Πολυκυστικές ωοθήκες και αποτρίχωση - Τι πρέπει να γνωρίζετε
Αποτρίχωση: Ποιες γυναίκες επωφελούνται περισσότερο;
Σε προτεραιότητα έχει τεθεί, με τις νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τις πολυκυστικές ωοθήκες, η διαχείριση της υπερτρίχωσης, του πλέον χαρακτηριστικού γνωρίσματος της πάθησης. Επειδή αποτελεί αισθητικό ζήτημα μέχρι σήμερα περιθωριοποιείτο από τους περισσότερους γιατρούς, αλλά οι έντονες ψυχολογικές επιπτώσεις και η σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των ασθενών οδήγησε στην αναγνώριση της ανάγκης αντιμετώπισής του.
Σύμφωνα με μια ανασκόπηση μελετών που δημοσιεύθηκε διαδικτυακά στο JAMA Dermatology οι θεραπείες με λέιζερ και έντονο παλμικό φως (IPL), μόνες τους ή σε συνδυασμό με φάρμακα, μειώνουν την υπερτρίχωση και βελτιώνουν την ψυχολογική κατάσταση των γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Αποτρίχωση με κερί: Είναι ασφαλής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης;
«Η εκτεταμένη τριχοφυΐα επηρεάζει το 4%-6% του γυναικείου πληθυσμού, και το 70%-80% όσων πάσχουν από το σύνδρομο. Αποτελεί σημαντικό πρόβλημα καθώς καταρρακώνει την αυτοεκτίμηση. Οι γυναίκες ντρέπονται για την εμφάνισή τους, ιδίως όταν αυτή εμφανίζεται στο πρόσωπο, και συχνά αποσύρονται από την κοινωνική ζωή, βιώνοντας άγχος και κατάθλιψη.
Σήμερα, η υποβοηθούμενη με λέιζερ αποτρίχωση είναι η πιο δημοφιλής μέθοδος απαλλαγής από τις τρίχες, αφού προσφέρει αποδεδειγμένα καλύτερα αποτελέσματα από κάθε άλλη», επισημαίνει ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών έχουν ανωμαλίες στον μεταβολισμό των ανδρογόνων και των οιστρογόνων και στον έλεγχο της παραγωγής ανδρογόνων. Μπορεί να προκαλέσουν, εκτός από την υπερτρίχωση, παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο, διαβήτη, μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος, αποφρακτική άπνοια ύπνου και υπογονιμότητα.
Στοιχεία δείχνουν ότι η υπερτρίχωση είναι το πιο ενοχλητικό σύμπτωμα, ιδιαίτερα όταν επηρεάζει το πρόσωπο. Σε μια μελέτη, οι ασθενείς κατέταξαν την υπερβολική τριχοφυΐα στο πρόσωπο και στο σώμα ως παράγοντα με μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής τους από ό,τι η αδυναμία απόκτησης απογόνων και τα προβλήματα που σχετίζονται με την έμμηνο ρύση.
Ερευνητές από το Monash Health της Mελβούρνης, το πανεπιστημιακό νοσοκομείο Oulu στη Φινλανδία και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Agostino Gemelli της Ρώμης εξέτασαν δεδομένα 6 μελετών στις οποίες συμμετείχαν συνολικά 423 γυναίκες. Όλες είχαν υποβληθεί σε θεραπείες μείωσης της τριχοφυΐας με λέιζερ ή με έντονο παλμικό φως. Σκοπός τους ήταν να καταλάβουν εάν οι θεραπείες μείωσης της υπερτρίχωσης με λέιζερ Αλεξανδρίτη, διοδικό λέιζερ ή Έντονο Παλμικό Φως, είτε ως ανεξάρτητες θεραπείες είτε σε συνδυασμό με άλλες συστηματικές αγωγές είναι αποτελεσματικές στην αντιμετώπισή της σε ενήλικες και έφηβες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Αξιολόγησαν επίσης την επίδραση στην ψυχολογία και τις τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες.
«Μαμά, podcast να βάλεις»: Αποτρίχωση κοριτσιών - Σε ποια ηλικία να αρχίσουν και με ποια μέθοδο
Βρέθηκε ότι οι θεραπείες είναι αποτελεσματικές στη μείωση της σοβαρότητας της υπερτρίχωσης, στη βελτίωση της ψυχολογικής ευεξίας και της ποιότητας ζωής, με γενικά ανεκτές ανεπιθύμητες ενέργειες. Η ταυτόχρονη χρήση μετφορμίνης μόνη ή σε συνδυασμό με αντισυλληπτικό χάπι προσφέρει πρόσθετα οφέλη.
