Κύριε νομοθέτη: «Το παιδί δεν ανήκει σε κανέναν γονιό, οι γονείς ανήκουν στο παιδί»
Στην συζήτηση που αφορά στην αναθεώρηση του νομικού πλαισίου στο Οικογενειακό Δίκαιο και στη θεσμοθέτηση της Συνεπιμέλειας, ενώ όλα περιστρέφονται γύρω από το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, οι επικριτές, οι αρνητές του νομοσχεδίου και υποστηρικτές της αποκλειστικής επιμέλειας, ουδέποτε αναρωτήθηκαν ποιο είναι το πραγματικό και βέλτιστο συμφέρον του παιδιού;
Πώς το παιδί βιώνει το διαζύγιο και την αποχώρηση του ενός γονέα από την ζωή του; Επικεντρώνονται, προσχηματικά, στην υποτιθέμενη ισότητα των δύο φύλων και στα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά κανείς δεν εστιάζει στα δικαιώματα του παιδιού. Θεωρούν ως δεδομένο ότι το συμφέρον του παιδιού ταυτίζεται με το συμφέρον του γονέα στον οποίον ανατίθεται η επιμέλεια (συνήθως τη μητέρα). Συνεπώς, το παιδί είναι η «αποσκευή» του, είναι «κτήμα» του, είναι «περιουσιακό του στοιχείο», είναι «αντικείμενο συναλλαγής», είναι «εργαλείο», είναι «μέσο» εκδίκησης. Στο δικαστήριο το θέτουν απέναντι στον έναν του γονέα ζητώντας του διατροφή -που προκρίνεται ως το μοναδικό συμφέρον του- με αντίτιμο ελάχιστο χρόνο επικοινωνίας. Αν ο έτερος γονέας τολμήσει να διεκδικήσει να συμμετέχει στην ζωή του, τον αποκλείουν παντελώς και τον τιμωρούν κατηγορώντας τον ως «κακό και κακοποιητικό γονέα» που υποκινεί την σύγκρουση και την αντιδικία. Επικαλούνται την ωριμότητά του και το εξαναγκάζουν στο μαρτύριο της επιλογής μεταξύ του «καλού και κακού γονιού του», υποβάλλοντας το σε συναισθηματικό εκβιασμό κι αιτιολογώντας, αποδίδουν σε εκείνο την ευθύνη της επιλογής του.
Κι ενώ νοιάζονται κι αποφασίζουν για το καλό του, κανείς δεν αναρωτήθηκε ότι αυτή η παιδική ψυχή έχει βαθιά συναισθήματα αγάπης και για τους δύο γονείς του, το είναι του, η ύπαρξη του, ο εαυτός του αποτελείται κι από τους δύο. Βιώνει εσωτερική σύγκρουση όταν καλείται να επιλέξει τον έναν από τους δύο. Είναι βαθιά πληγωμένο και ξεριζωμένο από τον ήμισυ εαυτό του όταν απομακρύνεται ο ένας γονέας από κοντά του. Το παιδί βιώνει αναπάντεχα τον φυσικό αποχωρισμό των γονέων του και ταυτόχρονα την αλλαγή τόπου και χρόνου στην σχέση του με τον απομακρυσμένο γονέα, βιώνει εκτός από το διαζύγιο των γονιών του κι ένα παράλληλο διαζύγιο, εκείνο του αποχωρισμού του από τον έναν γονέα. Καθώς αλλάζουν κατακλυσμιαία συνήθειες, συμπεριφορές, ρόλοι και συναισθήματα, αιφνίδια, στερείται εμπειρίες οικειότητας, εγγύτητας, θαλπωρής, επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης, φροντίδας και δέσμευσης. Παιδί και απομακρυσμένος γονέας υποβάλλονται σε ένα νέο ψυχοσυναισθηματικό κόσμο με κώδικες πλέον την απουσία και την απόσταση. Πρόκειται για βιώματα ανατροπής, αναπάντεχα για τον ψυχικό κόσμο του παιδιού αφού ο καθημερινός γονέας μετατρέπεται σε απομακρυσμένο πρόσωπο-επισκέπτη. Οι έννοιες διαζύγιο, επιμέλεια, επικοινωνία είναι δυσνόητες κι αδυνατεί να κατανοήσει την αναγκαιότητα τους. Το παιδί βιώνει μια τρομακτική ανασφάλεια, νιώθει χαμένο και εγκαταλελειμμένο, φοβάται ότι θα χάσει για πάντα τον γονέα που φεύγει. Κατακλύζεται από ένα αίσθημα όχι μόνο απώλειας για την οικογένεια που διαλύεται, αλλά και πένθος για το παρελθόν που έζησε, που τώρα του μοιάζει ψεύτικο, πένθος για το μέλλον, που θεωρούσε δεδομένο, για τα σχέδια που έφτιαχνε στο μυαλό του, τα όνειρα που δεν θα πραγματοποιηθούν.
