Ενδομητρίωση, μία νεανική νόσος
Η ενδομητρίωση αποτελεί τα τελευταία χρόνια μία παθολογική οντότητα που παρουσιάζει αύξηση στη συχνότητα της.
Θεωρείται ότι αφορά το 5% των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας αλλά αν κανείς υπολογίσει την συχνότητά της στις νεαρές ηλικίες τότε η συχνότητα ανέρχεται σε υψηλότερα επίπεδα.
Το μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η νόσος εντοπίζεται σε 3 σημεία. Καταρχήν η νόσος έχει συνδεθεί με την υπογονιμότητα, δεύτερον δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί η παθοφυσιολογία και η αιτιολογία της νόσου και τέλος αποτελεί νόσο της νεαρής ηλικίας, καθώς εμφανίζεται από τα 20 έτη έως την ηλικία των 40 ετών .
Πως όμως δημιουργείται η ενδομητρίωση;
Οι τελευταίες θεωρίες που διατυπώνονται μιλάνε για έναν διπλό μηχανισμό ο οποίος έχει να κάνει με την επιστροφή του αίματος της εμμήνου ρήσεως από την μήτρα προς τις σάλπιγγες και την κοιλιακή κοιλότητα, με αποτέλεσμα το ενδομήτριο να εμφυτεύεται στο περιτόναιο και να αναπτύσσεται έτσι σε έκτοπες θέσεις πέραν της ενδομητρικής κοιλότητας. '
Οπως γίνεται αντιληπτό το έκτοπο αυτό το ενδομήτριο επηρεάζεται από τις ορμόνες που κυκλοφορούν στον οργανισμό αλλά δεν μπορεί να αποβληθεί όπως το φυσιολογικό ενδομήτριο. Στην δημιουργία βέβαια αυτή παίζει ρόλο και ένας ανοσολογικός μηχανισμός ο οποίος δεν έχει διερευνηθεί μέχρι στιγμής και ο οποίος θα απαντούσε στο ερώτημα γιατί σε μία γυναίκα εμφανίζεται ενδομητρίωση και σε μία άλλη δεν αναπτύσσεται, παρόλο του γεγονότος ότι το φαινόμενο της επιστροφής του αίματος της εμμήνου ρήσεως εμφανίζεται σε όλες τις γυναίκες .
Τα σημεία που μπορεί να εμφανιστεί η ενδομητρίωση είναι με σειρά συχνότητας:
1. Το περιτόναιο όπου αναπτύσσονται πολλαπλές εστίες
2. Οι ωοθήκες όπου αναπτύσσονται οι ενδομητριωσικές κύστεις που αποτελούν συνήθως και την κυρίαρχη κλινική εικόνα με την οποία διαγιγνώσκεται η ενδομητρίωση
3. Οι σάλπιγγες
4. Οι ιστοί πίσω και μπροστά από τη μήτρα, οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν και τον βλεννογόνου της ουροδόχου κύστεως ή του εντέρου
5. Πολύ απομακρυσμένα σημεία, όπως είναι η ρινική κοιλότητα ή οι πνεύμονες, στα οποία μπορεί να εμφανιστεί πολύ σπάνια
Η νόσος της ενδομητρίωσης συχνά υποδιαγιγνώσκεται, καθώς δεν υπάρχουν τυπικά κλινικά σημεία. Κάποιες φορές μπορεί να αναπτυχθεί πόνος στη διάρκεια της εμμήνου ρήσεως, πόνος στην σεξουαλική επαφή και πόνος στις κενώσεις ή στην ούρηση. Ωστόσο τα συμπτώματα αυτά δεν αποτελούν παθογνωμονικά κριτήρια διάγνωσης της νόσου.
Η λεπτομερής λήψη του ιστορικού, η λεπτομερής γυναικολογική εξέταση και η υπερηχογραφία μπορούν να θέσουν την ένδειξη της ενδομητρίωσης. Η οριστική διάγνωση της ενδομητρίωσης μπαίνει μόνον με την λαπαροσκόπηση, στην οποία τίθεται η διάγνωση μέσω ιστολογικής εξέτασης, ενώ συγχρόνως με την αφαίρεση των επιμέρους βλαβών επιτελείται και η θεραπεία.
Πως όμως η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει την γονιμότητα της γυναίκας ;
Ο μηχανισμός με τον οποίο τα 2 φαινόμενα σχετίζονται δεν είναι απόλυτα γνωστός. Ωστόσο οι μελέτες δείχνουν ότι 30% περίπου των γυναικών με υπογονιμότητα έχουν ενδομητρίωση, ενώ παράλληλα ποσοστό πάνω από 50% των γυναικών στις οποίες έχει θεραπευτεί η ενδομητρίωση μένουν έγκυες μέσα στον επόμενο χρόνο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς φαίνεται ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου λύνει πολλές φορές το πρόβλημα της υπογονιμότητας .
Η επιλογή της μεθόδου για τη θεραπεία εξαρτάται από παράγοντες όπως η ύπαρξη υπογονιμότητας, η ηλικία της ασθενούς, καθώς και η βαρύτητα και η έκταση της νόσου. Η φαρμακευτική αγωγή διαρκεί περίπου 3 μήνες. Όταν συνδυάζεται με χειρουργική επέμβαση μπορεί να διαρκεί μέχρι 6 μήνες.
Σε περιπτώσεις υπογονιμότητας και σε προχωρημένα στάδια της νόσου (στάδιο 4), ενδεχομένως να κρίνεται απαραίτητη η άμεση εξωσωματική γονομοποίηση
Ένα επίσης σημαντικό σημείο που πρέπει να υποσημειώσουμε είναι οι αυξημένες υποτροπές του φαινομένου, καθώς φαίνεται ότι το 50 % των γυναικών θα υποτροπιάσει στα επόμενα 5 χρόνια.
Πέραν της χειρουργικής αντιμετώπισης μπορεί να γίνει και συντηρητική θεραπεία με ορμονικούς παράγοντες που έχουν ως σκοπό την ορμονική καταστολή του γυναικείου άξονα. Η συντηρητική αγωγή με φαρμακευτική αγωγή έχει θέση επιπροσθέτως και στην αντιμετώπιση των υποτροπών.
Σήμερα η επιστήμη έχει αντιμετωπίσει σε έναν ικανοποιητικό βαθμό την παθολογική αυτή οντότητα. Μένει να διερευνηθεί καλύτερα ο μηχανισμός ανάπτυξης ο οποίος θα δώσει και οριστικές λύσεις στην ανάπτυξη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
Μπλάνας Κων/νος
Γυναικολόγος –Μαιευτήρας ,DRCOG,BSCCP,MRCOG I