«Γιαγιά και παππού, σας ευχαριστώ για όλα»
1η Οκτωβρίου σήμερα και οι ηλικιωμένοι σε κάθε άκρη της γης, έχουν την τιμητική τους.
Από το 1990, η πρώτη μέρα του Οκτωβρίου είναι και επίσημα μία ημέρα αφιερωμένη στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Μία τέτοια ημέρα λοιπόν, δεν θα μπορούσαμε να μην σκεφτούμε τις γιαγιάδες μας και τους παππούδες μας, τους δεύτερους γονείς μας, που γέμισαν τα παιδικά μας χρόνια με όμορφες στιγμές και αναμνήσεις.
«Του παιδιού μου το παιδί, είναι δύο φορές παιδί μου» λέει ο σοφός λαός και είναι πέρα για πέρα αληθές. Η αγάπη της γιαγιάς και του παππού είναι διαφορετική από αυτή της μάνας. Είναι πιο γλυκιά, πιο ήρεμη… Δύσκολα μπορούμε να την περιγράψουμε με λόγια, αλλά θα λέγαμε ότι μοιάζει με μία μεγάλη, τεράστια αγκαλιά.
Από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε στον κόσμο, ήταν εκεί. Όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα και είπαμε τις πρώτες μας λέξεις, στα γενέθλια, στα διάφορα ατυχήματα που σπαράζαμε στα κλάματα, στους πρώτους βαθμούς, παντού. Φιγούρες που υπήρχαν στη ζωή μας από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας και που πάντα είχαμε δεδομένες. Δεν είναι όμως έτσι.
Όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι τη γιαγιά μου να στέκεται δίπλα μου όσο περίμενα το σχολικό. Θυμάμαι να με περιμένει να γυρίσω από το σχολείο και να μου ετοιμάζει μελάτο αυγό με ψωμί. Ακόμα αντηχεί στα αυτά μου ο ήχος που έκανε το κουτάλι όταν ανακάτευε το αυγό. Θυμάμαι το γλυκό του ψυγείου που ετοίμαζε πάντα τα καλοκαίρια, και την αφράτη πάστα-φλώρα κάθε χειμώνα. Θυμάμαι να μου μαθαίνει να ράβω και να ζωγραφίζω. Θυμάμαι να μου λέει ιστορίες από τα δικά της παιδικά χρόνια. Για τον πόλεμο, την κατοχή, για όλα όσα έχουν δει τα μάτια της. Πόσα πράγματα θυμάμαι. Τότε φυσικά, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι εκείνες οι στιγμές θα γίνονταν όμορφες αναμνήσεις.
Θυμάμαι και την άλλη μου γιαγιά, στο χωριό. Να με παίρνει μαζί στα χωράφια, να ταΐζουμε τις κότες και τα κουνέλια, τότε που εγώ ακόμη φοβόμουν και να τα πλησιάσω, να φτιάχνουμε τη ζύμη για τα περίφημα τυροπιτάκια και χορτοπιτάκια της. Να καθόμαστε τα καλοκαίρια στη βεράντα δίπλα στην εκκλησία του χωριού και να λέει ιστορίες από τους γονείς και τους δικούς της παππούδες. Θυμάμαι να κάνουμε βόλτα στο χωριό και να επισκεπτόμαστε τις συννυφάδες και τους αδερφούς της. Θυμάμαι τα βράδια που έμενα στο χωρίο να μπαίνει στο δωμάτιο και να λέει «καληνύχτα» με αυτή τη μελωδικότητα που έχει η κρητική προφορά.
Οι δύο μου παππούδες δυστυχώς έφυγαν από τη ζωή όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρή. Οι αναμνήσεις μου από αυτούς είναι ελάχιστες, έχω ακούσει όμως τόσα, που νιώθω σαν να τους γνώρισα.
Σήμερα, η μία μου γιαγιά σε λίγες μέρες θα γιορτάσει τα 91α γενέθλιά της. Όποτε πηγαίνω στην Κρήτη, τα γλυκά της και η κούπα με τον ελληνικό καφέ με περιμένουν. Καθόμαστε, ανοίγει πάλι το συρτάρι των αναμνήσεων και εγώ την ακούω συνεπαρμένη. Είναι φοβερό ότι πάντα υπάρχει μία ακόμα ιστορία που δεν μου έχει πει. Και η άλλη μου γιαγιά όμως, συνεχίζει να πηγαίνει στα χωράφια, να φτιάχνει τα πεντανόστιμα παραδοσιακά φαγητά της και να μας λέει ιστορίες για γνωστούς και αγνώστους. Σε μερικούς μήνες θα γίνει 84, αλλά στα μάτια μου είναι ίδια τόσα χρόνια.
Γιατί γράφω όλα τα παραπάνω; Γιατί αν δεν το κάνουμε κάθε μέρα, τουλάχιστον σήμερα, ας αφιερώσουμε λίγο από το χρόνο μας να σκεφτούμε αυτούς τους ανθρώπους. Τις όμορφες αναμνήσεις που μας έχουν χαρίσει και όλα όσα έχουν κάνει για εμάς στη ζωή μας.
Ας τους κάνουμε μία αγκαλιά, ας τους δώσουμε ένα φιλί ή έστω ας τους πάρουμε ένα τηλέφωνο. Ας τους πούμε: