Γιατί μας αρέσει να βάζουμε ταμπέλες στα παιδιά;
Τις ταμπέλες τις έχουμε εύκολες εμείς οι μεγάλοι.
Πολύ νωρίς στη ζωή του παιδιού μας βγάζουμε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με τον χαρακτήρα του. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται σε ορισμένα μόνο στοιχεία της συμπεριφοράς του παιδιού, που τα υπερτονίζουμε μέσα στο μυαλό μας για λόγους που αφορύν εμάς και τις συνθήκες της ζωής μας.
Αν για παράδειγμα, είμαι εργαζόμενη και έχω ένα μωρό που ξυπνάει συχνά τη νύχτα , ασφαλώς πιέζομαι πολύ και δυσκολεύομαι να τα βγάλω πέρα. Ετσι, θεωρώ ότι έχω ένα δύσκολο παιδί και η ιδέα αυτή κολλάει στο μυαλό μου σαν φίλτρο. Σταδιακά, χωρίς να το καταλάβω , αρχίζω να βλέπω το παιδί μου μέσα από το φίλτρο αυτό. Παρατηρώ λοιπόν, πολύ περισσότερο τα στοιχεία στη συμπεροφορά του που επιβεβαιώνουν την ταμπέλα του δύσκολου παιδιού, παρά εκείνα που τη διαψεύδουν. Αυτό μου γεννά αρνητικές αντιδράσεις (και συναισθήματα) και το παιδί εισπράττει την απογοήτευση ή το θυμό μου.
Επειδή για το παιδί είμαι εξαιρετικά σημαντική, νιώθει άσχημα που με κάνει να θυμώνω και διαμορφώνει μια κακή εικόνα για τον εαυτό του. Ολο αυτό φυσικά το κάνει τελικά ακόμα πιο δύσκολο παιδί και επιβεβαιώνει άθελά του όλο και περισσότερο την αρχική ταμπέλα μου.
Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι ο ίδιος μηχανισμός θα λειτουργούσε και αν κολλούσα στο παιδί μια "θετική" ταμπέλα. Αν, για παράδειγμα όταν το παιδί μου είναι μωρό, εγώ ζω μια πολύ καλή φάση, τότε δεν δίνω σημασία πολύ στις φορές που ξυπνάει μέσα στη νύχτα, δικαιολογώντας τες ως κάτι φυσιολογικό. Αντίθετα, υπερτονίζω μέσα στο μυαλό μου πόσο βολικό παιδί είναι, πόσο εύκολο είναι στο φαγητό , κ.ο.κ.
Ετσι, του κολλάω την ταμπέλα του βολικού ή του καλού παιδιού. Και η ταμπέλα αυτή λειτουργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Το παιδί στο τέλος καταλήγει να γίνει πραγματικά βολικό παιδί.
Φυσικά, είναι προτιμότερο να κολλάμε στα παιδιά μας θετικές παρά αρνητικές ταμπέλες. Ωστόσο, ακόμα και οι θετικές ταμπέλες εγκλωβίζουν τα παιδιά σε έναν ορισμένο ρόλο και με αυτή την έννοια είναι βλαβερές.
Το καλό παιδί είναι υποχρεωμένο να είναι πάντα καλό, επομένως δεν μπορεί να εκφράσει τις πλευρές του που δεν ταιριάζουν με το πρότυπο αυτό. Αν για παράδειγμα, κάποια φορά κάνει μια σκανταλιά ή πάρει έναν κακό βαθμό, τότε θα νιώσει τεράστια ενοχή και θα πληγεί η αυτοεκτίμησή του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα παιδιά και οι έφηβοι, δεν έχουν σαφή εικόνα για τον ευατό τους, δεν ξέρουν ακριβώς ποιοι είναι. Αν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί περνούν στο παιδί την εικόνα ότι είναι τεμπέλικο, τότε το παιδί πείθεται ότι πραγματικά ισχύει αυτό, οπότε φέρεται αναλόγως.
Από το βιβλίο " Γονείς ακούστε μας"της Σοφίας Ανδρεοπούλου, εκδόσεις Διόπτρα
Διαβάστε επίσης
Γράμμα στη δασκάλα από εκείνο το «δύσκολο παιδί»
Δεν υπάρχουν «δύσκολα παιδιά» αλλά ναρκισσιστικοί γονείς