Αντιμετώπιση επιχειρημάτων κατά της συνεπιμέλειας στο Οικογενειακό Δίκαιο
Παρά την ισχυρή δημόσια στήριξη και τα συνεχώς αυξανόμενα εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία υπέρ αυτής, ως ιδανικής ρύθμισης διαβίωσης για την πλειονότητα των παιδιών του διαζυγίου, η υποχρεωτική συνεπιμέλεια (κατά νομικό τεκμήριο) στο Οικογενειακό Δίκαιο ιστορικά έχει αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό μεταξύ ορισμένων νομικών και επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
Του Edward Kruk Ph.D.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο στο περιοδικό Journal of Divorce and Remarriage, περιγράφω πώς τα τελευταία 40 χρόνια έχουν δημιουργηθεί τρία διαφορετικά «κύματα» επιχειρημάτων κατά της συνεπιμέλειας, και πώς αυτά έχουν καθυστερήσει την ουσιαστική νομοθετική μεταρρύθμιση προς την θεσμοθέτηση της συνεπιμέλειας κατά νομικό τεκμήριο, θέτοντας το βάρος της απόδειξης στους υποστηρικτές της συνεπιμέλειας προκειμένου να υπερασπιστούν τη θέση τους και να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά της, με τρόπο που οι υποστηρικτές των πιο παραδοσιακών ρυθμίσεων αποκλειστικής επιμέλειας δεν είχαν να αντιμετωπίσουν.
Το πρώτο κύμα επιχειρημάτων προωθήθηκε με τρόπο που θεωρούσε την ιδέα της συνεπιμέλειας τέκνων από γονείς που βρίσκονται σε σύγκρουση μετά από διαζύγιο ως μία παράξενη πρόταση. Διατυπωθήκαν τρία διαφορετικά επιχειρήματα για να δυσφημηθεί η έννοια:
Πρώτον, υποστηρίχθηκε ότι τα παιδιά έχουν μία πρωταρχική φιγούρα προσκόλλησης με την οποία συνδέονται, σχεδόν πάντα η μητέρα, και ότι οποιαδήποτε περίοδος χωρισμού από την πρωταρχική φιγούρα προσκόλλησης θα βλάψει την ανάπτυξη των παιδιών και θα θέσει σε κίνδυνο την ευημερία τους. Ταυτόχρονα, με την προώθηση αυτού του επιχειρήματος , ωστόσο, αναδιατυπώσεις της θεωρίας της προσκόλλησης τόνισαν το γεγονός ότι τα παιδιά σχηματίζουν συνήθως πρωτογενείς προσκολλήσεις και με τους δύο γονείς, ότι αυτές οι προσκολλήσεις ήταν εξίσου σημαντικές για τα παιδιά και ότι τα παιδιά συνεχίζουν επίμονα αυτές τις προσκολλήσεις σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, όπως μετά από διαζύγιο.
Στη συνέχεια παρουσιάστηκε μια δεύτερη επιχειρηματολογία, που διατύπωνε ότι η ανάπτυξη των παιδιών θα τεθεί σε κίνδυνο όταν τα παιδιά μετακινούνται μεταξύ δύο σπιτιών, «γίνονται μπαλάκι του πινγκ πονγκ», με συνεχείς μετακινήσεις, δύο κανόνες σπιτιών και διαφορετικά στυλ γονικής ανατροφής . Η έρευνα για τα παιδιά που ζουν σε δύο σπίτια διαπίστωσε, ωστόσο, ότι τα ίδια τα παιδιά γενικά δεν ανέφεραν τέτοια προβλήματα και ότι η διατήρηση δεσμών και με τους δύο γονείς τους τα προστάτευε από τα δυσμενή αποτελέσματα στην ανάπτυξη των παιδιών που συχνά συνοδεύουν το διαζύγιο. Στην πραγματικότητα, οι μακροχρόνιοι χωρισμοί από οποιαδήποτε από τις δύο πρωταρχικές φιγούρες προσκόλλησης αποδείχθηκαν επιζήμιοι για την ανάπτυξη των παιδιών.
