Το παραμύθι της εβδομάδας: «Περίεργα πλάσματα οι μαμάδες»!

Δεν μπορούσε να την καταλάβει καθόλου τη μαμά του ο Βύρωνας. «Είπα τόσο καλά το ποίημα μου στη γιορτή του σχολείου, μα τόσο καλά, κι ενώ όλος ο κόσμος χειροκροτούσε, η μαμά μου έκλαιγε!». Έτσι είπε στον Γεράσιμο όταν έμειναν να παίζουν οι δυο τους στο δωμάτιό του.

«Αν δεν το έλεγα καλά, μετά από τόσες πρόβες που είχαμε κάνει μαζί, θα έκλαιγα κι εγώ μαζί της! Αλλά τώρα, ποιος ο λόγος να βάλει τα κλάματα και μάλιστα χαμογελαστή; Τι δεν έκανα καλά; Μέχρι και η υπόκλιση στο τέλος ήταν όπως έπρεπε!»

«Ουφ, καημένε, λες και δεν την ξέρεις τη μαμά σου. Και τα Χριστούγεννα που ήσουν ντυμένος αγγελάκι, πάλι έκλαιγε!» του απάντησε ο Γεράσιμος.
«Νόμιζα ότι είχε ίωση τότε!»

«Τι λες; Είχε πυρετό; Δεν είχε! Και μετά είχαμε πάει για γλυκά, θυμάσαι; Άμα είχε ίωση θα ήθελε να πάμε και βόλτα μετά;»

«Όχι ...». Ο Βύρωνας δεν ήξερε πώς να εξηγήσει μερικά πράγματα που κάνει ή λέει η μαμά του. Αλλά φαίνεται και ο Γεράσιμος είχε μερικές παρόμοιες απορίες.

«Η δικιά μου πάλι ... Τι να σου πω Βύρωνα, χθες που έσπασα το καλό της βάζο, που το είχε από το γάμο της και το καμάρωνε και το γέμιζε με λουλούδια για να δείχνει ωραιότερο, περίμενα ότι θα μου έβαζε τις φωνές και θα έμενα τιμωρία στο δωμάτιό μου για όλη μου τη ζωή!»

«Πώς το έσπασες το βάζο;»

«Με τη μπάλα μου, πώς αλλιώς; Αλλά σημασία δεν έχει πως το έσπασα, σημασία έχει πως εκείνη ούτε μου έβαλε τις φωνές ούτε με τιμώρησε!»

«Αποκλείεται!» ο Βύρωνας ήξερε πολύ καλά τη μαμά του φίλου του. Μερικές φορές η φωνή της ακουγόταν έως το δικό του σπίτι όταν μάλωνε τα παιδιά της. «Δεν έκανε τίποτε δηλαδή;», επέμενε.

«Πώς δεν έκανε! Ήρθε τρέχοντας στο σαλόνι και με τράβηξε μακριά από τα σπασμένα κομμάτια. Με πήρε αγκαλιά και τα χέρια της έψαχναν το πρόσωπο και το σώμα μου να δει εάν έχω χτυπήσει! Ήταν πολύ αναστατωμένη!», είπε ο Γεράσιμος.
«Φυσικά και θα ήταν, χίλιες φορές σου έχει πει να μην παίζεις με τη μπάλα μέσα στο σπίτι! Είδες; Δίκιο είχε! Πάει και το βάζο....»
«Μα δεν είπε τίποτε για το βάζο! Αυτό σου λέω τόση ώρα!»
«Και τι είπε;»
«Αφού είδε πως δεν είχα χτυπήσει, με έστειλε να της φέρω τη σκούπα και το φαράσι. Μάζεψε τα πάντα, έβαλε και ηλεκτρική σκούπα μήπως της ξέφυγε κάτι, και στο τέλος είπε ότι δεν πειράζει για το βάζο, θα πάρουμε καινούριο!»
«Ούτε τιμωρία έπεσε;»
«Ούτε! Μόνο μου είπε ότι μεγάλωσα πια και θα πρέπει να είμαι πιο προσεκτικός και πιο υπάκουος!»

Ο Βύρωνας κατέβασε το κεφάλι του. Κανονικά, η κυρία Μίνα, η μαμά του Γεράσιμου, θα μοίραζε τιμωρίες και στα άλλα δύο παιδιά της που σαν μεγαλύτερα θα έπρεπε να προσέχουν τον μικρό. Κι η δική του μαμά, δεν έπρεπε να κλαίει κάθε φορά που τον έβλεπε στη σκηνή.

Το ίδιο απόγευμα τα συζητούσε αυτά με την Αντιγόνη. Η Αντιγόνη ήταν μεγάλη. Τον Σεπτέμβρη θα πήγαινε Γυμνάσιο! Και, ήταν η πιο αγαπημένη του ξαδέλφη.
«Αααα... μην ανησυχείς!», του είπε. «Όλες οι μαμάδες κάτι τέτοια περίεργα κάνουν και μας τρελαίνουν!»
«Και η δική σου;» Του φαινόταν απίστευτο. Η θεία Έφη ήταν πάντα τόσο γλυκιά και χαρούμενη και καλή με όλους. Αλλά όταν θύμωνε ... ε, τότε έψαχνε όλη η οικογένεια τρόπο να φύγει από το σπίτι!

«Γιατί η δική μου να είναι διαφορετική; Θυμάσαι το μετάλλιο που πήρα στην κολύμβηση;»
«Πώς δεν το θυμάμαι! Ήμασταν όλοι εκεί και είχαμε σηκωθεί όρθιοι για να σε βλέπουμε και στα τελευταία μέτρα της πισίνας κρατούσαμε και την ανάσα μας!»
«Και μετά τι κάνατε;» ρώτησε η Αντιγόνη λες και δεν ήξερε την απάντηση.
«Χειροκροτούσαμε και φωνάζαμε το όνομά σου!»
«Ξέρεις τι έκανε η μαμά μου; Είχε καθίσει όλη την ώρα στα αποδυτήρια, έτρωγε τα νύχια της και με περίμενε με το μπουρνούζι στο χέρι. Δεν είδε καν τη διαδρομή μου! Όταν έγινε η απονομή των μεταλλίων έμεινε σε μια γωνία να κλαίει με την ησυχία της!» Η Αντιγόνη θα έπρεπε να είναι λιγάκι πικραμένη για όλο αυτό. Μα δεν ήταν. Και όταν ο Βύρωνας τη ρώτησε γιατί, του είπε πολύ απλά : «επειδή κατάλαβα πόσο μεγάλη ήταν η αγωνία της!», αλλά πάλι ο Βύρωνας δεν κατάλαβε. Κι έτσι, άρχισε να του εξηγεί:

«Νομίζω ότι η μαμά μου είχε πολύ αγωνία, όλον αυτόν τον καιρό που έκανα προπονήσεις, κουραζόμουν και προσπαθούσα πάρα πολύ, ήταν και τα μαθήματα του σχολείου, δεν είχα καθόλου ελεύθερο χρόνο. Νόμιζε ότι στο τέλος θα αρρωστήσω. Και δεν έδινε δεκάρα για το μετάλλιο – όχι πως δεν με καμάρωσε, το αντίθετο μάλιστα, αλλά ήταν τόση μεγάλη η αγωνία της να πάνε όλα καλά και να μην αποτύχω και στεναχωρηθώ, που δεν είχε πια κουράγιο μήτε να με δει μήτε να με χειροκροτήσει».
Ο Βύρωνας έδειξε ότι κατάλαβε κάπως, για να μη νομίζει η Αντιγόνη πως είναι νιάνιαρο. Και η συζήτηση έμεινε εκεί.
Την επόμενη μέρα, έμαθαν ότι η φίλη της μαμάς του η κυρία Γιολάντα, θα έφευγε για να μείνει μόνιμα σε μια άλλη χώρα. Θα ήταν στο εξής πολύ μακριά τους. Ο Βύρωνας στεναχωρήθηκε πολύ, την ήξερε από τη μέρα που γεννήθηκε και ήξερε επίσης πως η μαμά του την αγαπούσε πολύ, πάρα πολύ. Θεώρησε λοιπόν πως η μαμά του θα ήταν στεναχωρημένη πιο πολύ από όλους τώρα που θα έχανε τη φίλη της.