Ανάμεικτα συναισθήματα λύπης, στενοχώριας και θυμού, για όλα αυτά που του συμβαίνουν, για το ότι οι γονείς του δεν κατάφεραν να το προστατεύσουν, ότι δεν κατάφεραν να κρατήσουν την οικογένεια μαζί, παρόλα τα προβλήματά τους. Η μεγαλύτερή του έγνοια, όμως, είναι αν θα μπορέσει να προφυλάξει την αγάπη που νιώθει και για τους δυο του γονείς, αν θα του επιτραπεί δηλαδή, να συνεχίσει να αγαπά και τους δύο, όπως έκανε μέχρι τώρα. Δεν μπορεί να κατανοήσει και να αποδεχτεί γιατί ο γονιός του που το φρόντισε, το νανούρισε, το παρηγόρησε, το κοίμισε, τώρα θα πρέπει απλά να το επισκέπτεται, να το συναντά 24 ώρες το μήνα σε εβδομαδιαία τρίωρα χωρίς διανυκτέρευση, γιατί πλέον δεν θα είναι ικανός να το φροντίσει ή ότι θα του δημιουργήσει άγχος. Δεν επιτρέπεται πλέον να το συναντά παραπάνω από 4 ημέρες τον μήνα γιατί θα επηρεασθεί η σταθερότητα στην ζωή του. Δεν επιτρέπεται να κοιμάται στο σπίτι του γιατί θα είναι «περιφερόμενο μπαλάκι» που θα αλλάζει σπίτια και θα «υπονομεύεται η σταθερότητα του». Εντούτοις, δεν αποτελεί αστάθεια όταν θα επαφίεται στην φροντίδα τρίτων προσώπων, συχνά ξένων προς αυτό (νταντά, ολοήμερο σχολείο, γείτονες, φίλους), λόγω των αυξημένων υποχρεώσεων του εναπομείναντα γονιό του (συνήθως της μητέρας), ενώ απαγορεύεται να είναι στην φροντίδα του άλλου του γονέα (συνήθως του πατέρα) γιατί πάλι θα επηρεαστεί η σταθερότητα του.
Ωστόσο, η σταθερότητα στην ζωή του παιδιού δεν έγκειται στον χώρο, στα γραφεία, στα έπιπλα, στα άψυχα αντικείμενα, αλλά στην ζεστή αγκαλιά, στο νοιάξιμο, στην τρυφερή ματιά, στην συναισθηματική σταθερότητα στα πρόσωπα των δύο γονιών του. Σύμφωνα με τον καθηγητή ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Ηλία Κουρκούτα, το παιδί κατοικεί στην ψυχή των γονιών του (Ψυχική Κατοικία) και «ξεσπιτώνεται μέσα του», όταν κάποιος το αποκλείει από τον έναν γονέα του. Αν μεγαλώνει μόνο με τον έναν γονέα, τότε θα επηρεαστεί η σταθερότητα στην ζωή του και θα αναπτύσσεται πληγωμένο, ανασφαλές, με «τσακισμένη» ταυτότητα κι αυτοεκτίμηση κι με ένα μόνιμο αίσθημα εγκατάλειψης και κανείς δεν θα μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι με τρόπο βίαιο του ξερίζωσαν τον ήμισυ εαυτό του.
