Το παραμύθι της εβδομάδας: Μαλλιά, κουβάρια, κοκαλάκια!
Απελπισία. Κάθε πρωί, η ίδια φάση. Η Χαρά δεν την αντέχει. Κι όμως την περνάει και την ξαναπερνάει. Πέντε μέρες την εβδομάδα. Αυτό, για τα πρωινά μόνο.
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Γιατί υπάρχουν και απογεύματα που πάλι την περνάει τη φάση. Ποια φάση; Αυτή που λέει η μαμά «φτιάξε τα μαλλιά σου» και η Χαρά δεν θέλει να τα φτιάξει και η μαμά .... "αναλαμβάνει δράση" και της τα φτιάχνει εκείνη. Όπως τα θέλει.
Η Χαρά είναι ένα "κανονικό" κορίτσι. Πώς είναι αυτά; Ε, να, τους αρέσουν τα φορέματα, οι φούστες, οι φιόγκοι, τα κορδελάκια. Σε όλες τις πιθανές κι απίθανες αποχρώσεις του ροζ. Με προσθήκη σε συναφή χρώματα, λιλά, φούξια, κουφετί, λευκό. Επίσης, στα "κανονικά" κορίτσια αρέσει οτιδήποτε έχει γεύση φράουλα. Από τσίχλα μέχρι κούκλα.
Μέχρι εκεί όμως. Κι επειδή κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, η Χαρά διαφέρει από τα "κανονικά" κορίτσια σε ένα και μοναδικό πράγμα: δεν της αρέσει να "στολίζει" τα μαλλιά της με διάφορα. Ούτε κοκαλάκια, ούτε τσιμπιδάκια, ούτε στέκες και κορδέλες. Τίποτε που να τη σφίγγει ή να τη γδέρνει ή και τα δύο μαζί. Δεν τα ανέχεται και αυτά, λες και το καταλαβαίνουν, δεν της κάνουν το χατίρι να καθίσουν στη θέση τους παραπάνω από δέκα λεπτά!
Κι αυτό ακριβώς είναι που έχει δημιουργήσει μερικά προβληματάκια....
Γεγονός είναι πως τα μαλλιά της Χαράς, είναι υπέροχα. Από μόνα τους. Δεν χρειάζονται κάτι, ότι κι αν είναι αυτό, για να δείξουν ομορφότερα. Μεσαίο μήκος, μαύρα, γερά, καλοφροντισμένα. Γιατί λοιπόν να πρέπει να τα ... "φτιάξει" όπως λέει η μαμά;
«Χαρά μου», έλεγε η μαμά κάθε μέρα, και τόσες πολλές φορές μέσα στην ημέρα που η Χαρά αναρωτιόταν αν έχει τίποτε άλλο να κάνει η μαμά, «βάλε μία στεκούλα, μία κορδελίτσα, να πάνε πίσω τα μαλλάκια σου! Να φαίνονται τα μαγουλάκια σου τα ρόδινα!»
Πιο παλιά, η Χαρά έκανε ένα σωρό ερωτήσεις «γιατί να βάλω στέκα αφού με πονάει» και «γιατί να πάνε πίσω τα μαλλιά μου αφού έτσι θα κρυώνει ο λαιμός μου», και κατέληγαν να έχουν με τη μαμά έναν ωραιότατο καβγά. Που, κι αυτός με τη σειρά του, κατέληγε στο να φτιάξει η Χαρά τελικώς τα μαλλιά της όπως τα ήθελε η μαμά – τσάμπα καβγάς δηλαδή!
Μεγαλώνοντας όμως, η Χαρά σκέφτηκε ότι δεν αξίζει να χαλάει και πολύ τη ζαχαρένια της για ένα τέτοιο θέμα. Κι έτσι, μόλις η μαμά έκανε τη σχετική παρατήρηση, έβαζε στα μαλλιά της ό,τι βρισκόταν πρόχειρο, είτε της άρεσε είτε όχι. Τέρμα οι συζητήσεις. Και μόλις η μαμά καταπιανόταν με κάτι άλλο, αυτό που είχε στερεωθεί στα μαλλιά της Χαράς ξανάβρισκε τη θέση του σε κάποιο συρτάρι.
Όσο η Χαρά ήθελε να έχει ελεύθερα τα μαλλιά της, τόσο η μαμά της αγόραζε καινούριες στέκες, κοκαλάκια και λαστιχάκια. Σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ, με όλες τις αγαπημένες ηρωίδες της, με φιόγκους, στράς, χρυσόσκονη. Στο τέλος, επιστρατεύτηκαν δυο μεγάλα κουτιά, για να μπαίνουν μέσα όλα αυτά τα αντιπαθητικά πράγματα, και να μην γυρνοβολάνε σε ολόκληρο το σπίτι, κάνοντας τα νεύρα και των δύο τους κρόσια!
«Καλό μου κοριτσάκι, δες τι όμορφα θα σου πηγαίνει αυτός ο φιόγκος!». Η μαμά έδειχνε το καινούριο της απόκτημα με καμάρι. Η Χαρά, περισσότερο από τα στρας, τα φτερά και τα πούπουλα, σιχαινόταν τους φιόγκους. «Αχ, μαμά...» κατάφερε να πει. «Αφού ξέρεις πως όλα αυτά με ενοχλούν να τα έχω στο κεφάλι μου! Γιατί μου αγοράζεις συνέχεια τέτοια πράγματα;»
«Μα, για δες εδώ, αν τα μάζευες από τη μία μεριά, λοξά, δεν θα ήταν πρωτότυπο;» Η μαμά έχει την δική της ξεροκεφαλιά μερικές φορές – το λέει κι η γιαγιά αυτό!
«Δεν μπορούσες να μου αγοράσεις ένα βιβλίο;»
«Και πώς θα διαβάσεις παιδί μου με τα μαλλιά μέσα στη μούρη; Που δεν θα βλέπεις καθόλου; Μάζεψέ τα και μετά διάβασε όσο θες!»
«Δεν αρκεί που τα βάζω πίσω από το αυτί μου;» Η Χαρά πάντως, πήγε στον καθρέφτη του μπάνιου και κοτσάρισε κουτσά – στραβά κι ανάποδα το φιόγκο. Χάλια ήτανε. Αλλά και πώς να τα βάλει με τη μαμά;
«Δύο πράγματα δεν μπορείς να κάνεις με μια μητέρα: το ένα είναι να φιλονικήσεις μαζί της χωρίς να στεναχωρηθείς – γιατί στο τέλος πάντα το μετανιώνεις όταν μιλάς άσχημα – και το άλλο να καταφέρεις να περάσει το δικό σου. Οι μαμάδες είναι μερικές φορές όντα από άλλον πλανήτη!» της είπε η φίλη της η Βάγια όταν τηλεφωνήθηκαν αργότερα. Το τηλεφώνημα αρχικώς έγινε γιατί η Βάγια είχε μία απορία στα μαθηματικά. Αλλά, η απορία λύθηκε στα σβέλτα και οι δύο φίλες ασχολήθηκαν διεξοδικά με το πρόβλημα της Χαράς. Που ήταν, ομολογουμένως, πολύ σοβαρότερο από μιαν απλή εξίσωση!
«Γιατί δεν της λες πως δεν σου αρέσει να βάζεις όλα αυτά στα μαλλιά σου;»
«Άσε με Βάγια μου, μια φορά το έχω πει μόνο; Αλλά η μαμά μου εκεί, θέλει ντε και καλά να με κάνει να νιώθω λέει όμορφη! Από τα κοτσιδάκια φαίνεται η ομορφιά δηλαδή;»
«Όχι, η ομορφιά δεν μετριέται έτσι, αλλά στις μαμάδες αρέσει να βλέπουν τις κόρες τους όπως ήταν εκείνες μικρές! Τουλάχιστον, έχω ακούσει τη δική μου να το λέει αυτό μερικές φορές, οπότε γιατί να μην ισχύει και για την δική σου;» Η Βάγια ήταν εξαιρετική στις προφορικές αναλύσεις – ίσως γι' αυτό ήταν ψιλο-κουμπούρι στα μαθηματικά και χρειαζόταν πολύ συχνά τη βοήθεια της Χαράς.
«Γι' αυτό σου αγοράζει κι εσένα τις φούστες με τα βολάν; Επειδή θα τις φορούσε εκείνη παλιά;»
«Ααα.... Δεν το είχα σκεφτεί! Και μου είναι τόσο αντιπαθητικές.... Δε μου πάνε και πολύ, σωστά;» ρώτησε η Βάγια.
«Δεν σου πάνε. Εμένα μου αρέσεις με τα τζην. Δεν της το έχεις πει να μη σου τις παίρνει;»
«Δεν ήθελα να την κακοκαρδίσω ...». Η Βάγια κατάπιε τα λόγια της. Γιατί θα έπρεπε να έχει μιλήσει στη μαμά της αλλά δεν το έκανε, την άφησε στην πλάνη της ότι οι φούστες με βολάν είναι – τουλάχιστον – υπέροχες.
«Ε, να, κι εγώ γι' αυτό δεν πιάνω τα κοκαλοτσιμπιδοστεκάκια να τα πετάξω στα σκουπίδια! Για να μην την κακοκαρδίσω».
Κι αφού και οι δύο δεν κατάφεραν να βρουν με ποιον τρόπο η Χαρά θα απαλλασσόταν από τα μισητά στολίδια των μαλλιών της, έκλεισαν το τηλέφωνο. Της Χαράς όμως, της είχε κολλήσει να βρει μια κάποια λύση.
«Θα της πω να τα φορώ μόνο όταν βγαίνω μαζί της!» Αυτή ήταν η αρχική σκέψη. Αλλά μετά η Χαρά κατάλαβε πως τις περισσότερες φορές που πήγαινε κάπου με τη μαμά, ήταν ... σε δικούς της φίλους και υποχρεώσεις! Άρα, αν το έκανε αυτό, οι φίλες της θα την έβλεπαν να φορά όλα εκείνα που αντιπαθούσε. Η σκέψη αυτή απορρίφθηκε αμέσως. Καλά να φορά κορδέλες στα μαλλιά όταν πηγαίνουν επισκέψεις στη γιαγιά και τις θείες, να τα φορά κι όταν θα πηγαίνει σινεμά με φίλες; Αποκλείεται!
Λίγη ώρα όμως μετά, κι αφού είχε εξετάσει κάθε πιθανό σενάριο, η Χαρά σκέφτηκε κάτι που η μαμά δεν θα μπορούσε ν' αρνηθεί και που ίσως τελικά της έλυνε το πρόβλημα. Αυτό που ήθελε ήταν να καταλάβει η μαμά της πόσο δυσανασχετεί όταν βάζει κάτι στα μαλλιά της. Οι τρίχες μπερδεύονται με κάποιο κούμπωμα, τα "δοντάκια" της στέκας της γδέρνουν το δέρμα, οι φιόγκοι τη βαραίνουν. Και ποιος θα ήταν ο τρόπος; «Μα, πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα! Πρέπει να φορέσει μερικά από αυτά τα βασανιστικά μπιχλιμπίδια και η μαμά!». Νόμιζε πως είχε την καλύτερη ιδέα.
«Μαμά!» Εμφανίστηκε στην κουζίνα κι είχε πάρει το πιο "αποφασιστικό" ύφος που μπορούσε να καταφέρει.
«Ναι, καλή μου;»
«Ξέρεις, δεν θέλω να διαφωνούμε συνέχεια για τα μαλλιά μου. Εμένα μου αρέσουν όπως είναι, εσένα σου αρέσουν ... "στολισμένα". Θέλεις να δοκιμάσουμε να βρούμε μία λύση;»
Η μαμά την κοίταξε δύσπιστα, αλλά την ενθάρρυνε να συνεχίσει. «Πώς θα το κάνουμε αυτό γλυκιά μου;»
«Όλοι λένε ότι σου μοιάζω. Ε, λέω κι εγώ, από αύριο να με χτενίζεις όπως θες, να μου βάζεις φιόγκους, κοκαλάκια, ότι είναι απαραίτητο τέλος πάντων!»
«Αλήθεια;» η μαμά γελούσε ολόκληρη.
«Αλλά, μαμά, θα φοράς κι εσύ κάτι στα μαλλιά σου! Κοτσίδα εγώ, κοτσίδα εσύ, στέκα εγώ, στέκα εσύ. Θα μοιάζουμε περισσότερο έτσι! Θα είμαστε όμορφες και οι δύο!» Τώρα το "αποφασιστικό" ύφος της Χαράς έγινε "ύφος θριάμβου". Η μαμά δεν μπορούσε να της αρνηθεί!