Ειδικότερα, από τις μελέτες που συμπεριλήφθηκαν σε αυτή την ανασκόπηση, διαπιστώθηκε επίσης ότι το λέιζερ Αλεξανδρίτη μείωσε αποτελεσματικά τις τρίχες και όσες συμμετείχαν ικανοποιήθηκαν από το αποτέλεσμα. Οι γυναίκες απολάμβαναν μεγαλύτερα διαστήματα χωρίς τρίχες και η μείωση ήταν μεγαλύτερη από ότι με τη θεραπεία με έντονο παλμικό φως.
Η τελευταία όταν συνδυάστηκε με μετφορμίνη, μια φαρμακευτική ουσία για τη ρύθμιση του διαβήτη, μείωσε την υπερτρίχωση και τον αριθμό των τριχών περισσότερο απ’ ότι όταν χρησιμοποιήθηκε μόνη, αλλά προκάλεσε περισσότερες παρενέργειες.
Όσον αφορά στα διοδικά λέιζερ, οι θεραπείες με αυτού του τύπου τα μηχανήματα απέδωσαν καλύτερα όταν συνδυάστηκαν με αντισυλληπτικά χάπια.
Η σύγκριση δύο διοδικών λέιζερ έδειξε ότι τα χαμηλής ισχύος με υψηλή συχνότητα επανάληψης μείωσαν περισσότερο το πλάτος της τρίχας και πόνεσαν λιγότερο τις θεραπευόμενες, συγκριτικά με εκείνες στις οποίες εφαρμόστηκε λέιζερ υψηλής ισχύος με λιγότερες επαναλήψεις.
«Η θεραπεία με λέιζερ θα μπορούσε επομένως να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της διαχείρισης των συνεπειών του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών. Μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης των αισθητικών και ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, όπως απέδειξαν πολλές μελέτες, μεταξύ αυτών και μια που δημοσιεύθηκε στο Journal of Lasers in Medical Sciences.
Τα λέιζερ Αλεξανδρίτη είναι τα αποτελεσματικότερα στον έλεγχο της τριχοφυΐας. Κάνουν, επίσης, τις τρίχες πιο λεπτές και απαλές. Είναι τα ταχύτερα και γι’ αυτό απαιτούνται λιγότερες συνεδρίες για την ολοκλήρωση της θεραπείας. Είναι δε κατάλληλα ακόμα και για ανοιχτόχρωμα δέρματα. Στα πλεονεκτήματά τους έναντι άλλων τύπων λέιζερ περιλαμβάνεται και η ικανότητά τους να στοχεύουν και να εξαφανίζουν ακόμα και πολύ λεπτές τρίχες.
Τα διαδικά λέιζερ, από την άλλη, έχουν το πλεονέκτημα ότι διεισδύουν βαθύτερα στον θύλακα και είναι εξίσου αποτελεσματικά σε κάθε χρώμα δέρματος.
Οι θεραπείες είναι ανώδυνες, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται τοπική αναισθητική κρέμα, αλλά και χωρίς αυτήν η ενόχληση είναι στιγμιαία, ακόμα και όταν αφαιρούνται τρίχες από ευαίσθητες περιοχές. Από τα βασικά πλεονεκτήματα είναι η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα, που εξοικονομεί χρόνο και κόπο, συμβάλλοντας στη βελτίωση της αυτοπεποίθησης και της αυτοεικόνας.
Από τις θεραπείες με λέιζερ μπορούν να ωφεληθούν όλες οι γυναίκες που έχουν υπερτρίχωση σε πρόσωπο ή/και σώμα, ανεξάρτητα από την αιτία που προκαλεί την αύξηση των κυκλοφορούντων στο αίμα ανδρογόνων (π.χ. υποθυρεοειδισμός, υπερπρολακτιναιμία, υπερκορτιζολαιμία, συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων και όγκοι ωοθηκών ή επινεφριδίων). Είναι ιδανικές και για γυναίκες που παρότι δεν έχουν αυξημένα ανδρογόνα έχουν υπερβολική τριχοφυΐα (ιδιοπαθής δασυτριχισμός).
Εν κατακλείδι, η αντιμετώπιση της υπερτρίχωσης με θεραπεία με λέιζερ αποτελεί την ιδανική λύση για τα άτομα που αναζητούν μακροπρόθεσμο έλεγχο της υπερβολικής τριχοφυΐας», καταλήγει ο δρ Στάμου.