Αντί γι' αυτό όμως, η μαμά του ήταν εξαιρετικά χαρούμενη, της έδινε ένα σωρό ευχές και συγχαρητήρια από το τηλέφωνο και κανόνισε μάλιστα να κάνουν κι ένα πολύ μεγάλο αποχαιρετιστήριο πάρτυ!

«Πώς μπορείς και είσαι τόσο χαρούμενη τώρα που φεύγει η Γιολάντα;», ρώτησε ο Βύρωνας τη μαμά μου, η οποία δεν έλεγε να σταματήσει να χαμογελά.
«Γιατί να μην είμαι; Η ίδια η Γιολάντα το ήθελε εδώ και πολύ καιρό, βλέπεις είχε μεγαλώσει στη Δανία, όπου και πηγαίνει, και φαίνεται ότι, παρά τον ήλιο και τις παραλίες μας, εκείνη νοσταλγεί το μέρος που μεγάλωσε. Είναι χαρούμενη που θα ξαναγυρίσει στον τόπο της και που εκεί θα έχει μια δουλειά πολύ καλύτερα πληρωμένη από την τωρινή της κι ένα μεγάλο σπίτι με ακόμη μεγαλύτερο κήπο, να φυτέψει όσα λουλούδια θέλει και να βάλει και κούνιες για τα παιδιά! Και, με τα χρήματα που θα της περισσεύουν, θα έρχεται να με βλέπει τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο! Πώς να μην χαίρομαι για εκείνη λοιπόν;» Η μαμά του τα έλεγε αυτά ενώ ταυτόχρονα σφουγγάριζε και φαινόταν σα να χόρευε με τη σφουγγαρίστρα.
«Δεν λυπάσαι όμως που θα είσαι μακριά της;»

«Στεναχωριέμαι, αλλά επειδή ακριβώς κάνει αυτό που ονειρευόταν τόσον καιρό, και ξέρω ότι θα είναι ευτυχισμένη, χαίρομαι περισσότερο από ότι στεναχωριέμαι. Είμαι χαρούμενη για τη φίλη μου αφού κι αυτή είναι χαρούμενη για τη νέα ζωή της! Άσε που μπορεί να πηγαίνουμε κι εμείς κανένα ταξιδάκι να την βλέπουμε πού και πού». Ο Βύρωνας κατάλαβε πως η μαμά μου είχε ήδη σχεδιάσει το ταξίδι στο μυαλό της και μόνο που δεν είχε φτιάξει βαλίτσες. Εκείνος, αν έχανε το Γεράσιμο, αν ας πούμε πήγαινε ο φίλος του να ζήσει στο αγαπημένο του νησί, θα ένιωθε απελπισμένος. Και σίγουρα δεν θα χαμογελούσε....

Την άλλη μέρα, ο Γεράσιμος, ο Βύρωνας και η Αντιγόνη συζητούσαν με ύφος περισπούδαστο τα νέα της κυρίας Γιολάντας. Και οι μεγάλοι έπιναν καφεδάκι οργανώνοντας το αποχαιρετιστήριο πάρτυ. Γελώντας.

«Θυμάμαι τότε που έκανα εκείνον τον πυρετό που δεν έπεφτε και με πήγαν στο νοσοκομείο», είπε ο Γεράσιμος. «Ήμουν πραγματικά πολύ χάλια, μου έκαναν ένα σωρό εξετάσεις και συνέχεια με τρυπούσαν με βελόνες ... μπλιαχ! Και η μαμά μου ξέρετε τι έκανε; Μου τραγουδούσε, μου έλεγε ιστορίες, θυμόταν τα δικά της κατορθώματα όταν ήταν μικρή και μου έκανε αναπαράσταση του πώς σκαρφάλωνε στη μάντρα του γείτονα για να κόψει κορόμηλα από το δέντρο του, και ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Εγώ της έλεγα πως δεν αντέχω άλλο κι είμαι πολύ άρρωστος κι εκείνη βάλθηκε να ζωγραφίζει μαζί μου για να περνάει η ώρα. Δεν είναι περίεργη συμπεριφορά αυτή; Κανονικά, θα έπρεπε να με έχει πάρει αγκαλιά και να κλαίει μαζί μου!»

