας υπηρεσίας app, γονείς, παιδιά και έφηβοι θα μπορούν να κάνουν σχεδιασμένα βήματα προς έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής.
Έρευνα για το παιδί και την ανάγνωση
Η έρευνα αυτή, έχει ως αντικείμενο τη σχέση που διατηρούν τα παιδιά με την ανάγνωση. Βασικό αντικείμενο της έρευνας «Παιδί και ανάγνωση» υπήρξε το να καταστεί σαφές πώς παράγεται πρακτικά η οικεία σχέση με την ανάγνωση, πώς μαθαίνει ουσιαστικά και πρακτικά κανείς να αγαπά την ανάγνωση, προκειμένου όλοι οι φορείς που έχουν αποστολή ή στόχο να επιχειρήσουν, στο πλαίσιο της λειτουργίας τους, να την παράγουν, να το πράξουν συστηματικά και αποτελεσματικά.
Η ποσοτική έρευνα βασίστηκε σε 500 ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από γονείς οικογενειών προερχόμενων από διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες. Σε μια προσπάθεια να προκύψει κοινωνική ποικιλομορφία, η οποία θα αποκρυσταλλώνει τη σχέση του παιδιού, και κατά συνέπεια την ευρύτερη πολιτισμική κουλτούρα της οικογένειας, με την ανάγνωση, όπως αυτή εκφράζεται διαφοροποιημένα ανά κοινωνική κατηγορία, επιχειρήσαμε να ανιχνεύσουμε παράγοντες, οι οποίοι θα εξυπηρετούσαν τον παραπάνω στόχο και παράλληλα θα διευκόλυναν και πρακτικά την οργάνωση της έρευνας.
Μερικά στοιχεία της έρευνας:
Η ηλικία του παιδιού (6-7 ετών/8-10 ετών/11-12 ετών) εμφανίζεται να συμβάλλει στη συχνότητα της αναγνωστικής πρακτικής.
Ως προς το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, η έρευνα έδειξε ότι υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ αυτού και των στάσεων και πρακτικών των γονέων. Με βάση τα ευρήματα φαίνεται να ισχύουν τα εξής:
Τα παιδιά γονέων με ανώτερη μόρφωση έχουν πιο στενή σχέση με την ανάγνωση καθώς διαβάζουν:
- περισσότερα βιβλία (το 25,4% διαβάζει πάνω από δέκα βιβλία τον χρόνο)
- περισσότερη παιδική λογοτεχνία (46,1% έναντι 40,6%)
- δανείζονται πιο συχνά βιβλία από φίλους ή συγγενείς (38% έναντι 25%)
- εγγράφονται πιο συχνά ως συνδρομητές σε παιδικά περιοδικά (11,2% έναντι 3,9%)
- βλέπουν περισσότερο τους γονείς τους να διαβάζουν (82,8% έναντι 72,9%)
- εκτίθενται λιγότερο στην τηλεόραση (το 78,1% εκτίθεται λιγότερο από μία ώρα έναντι του 56,8%), και σε λοιπές οθόνες (το 63,1% εκτίθεται λιγότερο από μία ώρα έναντι του 49,7%).
Επίσης, οι γονείς με ανώτερη μόρφωση αγοράζουν βιβλία στα παιδιά τους (2,75 έναντι 2,42), μιλούν περισσότερο μαζί τους γι’ αυτά (2,73 έναντι 2,48), τους διαβάζουν ιστορίες και παραμύθια σε εντονότερο βαθμό (2,79 έναντι 2,47), ενώ τους επιτρέπουν και να διαβάζουν βιβλία που είναι για μεγαλύτερες ή μικρότερες ηλικίες (2,43 έναντι 2,04)
Τα ποσοστά προτίμησης στην παιδική λογοτεχνία επηρεάζονται από την ηλικία του παιδιού:
- από 30.2% στα παιδιά 6-7 ετών και
- 56.2% στα παιδιά 11-12 ετών
Τα παιδιά 8-10 ετών διαβάζουν περισσότερα κόμικς (16.1%) σε σύγκριση με τις άλλες ηλικίες, ενώ διαβάζουν σε μικρότερο βαθμό βιβλία με ασκήσεις (2%).
Όσο πιο μεγάλο είναι το παιδί τόσο φαίνεται να αυξάνεται και η προτίμησή του σε πιο εναλλακτικά είδη βιβλίου, καθώς η κατηγορία «άλλο» από 2.7% στα παιδιά ηλικίας 6-7 ετών ανέρχεται στο 9.5% στα παιδιά που προσεγγίζουν την εφηβεία.
Σύμφωνα με τους γονείς, όσο μεγαλύτερο είναι ένα παιδί τόσο λιγότερο διαβάζει βιβλία πλην των σχολικών για διασκέδαση. Πιο συγκεκριμένα:
- 68.7% στα παιδιά 6-7 ετών
- 45.7% για τα παιδιά 11-12 ετών
Επίσης, φθίνει και το ποσοστό των γονέων που πιστεύει ότι το παιδί διαβάζει από περιέργεια, καθώς από 14.3% στις μικρές ηλικίες πέφτει στο 12.5% στις
μεσαίες.
Όσο μεγαλώνει το παιδί, τόσο περισσότερες ώρες εκτίθεται σε οθόνες. Το σχετικό ποσοστό εκκινεί από 2.7% στις μικρές ηλικίες, γίνεται 4% στις μεσαίες και φτάνει το 10.5% στις ηλικίες 11-12 ετών. Ομοίως αυξάνεται και το ποσοστό των παιδιών που εκτίθεται σε οθόνες από μία έως τρεις ώρες, καθώς σε αυτήν την κατηγορία ανήκει το 19.5% της πρώτης κατηγορίας παιδιών, το 38.3% της δεύτερης και το 54.3% της τρίτης. Παράλληλα, ενώ τα παιδιά 6-7 ετών εκτίθενται σε οθόνες λιγότερο από μία ώρα κατά 77.9%, τα παιδιά 11-12 ετών πράττουν αντίστοιχα μόνο κατά 35.2%.
Το παιδί που εμπλέκεται σταθερά και συστηματικά στην αναγνωστική πρακτική αρχίζει να κατανοεί τον κόσμο της ανάγνωσης σιγά-σιγά, πολύ καλά, κατά μία έννοια τον βιώνει ως αυτονόητο κόσμο.
Δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώκαι τη σύνοψη της έρευνας εδώ.