Δυσκοιλιότητα: Πού οφείλεται και πόσο συχνή είναι;
- Δυσκοιλιότητα: Τι γνωρίζετε για αυτήν;
- Τι ονομάζουμε δυσκοιλιότητα;
Όλοι γνωρίζουμε σε γενικές γραμμές τι σημαίνει δυσκοιλιότητα. Εντούτοις, για να μπορέσει ένας ιατρός να θέσει τη διάγνωση της κλινικής αυτής οντότητας, θα πρέπει να βασίσει τη γνώμη του σε συγκεκριμένα κριτήρια, ο κατάλογος των οποίων έχει καταρτιστεί με βάση στατιστικές μελέτες.
Για την κλινική διάγνωση καταστάσεων, που αφορούν το πεπτικό σύστημα, μεταξύ των οποίων είναι και η δυσκοιλιότητα, μπορούμε να αναφερθούμε στα κριτήρια της Ρώμης.
Σύμφωνα με τα κριτήρια της Ρώμης (4η αναθεώρηση), προκειμένου να τεθεί η διάγνωση δυσκοιλιότητας, θα πρέπει κάποιος να αναφέρει δύο εκ των κάτωθι συμπτωμάτων κατά τους τρεις τελευταίους μήνες:
- Λιγότερες από 3 κενώσεις την εβδομάδα μετά από έπειξη (= «τάση») για αφόδευση.
- Πλέον του 25% των κενώσεων επιτυγχάνονται μετά από υπέρμετρη προσπάθεια.
- Σκληρά κόπρανα σε πλέον του 25% των προσπαθειών για κένωση.
- Αίσθημα απόφραξης στην περιοχή του πρωκτού και του ορθού σε πλέον του 25% των προσπαθειών για κένωση.
- Αίσθημα ατελούς κένωσης σε πλέον του 25% των προσπαθειών κένωσης.
- Χρεία δακτυλικής υποβοήθησης σε πλέον του 25% των προσπαθειών κένωσης.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε, πως ναι μεν αυτά είναι τα τρόπον τινά «αυστηρά ιατρικά» κριτήρια, αλλά η ενόχληση ενδέχεται να προκύψει και με «ελαφρότερη» συμπτωματολογία, την οποία δεν πρέπει να αγνοήσουμε.
Ας δούμε το πεπτικό σύστημα συνοπτικά
Συχνά, όταν μιλάμε για το πεπτικό σύστημα αναφερόμαστε στον «πεπτικό σωλήνα». Ο όρος αυτός τρόπον τινά περιγράφει σχηματικά το πεπτικό σύστημα εν τω συνόλω.
Κατ’ ουσίαν το πεπτικό σύστημα δεν είναι παρά ένας συνεχής σωλήνας, που ξεκινάει από το στόμα και καταλήγει στον πρωκτό. Ο σωλήνας αυτός δεν είναι σε όλο του το μήκος ομοιόμορφος, αλλά αποτελείται από ανατομικά τμήματα, καθένα εκ των οποίων έχει χαρακτηριστική δομή και εξειδικευμένη λειτουργία. Οι δομές αυτές είναι κατ’ ουσίαν τα όργανα, που συναποτελούν το πεπτικό σύστημα.
Παρακάτω έχουμε μία απεικόνιση του πεπτικού μας συστήματος, στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε τις βασικές ανατομικές δομές του, οι οποίες είναι:
- το στόμα
- ο οισοφάγος
- το στομάχι
- το δωδεκαδάκτυλο
- το λεπτό έντερο
- το παχύ έντερο
- το ορθό
- ο πρωκτός
Η πορεία και η πέψη τον τροφών μετά τη διέλευσή τους από τον οισοφάγο και το στομάχι, συνεχίζεται στο λεπτό έντερο, το οποίο συνδέεται με το παχύ έντερο στο ύψος της ανατομικής δομής, που ονομάζεται τυφλό, όπου εντοπίζουμε και τη σκωληκοειδή απόφυση. Κατά την πορεία αυτή απορροφώνται τα τελευταία θρεπτικά συστατικά και τα υγρά.
Θα πρέπει να σημειώσουμε, πως στο παχύ έντερο απορροφώνται έως και 1500 κ.εκ. υγρών ενώ μόλις 200 κ.εκ έως 400 κ.εκ. αποβάλλονται με τα κόπρανα.
Εν τέλει μένει μόνον το λεγόμενο υπόλειμμα, δηλαδή το μέρος αυτό των τροφών, που δεν πέπτεται (δεν είμαστε σε θέση να το χωνέψουμε). Το υπόλειμμα κάνει μία στάση στο ορθό, όπου σχηματίζονται και τα κόπρανα και εν τέλει εξέρχεται του οργανισμού με την αφόδευση, όταν χαλαρώσει το άκρο του πρωκτού, το οποίο αποτελείται από έναν άλλο σφιγκτήρα μυ.
Η κίνηση των τροφών μέσα στον πεπτικό σωλήνα έχει μόνον μία κατεύθυνση (από το στόμα στον πρωκτό). Η προώθηση των τροφών από το στόμα στον πρωκτό επιτυγχάνεται χάρη σε συντονισμένες κινήσεις του τοιχώματος του πεπτικού σωλήνα, το οποίο αποτελείται και από μυς και «συσφίγγεται» και «χαλαρώνει» δημιουργώντας ένα είδος «κύματος». Ο όρος, που χρησιμοποιούμε, για να περιγράψουμε τις συντονισμένες αυτές κινήσεις είναι η περίσταλση.
Το αίσθημα διάτασης του ορθού εκδηλώνεται αρχικά αφού ο αυλός (το «εσωτερικό» του ορθού) πληρωθεί («γεμίσει») κατά το 25% της μέγιστης χωρητικότητάς του. Τότε εμφανίζεται και ένα ήπιο αίσθημα έπειξης προς αφόδευση, οπότε και το περιεχόμενο του ορθού στα περισσότερα άτομα φθάνει να κυμαίνεται μεταξύ των 60 και των 100 κ.εκ..
Η πληρότητα όμως του ορθού προοδευτικά αυξάνεται και όταν ο όγκος του περιεχομένου του φθάσει τα 200 με 300 κ.εκ., η έπειξη προς αφόδευση καθίσταται επιτακτική.
Η τελική φάση της αφόδευσης προϋποθέτει την συντονισμένη σύσπαση μυών πέριξ του ορθού, που προκαλεί τον «ευθειασμό» του, συντονισμένες κινήσεις των μυών του πυελικού εδάφους, τη σύσπαση των κοιλιακών μυών και του διαφράγματος, που προκαλούν αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης και τη χαλάρωση του σφιγκτήρα του πρωκτού.
Πόσο συχνή είναι η δυσκοιλιότητα;
Όπως αναφέρεται και σε μελέτη του 2018 το μέσο ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού, που παρουσιάζει δυσκοιλιότητα υπολογίζεται σε 16%. Πάντως το ποσοστό αυτό παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις ανάλογα με τη μελέτη. Επίσης, ο επιπολασμός (= «συχνότητα») της δυσκοιλιότητας καταγράφεται υψηλότερος σε ηλικίες μεγαλύτερες των 60 ετών.
Πού οφείλεται η δυσκοιλιότητα;
Ο κατάλογος με τα αίτια της δυσκοιλιότητας περιλαμβάνει:
- ιδιοπαθής (δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί κάποιο συγκεκριμένο αίτιο)
- αργή διέλευση των κοπράνων εντός του παχέως εντέρου
- Δυσυνεργική Αφόδευση: Όπως είδαμε η διαδικασία της αφόδευσης προϋποθέτει τη «συνεργασία» πολλών μυϊκών ομάδων, άλλες εκ των οποίων χρειάζεται να συσπασθούν, ενώ άλλες να χαλαρώσουν. Μεταξύ των μυϊκών αυτών ομάδων συμπεριλαμβάνονται και μύες του πυελικού εδάφους. Σε κάποιες περιπτώσεις οι μυϊκές αυτές ομάδες δεν «συντονίζονται» επαρκώς, οπότε και αναφερόμαστε σε Δυσυνεργική Αφόδευση. Φαίνεται, πως έως και το 50% των περιπτώσεων δυσκοιλιότητας οφείλεται σε αυτό το αίτιο και μάλιστα κατά κύριο λόγο σε δυσλειτουργίες του πυελικού εδάφους. Κάποιοι αναπτύσσουν αυτή τη μορφή δυσκοιλιότητας κατά την παιδική ηλικία, άλλοι μετά από τραυματισμό ή εγκυμοσύνη, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα αίτιά της είναι άγνωστα.
- Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου
- Ακινησία
- Υπέρμετρη χρήση υπακτικών
- Διατροφή (χαμηλή κατανάλωση φυτικών ινών, άστατα γεύματα)
- Καθιστική ζωή, χωρίς επαρκή άσκηση
- Αγνόηση της έπειξης για αφόδευση
- Ανεπαρκής λήψη υγρών (κυρίως νερού – αφυδάτωση)
- Αλλαγές στην καθημερινότητα
- Ψυχολογική πίεση (stress)
- Εγκυμοσύνη
Υπάρχουν και κλινικές καταστάσεις, που ενδέχεται να προκαλέσουν τη λεγόμενη δευτεροπαθή δυσκοιλιότητα. Τέτοιες καταστάσεις είναι:
- Μεταβολικά νοσήματα (π.χ. διαβήτης, υποθυρεοειδισμός)
- Φάρμακα (π.χ. οπιοειδή, μη – στεροειδή αντιφλεγμονώδη)
- Νευρολογικά νοσήματα (π.χ. νόσος του Parkinson, Πολλαπλή Σκλήρυνση)
- Μυοπάθειες (π.χ. μυϊκή δυστροφία)
- Δομικές διαταραχές (π.χ. καρκίνος του παχέως εντέρου, ραγάδες της περιπρωκτικής περιοχής, αιμορροΐδες)
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας
www.eleftheia.gr
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Forootan M, Bagheri N, Darvishi M. Chronic constipation: A review of literature. Medicine (Baltimore). 2018;97(20):e10631. doi:10.1097/MD.0000000000010631