Και μέσα σε αυτήν την βίαιη σχάση των δυναμικών της εν διαστάσει οικογένειας, ενίοτε, η μητέρα (σπανιότερα ο πατέρας), που η νομολογία στερεοτυπικά της έδωσε την υπέρμετρη εξουσία, φορώντας το φωτοστέφανο της αγιοσύνης της μητρότητας και της αόριστης βιοκοινωνικής υπεροχής της, υποκινούμενη από τις εγωιστικές της κι εκδικητικές της τάσεις, που προκύπτουν είτε από την θεώρηση ότι το παιδί συμμερίζεται τα δικά της αρνητικά συναισθήματα για τον πατέρα του, είτε γιατί είναι συναισθηματικά ευάλωτη, εκτεθειμένη στο «τραύμα της απόρριψης», με μια έντονη αίσθηση ιδιοκτησίας του παιδιού και μιας βαθιάς ανάγκης για έλεγχο (Richardson, 2006) και κατίσχυσης του άλλου γονέα, ενίοτε, γιατί υποβόσκει διαταραγμένη προσωπικότητα συνέπειας των δικών της βιωμάτων της παιδικής της ηλικίας, θα το εργαλειοποιήσει και θα μεθοδεύσει την γονική αποξένωση. Θα το απομακρύνει χιλιόμετρα μακριά προτάσσοντας τις δικές της ανάγκες και δικαιώματα, εκμηδενίζοντας κάθε επικοινωνία με τον άλλο γονέα. Ενίοτε, σταδιακά θα το «δηλητηριάσει» με στόχο την αλλοτρίωση της εικόνας και της γονικής υπόστασης του γονέα-επισκέπτη αλλά και την αποδυνάμωση της γονικής σχέσης (Daglas, 1992. Haines et al., 2020). Ενίοτε, θα χρησιμοποιήσει αθέμιτα μέσα και ψευδείς κατηγορίες για κακοποίηση ή ακόμη κι ασέλγεια εις βάρος του παιδιού, διαγράφοντας κάθε γλυκιά ανάμνηση από την μνήμη του και την θέση τους θα πάρουν ψευδείς εφιαλτικές αναμνήσεις, η αγάπη θα γίνει μίσος κι εχθρότητα. Και η εχθρότητα αυτή θα διαχυθεί σε όλα τα μέλη της άλλης οικογένειας (συνήθως της πατρικής) διαγράφοντας την οικογενειακή του ιστορία.
Κι αυτή η ελάχιστη επικοινωνία που έδωσαν στον έναν γονέα θα εκμηδενιστεί καθώς το παιδί θα αρνείται οποιαδήποτε επαφή κι επιθυμία να τον συναντά, γιατί δήθεν επιστρέφει λυπημένο, κουρασμένο και φοβισμένο από το σπίτι του, ή γιατί την ώρα επικοινωνίας έχει δραστηριότητες και απαγορεύεται να τις στερηθεί, γιατί πάλι θα επηρεασθεί η σταθερότητα του, γιατί θα το έχουν δελεάσει με παιχνίδια και δώρα για να αποφύγει την συνάντηση μαζί του. Και το παιδί έχοντας αλλοιώσει σταδιακά το κύρος του με βάση ανυπόστατες κατηγορίες, προθέσεις και πληροφορίες για εκείνον, θα εσωτερικεύσει έτσι μια ψευδή, αρνητική εικόνα με την οποία θα αρνείται να ταυτίζεται πλέον.
Προτάσσουν ως «σημαία» την κακοποίηση των γυναικών την οποία ατεκμηρίωτα, και ισοπεδωτικά την αποδίδουν σε κάθε διαζευγμένο πατέρα, παραγνωρίζοντας την χρόνια και συνεχή ψυχολογική κακοποίηση του παιδιού που απορρέει από την στέρηση του άλλου γονέα από τη ζωή του.