Τέλος, προβλήθηκε ένα τρίτο επιχείρημα, ότι είναι επιβλαβές για την ανάπτυξη των παιδιών να διαταραχτεί το καθεστώς φροντίδας και ότι οι μητέρες θα πρέπει, συνεπώς, να διατηρήσουν το ρόλο τους ως πρωτεύοντες φροντιστές στην καθημερινότητα των παιδιών. Ωστόσο, η έρευνα απέδειξε το αντίθετο: η κοινή φροντίδα των παιδιών γίνονταν ο κανόνας στις οικογένειες δύο γονέων και η διακοπή της από κοινού επιμέλειας θα ήταν στην πραγματικότητα πιο πιθανό να οδηγήσει σε αστάθεια στη ζωή των παιδιών.
Το δεύτερο κύμα επιχειρημάτων κατά της συνεπιμέλειας παρουσιάστηκε ως πιο επικεντρωμένη και σε βάθος αμφισβήτηση της έννοιας, ειδικά σε καταστάσεις όπου οι γονείς διαφωνούσαν ή ήταν σε σύγκρουση σχετικά με τις ρυθμίσεις φροντίδας παιδιών μετά το διαζύγιο. Πρώτον, υποστηρίχθηκε ότι η συνεπιμέλεια μετά το διαζύγιο επιδεινώνει τη γονική σύγκρουση και ότι τα παιδιά θα συρθούν στη σύγκρουση εάν επιβληθούν ρυθμίσεις για κοινή φροντίδα στις οικογένειες. Η συνεπιμέλεια, επομένως, είναι κατάλληλη μόνο για γονείς με μικρή ή καθόλου σύγκρουση και οι οποίοι τα πάνε καλά ως συν-γονείς. Και πάλι, τα ερευνητικά ευρήματα αμφισβήτησαν αυτήν την άποψη: στην πραγματικότητα, μια προσέγγιση αντιπαράθεσης «ο νικητής τα παίρνει όλα» στην επιμέλεια των παιδιών επιδεινώνει τη γονική σύγκρουση, οδηγώντας σε δυσμενείς συνέπειες για τα παιδιά, ενώ η σύγκρουση μειώνεται σε ρυθμίσεις συνεπιμέλειας, όπου κανένας γονέας δεν αισθάνεται περιθωριοποιημένος από τις ζωές των παιδιών του. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι τα παιδιά τα πάνε καλύτερα σε ρυθμίσεις κοινής φροντίδας, ακόμη και αν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των γονέων και ότι η διατήρηση και των δύο σχέσεων είναι ένας προστατευτικός παράγοντας για τα παιδιά σε καταστάσεις υψηλής γονικής σύγκρουσης. Δεν είναι όλες οι συγκρούσεις κακές για τα παιδιά. Η συνεχιζόμενη και άλυτη σύγκρουση, ωστόσο, είναι επιβλαβής για τα παιδιά. Σε τέτοιες καταστάσεις, αντί να στερούν τα παιδιά από τη σχέση τους με τον έναν γονέα, οι παρεμβάσεις για τη μείωση των συγκρούσεων και η υποστήριξη της ανάπτυξης των παιδιών, όπως η παροχή βοήθειας για παράλληλη ανατροφή, η θεραπευτική οικογενειακή διαμεσολάβηση και τα προγράμματα εκπαίδευσης γονέων, αποδείχθηκε ότι προστατεύουν περισσότερο την παιδική ευημερία. Σε απάντηση, μια δεύτερη κριτική κατά της συνεπιμέλειας προωθήθηκε στη συνέχεια στα πλαίσια του «δεύτερου κύματος»: σε οικογένειες υψηλών συγκρούσεων, η συνεπιμέλεια εκθέτει θύματα γονείς και παιδιά σε οικογενειακή βία και παιδική κακοποίηση και ένα νομικό τεκμήριο συνεπιμέλειας θα επιτρέψει σε κακοποιητικούς γονείς να συνεχίσουν τη βασιλεία τρόμου στις οικογένειες. Αυτό το επιχείρημα, ωστόσο, παρουσίασε λανθασμένα τη θέση των υποστηρικτών της συνεπιμέλειας, οι οποίοι κατέστησαν σαφές ότι ένα νομικό τεκμήριο συνεπιμέλειας πρέπει πάντα να είναι αμφισβητήσιμο σε περιπτώσεις βίας και κακοποίησης, όπως σε αυτές τις περιπτώσεις η ασφάλεια των παιδιών και των θυμάτων γονέων είναι το πρωταρχικό ζήτημα.