«Μμμμ...», έκανε η Αντιγόνη.
«Και προχθές, που είχε έρθει στο σπίτι μας εκείνη η αντιπαθητική γειτόνισσα, η κυρία Φεβρωνία, που μιλά όλο για συνταγές, τόσο που μέχρι και η μαμά τη βαριέται», συνέχισε απτόητος ο Γεράσιμος, «και σηκώθηκα να πάω στο δωμάτιό μου να παίξω με το τάμπλετ μου γιατί δεν άντεχα τη φλυαρία της για το πόσα αυγά πρέπει να βάζει κανείς σε ένα κέικ, η μαμά μου έκανε αυστηρότατες συστάσεις πως δεν είχα σωστή συμπεριφορά προς την επισκέπτριά μας! Λίγο ακόμη και θα μου έδινε κι ένα μπάτσο!»
«Μμμμ...» ξαναέκανε η Αντιγόνη.

«Τι θα πει μμμμμ; Όπως βλέπεις, οι μαμάδες μας δεν είναι και πολύ στα καλά τους. Στα χαρούμενα κλαίνε, στα δύσκολα μας κάνουν τον αρλεκίνο να γελάμε και σε άσχετα μας μαλώνουν!» Ο Βύρωνας τα είχε βρει μπαστούνια. «Τι έχουν πάθει;»

«Τίποτε δεν έχουν πάθει! Δεν το ήξερες καημένε πως οι μαμάδες είναι τα πιο περίεργα πλάσματα στον κόσμο; Εκεί που περιμένεις να σε επιβραβεύσουν, ξεσπούν σε κλάματα. Εκεί που λες "ωχ, αλίμονό μου τώρα", σου κάνουν απλώς μια σύσταση και ... δεν γίνεται τίποτε περισσότερο. Εμένα, ας πούμε, πιο πολύ θα με μαλώσει η μαμά μου επειδή για παράδειγμα θα μιλήσω στα αδέλφια μου κακότροπα, παρά γιατί έσπασα – από απροσεξία – το πορτατίφ στο κομοδίνο μου!».

Τα παιδιά συμφώνησαν πως πολλά τέτοια τους είχαν τύχει, με τις μαμάδες να παίρνουν το μέρος τους εκεί που δεν το περίμεναν ή να τους κατακεραυνώνουν με μια ματιά όταν νόμιζαν πως κάθονται ήσυχοι σαν αγγελάκια!

«Ξέρετε τι νομίζω εγώ;» είπε η Αντιγόνη. «Νομίζω πως κάθε φορά που κάνουμε κάτι θαυμάσιο, κάτι όμορφο και μοναδικό, είναι τόσο μεγάλη η περηφάνεια τους και η χαρά τους, τόσο μα τόσο μεγάλη, που σχεδόν τις πονά! Κι όταν πάλι συμβεί κάτι σοβαρό, όταν υπάρχει ένας κίνδυνος ας πούμε, όπως με το βάζο που έσπασε ο Γεράσιμος και θα μπορούσε μια χαρά να τον έχει χτυπήσει, τότε αφήνουν κατά μέρος τα μαλώματα και τις τιμωρίες, επειδή είναι, πολύ απλά, ευχαριστημένες που δεν πάθαμε τίποτε!»

Τα δυο αγόρια κοιτάχτηκαν. «Περίεργα πλάσματα που είναι οι μαμάδες!», είπε ο Βύρωνας.

«Ναι, αλλά μας αγαπάνε!»
«Τόσο πολύ ώστε να κλαίνε από την αγάπη τους για μας;»
«Τόσο και περισσότερο ακόμη!»

Ο Βύρωνας έσκυψε το κεφάλι. Δεν μπορούσε να τα καταλάβει όλα αυτά, αλλά για να τα λέει η Αντιγόνη δίκιο θα είχε. Κι αυτός ο ίδιος, για ένα πράγμα ήταν περισσότερο σίγουρος από όλα : περίεργο πλάσμα η μαμά του ή όχι, τον αγαπούσε πάρα πολύ!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved