Η γιαγιά μου... είναι ο άγγελός μου!
Είμαι 32 ετών έχω δύο υπέροχους γονείς στη ζωή μου αλλά και μια γιαγιά που με μεγάλωσε και της χρωστάω, στην κυριολεξία τα πάντα.
Γράφει η Μαργαρίτα Νικολάου
Όταν χώρισαν οι γονείς μου ήμουν 4 ετών. Δεν θυμάμαι και πολλά. Από τη μια στιγμή στην άλλη, εκεί που έμενα με τη μαμά, τον μπαμπά, τον παππού και τη γιαγιά, έμεινα μόνο με τη γιαγιά.
Οι γονείς μου χώρισαν, έφυγαν, ο παππούς μου πέθανε και εγώ έμεινα με τη γιαγιά μου στο Καρπενήσι, να μεγαλώνω σαν ένα φυσιολογικό παιδί. Το φυσιολογικό, δεν θα το βάλω σε εισαγωγικά, γιατί πραγματικά η γιαγιά μου, ήταν (και είναι) μάνα και πατέρας για εμένα. Έπρεπε να γίνω μάνα για να καταλάβω τη σπουδαιότητα αυτής της γυναίκας και να της αναγνωρίσω πραγματικά τα όσα έχει κάνει για εμένα.
Ξενυχτούσε στο πλευρό μου, με φρόντιζε, μου χτένιζε τα μαλλιά, μου έκανε πλεξούδες, με συμβούλευε, με μάλωνε... Ακόμη θυμάμαι να έρχεται στο δημοτικό να μου φέρνει τοστάκια για να φάω πριν πάω στα αγγλικά με τους συμμαθητές μου. Κατέβαινε 3 τετράγωνα δρόμο, με φιλούσε και ανηφόριζε ξανά για το σπίτι.
Πάντα αγωνιούσε και πάντα ό,τι είχε ήταν και δικό μου. Κάθε πρώτη του μηνός ερχόταν ο ταχυδρόμος στο σπίτι για να της δώσει τη σύνταξη. Αμέσως χώριζε τα χρήματα, «Αυτά για τη ΔΕΗ, αυτά για το νερό, αυτά για το πετρέλαιο, αυτά για το σούπερ μάρκετ, αυτά για τα αγγλικά...». Αν ξεμέναμε; Δεν ξέρω... Ποτέ δεν έμαθα... Ποτέ δεν μου έλειψε τίποτε. Για όλα φρόντιζε. Ακόμη και όταν μεγάλωσα και έφτασα στο γυμνάσιο και το λύκειο.
Ακόμη και τότε πλήρωνε τις δικές μου υποχρεώσεις. Φροντιστήρια, εξόδους, χαρτζιλίκι. Εξάλλου είπαμε, αν και είχα και τη μαμά και τον μπαμπά, η γιαγιά μου ήταν πιο πάνω και από αυτούς.
Όταν έφυγα για να σπουδάσω, νομίζω ότι ξεριζώθηκε η καρδιά της. Ήξερε όμως, ότι φεύγω για το δικό μου καλό. Για ένα καλύτερο μέλλον. Και το βρήκα το καλύτερο μέλλον. Έχω μια δουλειά, «το μυαλό μέσα στο κεφάλι μου» όπως συχνά μου έλεγε και εκείνη, δημιούργησα μια υπέροχη οικογένεια κι έχω και εγώ ένα δικό μου παιδί για να φροντίζω.
Με την ανατροφή και τη φροντίδα της Νικόλ, αναγνωρίζω πολλά πράγματα σε αυτή τη γυναίκα που τώρα πια κοντεύει τα 90. Έχει κλάψει για εμένα πολύ και με έχει αγαπήσει περισσότερο και από τα ίδια της τα παιδιά. Με μεγάλωσε σαν πέμπτο παιδί της, δεν μου στέρησε τίποτε, φώναζε για το καλό μου, πέρασε όλες τις δυσκολίες με την εφηβεία μου, με τις φωνές μου, με τις ιδιοτροπίες μου, με τα παράπονά μου που μεγάλωνα μόνο μαζί της. Όμως, ήταν πάντα εκεί. Βράχος. Δεν έδειξε ούτε μια φορά αδυναμία.
Δεν είναι άσχημο να μεγαλώνεις με μια γιαγιά, ειδικά όταν στέκεται δίπλα σου σαν μάνα. Τρέμω στην ιδέα του θανάτου της. Αρνούμαι να δεχτώ ότι μια μέρα θα χτυπήσει το τηλέφωνό και θα μου πουν... «Έλα». Μακάρι να μην μας χώριζαν τόσα χιλιόμετρα, μακάρι να μπορούσε να μείνει κοντά μου στην Αθήνα. Δεν γίνεται όμως. Σίγουρα, όσες έχετε γιαγιάδες στην επαρχία γνωρίζετε ότι δύσκολα αποχωρίζονται το σπίτι τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δική μου γιαγιά.
Δεν ξέρω πώς βλέπει εκείνη τον εαυτό της τώρα... Δεν ξέρω αν πιστεύει ότι είναι βάρος... Δεν ξέρω αν στεναχωριέται κάθε φορά που βλέπει στον καθρέφτη της, έναν γερασμένο άνθρωπο...
Όπως και να έχει, για εμένα πάντα θα είναι η γιαγιά μου. Ο άγγελός μου. Ο άνθρωπος που θα νοιάζεται πάντα για εμένα. Είναι η πιο στοργική και η πιο τρυφερή γιαγιά στον κόσμο. Είναι η φίλη μου.
Για εμένα είναι ο κόσμος μου όλος. Είναι η ηρωίδα μου. Αν δεν υπήρχε εκείνη, δεν θα ήμουν ο άνθρωπος που είμαι σήμερα . Την αγαπώ και την ευχαριστώ για όλα όσα έχει κάνει για εμένα. Με μεγάλωσε με αξίες, στοργή και πολλή αγάπη.
Σε αγαπώ γιαγιά μου, πάρα πολύ!