Το παιδί, ωστόσο, έρχεται στον κόσμο από δύο γονείς, έχει ανάγκη να πορευτεί στην ζωή του έχοντας στο πλευρό του, στην καθημερινότητα του με φυσική παρουσία και τους δύο, για να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί σε ολοκληρωμένη κι υγιή προσωπικότητα (Etchegoyen, 2002. Lamp, 2010). Έχει βαθιά συναισθήματα αγάπης και για τους δύο, δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να τους ξεχωρίσει, δεν μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στους δύο, δεν μπορεί και δεν πρέπει να στερηθεί κανέναν από τους δύο. Η απαίτηση από ένα παιδί να διαλέξει ανάμεσά τους είναι εξαιρετικά αθέμιτη. Όταν το παιδί πιέζεται (από το δικανικό σύστημα, από τους γονείς του ή από τον περίγυρο), μπορεί να εμπλακεί σε ένα παιγνίδι «συναισθηματικής διαστροφής», βιώνοντας αντικρουόμενα συναισθήματα και αδιέξοδα ως προς την στάση του. Το να κληθεί ένα παιδί να επιλέξει μεταξύ των γονέων του που και οι δυο είναι επαρκείς στον γονικό τους ρόλο δεν ενδείκνυται (ΕΛΨΕ, 2020).
Η σύνδεση του παιδιού με κάθε έναν από τους γονείς πρέπει να είναι απολύτως σεβαστή, για να εξασφαλιστεί η ψυχική του υγεία. Τα παιδιά από ένστικτο ξέρουν, στο βάθος της ύπαρξής τους, ότι τα ίδια είναι κατά το ήμισυ η μητέρα τους και κατά το ήμισυ ο πατέρας τους. Το παιδί αναπτύσσει συναισθηματικό δεσμό και με τους δύο, και οι δύο είναι απαραίτητοι για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη (Etchegoyen, 2002. Rosenberg & Wilcox, 2006). Η μητέρα είναι εκείνη που θα του προσφέρει απλόχερα τα συναισθήματα, ο πατέρας είναι εκείνος που θα του εμφυσήσει το αίσθημα της ασφάλειας, της σταθερότητας, τις υγιείς ταυτίσεις και την συμβολή του στο να καταστούν τα παιδιά κοινωνικά υποκείμενα που θα αναπτύξουν τις βασικές αναπαραστάσεις εαυτού καθώς και ικανότητες σύνδεσης με τον άλλον, ώστε στο μέλλον να εκπληρώσουν επαρκώς τον γονικό τους ρόλο (Davies & Eagle, 2013. Κουρκούτας, 2009). Ακόμη, όμως, και στις περιπτώσεις γονικών συγκρούσεων, η έρευνα φαίνεται να υποστηρίζει τα θετικά αποτελέσματα της κοινής ανατροφής. Η Nielsen (2017) εξέτασε 27 διαφορετικές μελέτες που δείχνουν ότι τα παιδιά ωφελήθηκαν σημαντικά από την κοινή επιμέλεια, ακόμα και όταν οι γονείς είχαν υψηλά επίπεδα συγκρουσιακών σχέσεων. Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξαν κι άλλες μελέτες (Bauserman, 2002, Feresin, 2020). Φαίνεται επίσης, ότι την σύγκρουση υποκινεί η πρόκριση της αποκλειστικής επιμέλειας που οδηγεί σε έναν αέναο αγώνα επικράτησης του ισχυρού γονέα. Η εμπειρία και η έρευνα σε χώρες, όπου έχει εφαρμοστεί η συνεπιμέλεια, έδειξε ότι η σύγκρουση και η αντιδικία αμβλύνονται και μειώνονται σημαντικά (στοιχεία από Spanish “Consejo general del poder judicial”, 2014).
Κύριε Νομοθέτη, δεν είναι μόνο δικαίωμα του γονιού η επικοινωνία με το παιδί του, αλλά, αναφαίρετο δικαίωμα του παιδιού να συμμετέχουν στην καθημερινή βιωματική ανατροφή του και οι δύο γονείς του. Δεν θα επηρεαστεί η σταθερότητα του εάν κατοικεί και στο σπίτι του άλλου γονέα, αντίθετα, θα επηρεαστεί εάν εκείνος δεν θα έχει ενεργό ρόλο στην καθημερινότητα του. Γιατί, σταθερότητα για την ανάπτυξη ενός παιδιού σημαίνει πρωτίστως η σταθερή παρουσία και ο ενεργός ρόλος και των δύο γονέων σε επαρκή χρόνο (τουλάχιστον 35% - ιδανικά, διαμοιρασμένο 50% ανάμεσα στους δύο γονείς). Δεν θα είναι το παιδί “τουρίστας” -όπως αναίσχυντα χαρακτηρίστηκε- εάν μεταβαίνει και κατοικεί στα σπίτια των γονιών του, καθώς θα έχει τον πιο ασφαλή προορισμό στην αγκαλιά και στην ψυχή των γονιών του. Θα είναι ευτυχισμένο γιατί θα απολαμβάνει την φροντίδα και των δύο κι ο κάθε γονιός θα συμπληρώνει τα κενά του άλλου. Γιατί, μπορεί να χώρισαν οι γονείς ως σύντροφοι, ωστόσο, θα παραμένει ανέπαφη η οικογένεια του. Τα μικρά βρέφη και παιδιά έχουν δικαίωμα να διανυκτερεύουν στο σπίτι του ικανού και καλού γονέα και δεν θα βιώσουν κανένα άγχος αποχωρισμού, καθώς τα παιδιά αναπτύσσουν δεσμό προσκόλλησης και με τους δύο γονείς τους και η πατρική σχέση είναι πολύτιμη κι αναντικατάστατη (βλ ανασκόπηση Warshak, 2014 την οποία προσυπογράφουν 112 ειδικοί). Στην προσχολική, στη σχολική κι εφηβική ηλικία, η αποκλειστική επιμέλεια από έναν γονέα, ανεδείχθη σε στατιστικά σημαντικό παράγοντα που προβλέπει συναισθηματικά, ψυχοσωματικά και συμπεριφορικά προβλήματα, σε σύγκριση με την συνεπιμέλεια (Bergstrom, 2015, 2017, Fransson et al, 2016, Baude et al 2016, μετα-αναλύσεις Nielsen, 2017, 2018 ). Η ασύμμετρη συμμετοχή των γονέων στην καθημερινή/ βιωματική ανατροφή του παιδιού κι ο αποκλεισμός (σκόπιμος ή μη) του ενός (συνήθως του πατέρα, σπανιότερα της μητέρας) προκαλεί «ρήγμα» στον ψυχισμό του παιδιού που όχι μόνο φτωχοποιεί σε πολλά επίπεδα (γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό) την λειτουργία του, αλλά, δυνάμει, συνιστά, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, ένα σοβαρό τραύμα (Britton, 2004· Morgan, 2005· Phares, 2013, ΕΛΨΕ,2020).
Τα ευεργετικά αποτελέσματα της συνεπιμέλειας κατά νομικό τεκμήριο, σύμφωνα με 12 εξέχοντες ειδικούς ερευνητές, είναι εμφανή σε ένα ευρύ φάσμα αξιολογήσεων που αφορούν στην ψυχοσωματική λειτουργία των παιδιών, (α) χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και γενικότερα ψυχικής δυσφορίας, (β) χαμηλότερη επιθετικότητα και προβλήματα συμπεριφοράς, μειωμένη χρήση αλκοόλ και ουσιών, (γ) καλύτερη σχολική απόδοση και καλύτερη γνωστική ανάπτυξη, (δ) καλύτερη σωματική υγεία, ε) χαμηλότερα ποσοστά καπνίσματος και (στ) καλύτερες οικογενειακές σχέσεις (Βraver &Lamb,2018).