Κι η μαμά το κατάλαβε αυτό. Τι να της πει δηλαδή; «όχι καλή μου, οι στέκες και τα κοκαλάκια δεν είναι για τις μαμάδες;». Δε γίνεται. Κανονικά όμως θα ήθελε να βάλει τις φωνές «πώς θα εμφανιστώ στο γραφείο έτσι;». Δεν το έκανε όμως.
«Ωραία, τότε» η μαμά είχε χάσει το μισό της χαμόγελο «θα σηκωνόμαστε το πρωί δέκα λεπτά νωρίτερα και θα φτιάχνουμε η μία στην άλλη όμορφα χτενίσματα!»
Η Χαρά έτρεξε να μοιραστεί τον ενθουσιασμό της με τη Βάγια. Και να καταστρώσουν μαζί – τηλεφωνικώς! – το "μεγάλο σχέδιο της Χαράς".
Η εβδομάδα λοιπόν η επόμενη πέρασε λίγο διαφορετική από ότι την περίμεναν και η μαμά και η Χαρά. Για τη Χαρά, το να ξυπνήσει νωρίτερα το πρωί ήταν ένα ακόμη βασανιστήριο. Αλλά το δεχόταν με την καλύτερή της διάθεση. Η μαμά πάλι, πίστευε πως στο τέλος της εβδομάδας θα είχε συνηθίσει η κόρη της τα κοκαλάκια και πλέον θα τα φορούσε χωρίς διαμαρτυρία.
Η Χαρά έκανε στη μαμά της μια εξαιρετική γαλλική κοτσίδα το πρωί της Παρασκευής. Το προηγούμενο απόγευμα είχε δει τη μαμά να τρίβει το κεφάλι της εκεί που ήταν στερεωμένη ολημερίς μια στέκα – έντονη ροζ με ένα μεγάλο άσπρο λουλούδι που η μαμά ανατρίχιασε όταν την είδε αλλά αναγκάστηκε να κρατήσει τη συμφωνία τους. Πήγε στο γραφείο με ψηλά το κεφάλι αλλά γύρισε από εκεί με τους ίδιους πόνους πίσω από τα αυτιά για τους οποίους παραπονιόταν και η κόρη της, γιατί η στέκα την έσφιγγε όλη μέρα. Και την Τετάρτη η μαμά ξερίζωσε με μανία κάτι κοκαλάκια μπαίνοντας στο σπίτι, μαζί με δυο τούφες από τα μαλλιά της που είχαν μπερδευτεί σ' αυτά. Μπορεί να ήταν όμορφα αλλά κάτι στο κούμπωμά τους δεν πήγαινε καλά, κι η Χαρά είχε παραπονεθεί άπειρες φορές γι' αυτό, αλλά μόνο τώρα η μαμά κατάλαβε τι ακριβώς της έλεγε – τώρα που πόνεσε κι εκείνη βγάζοντάς τα.
Οπότε, σήμερα το πρωί, ήταν σχετικά πιο ανακουφισμένη, αφού τα απαλά χεράκια της Χαράς της είχαν κάνει ένα εξαιρετικό μασάζ ενόσω την χτένιζε.
Όταν όμως η μαμά είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, έβαλε τις φωνές.
«Αν είναι δυνατόν! Πόσα τσιμπιδάκια μου έχεις βάλει! Έχουν σχηματίσει κράνος πάνω στο κεφάλι μου!»
«Μα, πετούσαν μερικές τουφίτσες μαμά κι έπρεπε να τις στερεώσω!» Η Χαρά είχε πάρει το πιο αθώο ύφος του κόσμου.
«Μου έχεις βάλει δεκατέσσερα τσιμπιδάκια, αν είναι δυνατό, κι αυτό εδώ – κι έδειχνε την κορφή του κεφαλιού της – με το φτερό με κάνει να μοιάζω σαν παπαγάλος του τροπικού δάσους! Δεν φαντάζομαι να περιμένεις να μπω στο γραφείο έτσι!» Η μαμά πολεμούσε να αφαιρέσει τα τσιμπιδάκια που είχαν επάνω την ωραία κοιμωμένη και τα κοριτσάκια της Σάρα Κέυ. Αν πίστευε πως θα ήταν εύκολο, γελάστηκε.
«Κι εγώ με το φτερό ήμουν αστεία μαμά, αλλά μετά την πρώτη ώρα τα παιδιά δεν με πείραζαν πια!» της είπε γλυκανάλατα η Χαρά.