Το τρίτο κύμα επιχειρημάτων κατά της συνεπιμέλειας αναγνώρισε ότι η συνεπιμέλεια μπορεί να είναι επωφελής για τα περισσότερα παιδιά και τις οικογένειες διαζυγίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται σε υψηλή σύγκρουση, αλλά προειδοποίησε για τη χρήση τεκμηρίων στο Οικογενειακό Δίκαιο, υποστηρίζοντας ότι το πραγματικό συμφέρον των παιδιών είναι διαφορετικό για κάθε μεμονωμένη υπόθεση, και ότι οι δικαστές θα πρέπει να διατηρούν την εξουσία λήψης αποφάσεων όσον αφορά τις ρυθμίσεις διαβίωσης για τα παιδιά μετά το διαζύγιο. Σε απάντηση σε αυτήν την άποψη, επισημάνθηκε ότι η έρευνα για τα αποτελέσματα μετά το διαζύγιο για τα παιδιά και τις οικογένειες έχει πλέον αποδείξει ποιες ρυθμίσεις διαβίωσης είναι πιθανότερο να υποστηρίξουν την υγιή ανάπτυξη των παιδιών. Χωρίς νομικό τεκμήριο, οι δικαστές λαμβάνουν αποφάσεις που βασίζονται σε ιδιοσυγκρασιακές προκαταλήψεις, οδηγώντας σε ασυνέπεια και αδυναμία πρόβλεψης στις αποφάσεις τους. Και με δύο κατάλληλους γονείς, το δικαστήριο δεν έχει καμία βάση ούτε στη νομοθεσία ούτε στην ψυχολογία για να διακρίνει έναν γονέα ως «πρωτεύιντα» έναντι του άλλου.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, μετά από 40 χρόνια συζήτησης, εάν έχουμε φτάσει τώρα σε σημείο καμπής, όπου οι ερευνητές μπορούν να συμπεράνουν με σιγουριά ότι το πραγματικό συμφέρον των παιδιών αντιστοιχεί με νομικό τεκμήριο συνεπιμέλειας μετά το διαζύγιο. Συνοψίζοντας την τρέχουσα έρευνα σε δύο πρόσφατα ειδικά τεύχη σχετικά με την συνεπιμέλεια στο περιοδικό Journal of Divorce and Remarriage και στο Journal of Child Custody, ο κορυφαίος μελετητής διαζυγίων Sanford Braver ισχυρίζεται: «Κατά τη γνώμη μου, έχουμε ξεπεράσει το δύσκολο κομμάτι. Έχουμε φτάσει στο σημείο καμπής. Με βάση αυτά τα στοιχεία, οι κοινωνικοί επιστήμονες μπορούν πλέον να συστήνουν με σύνεση υποχρεωτική συνεπιμέλεια στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής…η συνεπιμέλεια έχει αρκετά αποδεικτικά στοιχεία ότι το βάρος της απόδειξης πρέπει πλέον να βαρύνει εκείνους που αντιτίθενται σε αυτήν και όχι εκείνους που την προωθούν».
Βιβλιογραφικές αναφορές
Kruk, E. (2018). “Arguments Against Presumptive Shared Parenting as the Foundation of Family Law: A Critical Review,” Journal of Divorce and Remarriage, 59 (5), 388-400.
Μετάφραση: Δημήτρης Καραβασίλης