Κύριε νομοθέτη, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του παιδιού εάν περνάει χρόνο εποικοδομητικό και με τους δύο γονείς του. Καμία δραστηριότητα δεν υπερισχύει και δεν προκρίνεται της γονικής σχέσης, η στενή γονική σχέση είναι το πολυτιμότερο εφόδιο του παιδιού για να ανταποκριθεί και να προσαρμοσθεί στις δυσκολίες της ζωής. Κανείς γονέας επισκέπτης ή γονέας του Σαββατοκύριακου δεν μπορεί να αποτελέσει υγιές πρότυπο και να επιδράσει καθοριστικά στη ζωή του παιδιού του.
Κύριε νομοθέτη, όταν αποφασίζετε για το μέλλον του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρούς δεσμούς που έχει έως τώρα με τον έναν γονιό του, θα πρέπει να ξέρετε ότι το παιδί ακόμη κι αν δεν έχει αναπτύξει ισχυρό δεσμό με τον άλλον γονέα, επιβάλλεται να αναπτύξει κι όχι να αποκοπεί, καθώς οι δεσμοί και με τους δύο γονείς του είναι καθοριστικοί παράγοντες για την υγιή του ανάπτυξη και την ψυχική του ισορροπία.
Η μετοίκηση του παιδιού σε άλλο τόπο ή άλλη χώρα , ως «παρακολούθημα» του ενός γονέα που προτάσσει τις δικές του ανάγκες, οδηγεί στην αποδυνάμωση του δεσμού του με τον άλλο γονέα, στην αποξένωση του, υπονομεύει την ψυχική του υγεία και δεν εξυπηρετεί το πραγματικό και βέλτιστο συμφέρον του.
Τα παιδιά εκτός γάμου, που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τον άλλο γονέα, έχουν την ίδια βαθιά εσωτερική ανάγκη να συνδεθούν μαζί του, ειδάλλως, θα φέρουν πάντα ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή τους καθώς θα τους λείπει ο ήμισυ εαυτός τους, οι ρίζες τους, βιώνοντας απόρριψη, μόνιμο αίσθημα εγκατάλειψης, ψυχικό τραύμα που θα τα ακολουθεί δια βίου, κατακερματίζοντας τον ψυχικό τους κόσμο.
Αλίμονο, εάν στην Ελλάδα του 2021, οι μεροληπτικές στάσεις και οι διαστρεβλωμένες γενικεύσεις περί αγίων μητέρων και κακοποιητικών πατέρων επισκιάζουν το δικαίωμα του παιδιού να ανατρέφεται κι από τους δύο ικανούς και καλούς γονείς του.
Όταν κύριε νομοθέτη αποφασίζετε για τα παιδιά του κόσμου, να τα νοιαστείτε σαν να είναι τα δικά σας παιδιά, να σκύψετε και να αφουγκραστείτε τις πραγματικές τους ανάγκες. Σεβαστείτε το αναφαίρετο δικαίωμα τους, και το βέλτιστο συμφέρον τους, να ανατρέφονται με ίσο χρόνο εναλλάξ στις κατοικίες και των δύο γονέων τους. Ειδάλλως, θα είναι παιδιά με «τσακισμένη» ταυτότητα, τραυματισμένα ψυχικά, με ανασφάλεια και απώλεια της εμπιστοσύνης. Γιατί τα παιδιά έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι μεγαλώνουν σε έναν κόσμο που τους παρέχει αγάπη, ασφάλεια και προστασία.
Το παιδί δεν ανήκει σε κανέναν γονιό, οι γονείς ανήκουν στο παιδί και τους έχει ανάγκη και τους δύο.
Μαρία Καπερώνη
Κλινικός Ψυχολόγος Παιδιών & Εφήβων Msc, ΑΠΘ
EuroPsy (European Certificate in Clinical & Health Psychology)
ΓΝΘ Ιπποκράτειο, Παιδοψυχιατρικό τμήμα
Πηγή: Newsbomb.gr