Η μαμά κοίταξε πάλι στον καθρέφτη, κοίταξε και το ρολόι που βιαζόταν σήμερα περισσότερο από τις άλλες μέρες, και κάθισε στον καναπέ με έναν αναστεναγμό. Έγνεψε στην κόρη της να καθίσει δίπλα της. Ήταν σίγουρη ότι θα καθυστερούσαν πολύ αλλά η συζήτηση αυτή δεν έπαιρνε αναβολή.
«Εντάξει» της είπε. «Κατάλαβα». Την κοίταξε. Να ήταν άλλη φορά η Χαρά θα ένιωθε πως νίκησε. «Κατάλαβα πώς είναι να φοράς κάτι που σε πιέζει, κάτι που σε πονάει και κάτι που σε εκνευρίζει. Έμαθα πως είναι δύσκολο να βγουν μερικά κοκαλάκια, ιδίως όταν αυτά έχουν μπερδευτεί με τα μαλλιά σου και στα ξεριζώνουν και τσούζεις»
«Δεν ήταν όμως αυτός ο σκοπός μου μαμά! Δεν ήθελα να πονέσεις!» Η Χαρά δεν έβλεπε πουθενά τη νίκη της. Και στεναχωριόταν, γιατί πραγματικά το μόνο που ήθελε ήταν να μην γίνεται τόσο μεγάλο θέμα κάθε φορά που άφηνε λεύτερα τα μαλλιά της. Πώς μπλέχτηκαν τα πράγματα έτσι;
«Ξέρεις τι προτείνω;» ρώτησε η μαμά ενώ έριχνε πάλι μια κλεφτή ματιά στο ρολόι. «Θα καθίσουμε μαζί το απόγευμα και θα διαλέξουμε όσα από αυτά τα μπιχλιμπίδια είναι απαλά και όμορφα. Μερικές κορδέλες, ίσως κανένα φιόγκο. Τα υπόλοιπα θα τα πετάξουμε».
«Θα τα πετάξουμε;» η Χαρά δεν πίστευε στ' αυτιά της!
«Φυσικά. Δεν μας χρειάζονται όλα. Και δεν είναι απαραίτητο να τα κρατήσουμε αφού δεν μας χρειάζονται. Κι εγώ, σου είπα, κατάλαβα τι ήθελες να μου πεις. Και τι σε έβαζα να κάνεις τόσον καιρό. Θα βρούμε λοιπόν τη λύση ώστε και τα μαλλιά να μη σου πέφτουν όλην την ώρα μέσα στα μάτια κρύβοντας το προσωπάκι σου, και να μην πονάμε». Η μαμά σηκώθηκε αλλά η Χαρά δεν κουνήθηκε από την θέση της.
«Έλα, θ' αργήσουμε – έχουμε ήδη αργήσει!»
«Μαμά, έχω μια ιδέα!»
«Ωωωχ» είπε η μαμά μέσα από τα δόντια της.
«Γιατί δε λέμε της γιαγιάς να μας πλέξει εκείνη μερικές κορδέλες; Με νήματα απαλά και αφράτα; Που δεν θα μας καταπιέζουν; Θα είναι όμορφες, είμαι σίγουρη, και δεν θα της έχει καμία άλλη!»
«Αχ, παιδί μου, γιατί δεν το σκεφτόμασταν τόσον καιρό; Θα είχαμε γλιτώσει και από τους καβγάδες και από τα πείσματα και από την ταλαιπωρία!» Τα τελευταία τσιμπίδια ξεκόλλησαν από τα μαλλιά της μαμάς – αλλά την γαλλική κοτσίδα δεν την έλυσε. Έφυγαν από το σπίτι κι οι δύο, έχοντας από μια μισο-φτιαγμένη, μισο-επιτυχημένη κοτσίδα στο κεφάλι τους, άφθονες τούφες μαλλιών που πετούσαν ολόγυρά της, κι ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Τελικά, δεν είχα και πολύ άδικο!» σκεφτόταν η Χαρά στο δρόμο για το σχολείο. «Από τη στιγμή που η μαμά έκανε αυτό που έκανα κι εγώ, κατάλαβε τι με ενοχλούσε. Και βρήκαμε μαζί μια λύση! Που δεν δυσαρεστεί καμία μας! Η Βάγια δεν θα με πιστεύει όταν θα της το διηγηθώ!».