«Η μάνα μου μια Άγια γυναίκα»-Αποσπάσματα Ελλήνων συγγραφέων για τις μητέρες τους
Η αγάπη της μάνας, απέραντη, ανιδιοτελής, ακούραστη, αγνή, μεγαλόψυχη. Ποτέ δεν την επηρέασαν οι συνθήκες, οι περιστάσεις ή οι εποχές γιατί πάντα μια μάνα αγαπά χωρίς όρια και χωρίς ανταπόδοση.
Αυτή τη μάνα περιγράφουν και υμνούν οι Έλληνες συγγραφείς σε αποσπάσματα και ποιήματά τους. Πολλοί είναι εκείνοι που αναφέρονται με συγκινητικά λόγια στην αγάπη της μάνας. Αποσπάσματα και ποιήματα που είναι αφιερωμένα στις μανάδες του χθες και του σήμερα.
Νικος Καζαντζάκης (Αναφορά στον Γκρέκο, Απόσπασμα)
Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή, με όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα.
Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες.Είχαν γίνει πάππου προς πάππου ένα μαζί της.
Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους,την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους....
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη.
Πηγαινοερχόταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, και όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Μπορεί και να ‘ναι νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά...
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο.καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι,σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα,
κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο,
ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού...
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Το τραγούδι της μάνας)
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
-Τραγούδα το σιγά-
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
Κατὰ τὸ Καρπενήσι...
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
Λαμπάδιαζε στὴ δύση.
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
-Τραγούδα το σιγά-
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
Καὶ σὰν ἀχνὸς ἐχάθη...
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
Τ᾿ ἀργοταξιδεμένο
Ἀπάνου ἀπὸ τὴ κούνια μου
-Τραγούδα το σιγά-
Ἀπάνω ἀπὸ τὴ κούνια μου
Ἀρμένισε κι ἐστάθη
Βαριὰ φουρτουνιασμένο..
Γιάννης Ρίτσος (Ορέστης, Απόσπασμα)
Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή-
μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια
ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:
«μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο,»
ή: » ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος»,
ή: «θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες»,
ή: «μου διαφεύγει μια νότα από την ευωδιά της νύχτας», και γελάει,
ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει-
Αυτή η βαθειά της κατανόηση κ’ η τρυφερή της επιείκεια
για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση) – τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα
μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνεια της,
αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,
με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβε
την κρεμαστή λάμπα της τραπεζαρίας, κ’ είταν εκεί φωτισμένη απ’ τα κάτω,
μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό στο εύγραμμο πηγούνι της
και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο
σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν
σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει
μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,
μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει
τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο-
Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση
ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της – πάντα φοβόμουνα
μήπως χαθεί μέσα απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα – όταν έσκυβε
να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απέξω τα υπέροχα,
βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε
τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη
με μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική και ανάλαφρη
σα να μετακινούσε τρία τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα νάβαζε να φιληθούν δυό μαργαρίτες πλάι στην κρήνη
ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργικά δυό σκυλιά
να κάνουν έρωτα καταμεσίς του σκονισμένου δρόμου
σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι. Τόσο απλή και πειστική είταν η μητέρα
και δυνατή μαζί, επιβλητική κι ανεξερεύνητη.
Γεράσιμος Μαρκοράς (Μάνα)
Μάνα! Δεν βρίσκεται λέξη καμία
να’ χει στον ήχο της τόση αρμονία,
σαν ποιός να σ’ άκουσε με στήθος κρύο,
όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο που τ’ αγκαλιάζει
και Μάνα! κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας, Μάνα μου! λέει,
Μάνα! και κλαίει.
Της νιότης φεύγουνε τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του, σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.
Και πριν την ύστερη πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται τα κρύα του χείλη,
και με το Μάνα μου! πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.
Μαρία Πολυδούρη (Μητέρα μου)
Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει...
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.
Μιχάλης Γκανάς
Κοιτάζει τα χέρια της. Πως έγιναν έτσι; Που βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της – όποτε τύχαινε, μια στις τόσες – κι ακούσει τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της – πού τα ‘μαθες αυτά μωρέ γυναίκα;
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, έτσι που κάθονται ανενεργά πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει. Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα, στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά.
Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή. Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω απ’ την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στη περούκα της διπλανής που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιός της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της;
Τόσα χρόνια δε γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, ασ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι.
Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται γριά γυναίκα να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξεπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μεσα στο άλλο, «Κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
Γεωργίου Βερίτη (Μάνα γλυκυτάτη, Απαντα ΠΟΙΗΜΑΤΑ)
Θέ μου, να κάμω σε Σένα θερμή προσευχή!
Θέ μου, η αγάπη Σου ας είν΄ πιο βαθιά, πιο γλυκιά για τη Μάνα!
Μέσα της κάμε ν΄ απλώνεται πάντα η δική Σου γαλήνη,
και στις πληγές της καρδιάς της η χάρη Σου βάλσαμο ας γίνη.
Μάνα γλυκύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα!
δε σε θαμπώνουν απάτες εσένα κι΄ονείρατα πλάνα.
Πάνω στο χρέος ακοίμητη εσύ, νύχτα - μέρα σκυμμένη,
τ΄άπειρο ακούς μέσ΄τα χάη μια - μια τις στιγμές να σημαίνη.
Τόσο η ψυχή σου είν΄απλή, που μιλά με τ΄αμίλητα πλάσματα,
κι ούτε γελιέσαι ποτέ μ΄όσα φτιάνει το ψέμα φαντάσματα.
Μάνα, η στοργή σου μεγάλη κι΄απέραντη όσο η πλάση!
Ποιός θα μπορέση ως βαθιά την καρδιά σου ποτέ να διαβάση;
Μάνα, η στοργή σου πασίχαρη σαν τις αχτίδες του ήλιου,
μέσ΄στη χαρά του χρυσού προσκαλεί μαγικού σου βασίλειου.
Πώς με βελούδινα δάχτυλ΄αγγίζεις τους πόνους μας και τους γλυκαίνεις
Μάνα γλυκύτατη, όλα τα βάσανα συ τ΄απαλαίνεις!
Πάνω απ΄το λίκνο μας σκύβοντας, άγγελε - ώ τη χαρά σου!
τα μεταξένια σου απλώνεις φτερά, τα μεγάλα φτερά σου.
΄Ω το γλυκό, τρυφερό σου, μανούλα, κι΄ολόθερμο φίλημα,
στου βρεφικού μας ονείρου τ΄αθώο κι΄απλό παραμίλημα!
΄Ω, πώς πονάς όταν βλέπεις εμάς στο κρεββάτι του πόνου,
και στους δικούς μας κινδύνους, καλή, πόσα φίδια σε ζώνουν!
Πόσες φορές σου τρυπάμε, φτωχή, την καρδιά με μαχαίρι,
και πόσες άλλες σηκώσαμε απάνω σου βέβηλο χέρι!
Πόσες φορές σ΄ανεβάσαμε απάνω σε ξύλον οδύνης,
δίχως εσύ και μια λέξη πικρή παραπόνου ν΄αφήνης!
Κ΄ώ, πόσες άλλες φορές στου φρικτού Γολγοθά μας τα σκότη
μόνη σου κλαις, σ΄ένα θρήνο βουβό, τη χαμένη μας νιότη!
΄Ολα μας ταμαθες, Μάνα γλυκύτατη, ατίμητη Μάνα,
και με της Πίστης μας τ΄άγιο μας έθρεψες κ΄άφθαρτο μάννα.
΄Ενα κομμάτι χτυσάφι μας έκρυψες μέσα βαθιά μας,
να μπουμπουκιάσουν οι ανθοί λαχταράς του καλού στην καρδιά μας.
Μάνα! πού βρήκες την τόση στοργή, την αγάπη την τόση;
Μέσ΄στην ψυχή σου απ΄το χέρι του Πλάστη μας έχει φυτρώσει!
Μάνα, που πήρες απ΄ όλα τα πλάσματ΄ ανώτερο θρόνο,
άφθαρτη μένει κι΄ ανέγγιχτ' η δόξα σου μέσα στο χρόνο.
Μεσ΄στην αγκάλη σου, ώ θαύμα! κρατάς το Θεό μας, Μητέρα,
κι΄ είσαι απ΄τη γη κι΄απ΄τους κόσμους των άστρων, εσύ, ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ!!!