«Καλό ταξίδι Λουσάκι μου, θα σ’ αγαπώ για πάντα!»
Δεν ήξερα. Για την ακρίβεια οι γονείς μου δε μου ανακοίνωσαν τίποτα, δε με ενημέρωσαν για τίποτα. Με προστάτεψαν από μία εμπειρία που θα στοίχειωνε τα όνειρά μου.
Η απόφαση πάρθηκε από τη μαμά μου που ζούσε καθημερινά μαζί της και ήξερε από πρώτο χέρι πόσο υπέφερε. Ήταν μια γενναία απόφαση και ξέρω ότι πάρθηκε μόνο για το καλό της. Το Σάββατο το πρωί, η Λούση μας κοιμήθηκε για πάντα.
Η διαδικασία της ευθανασίας πονάει. Φεύγεις με μια ζωή στα χέρια σου και γυρνάς με ένα τυλιγμένο σώμα, άδειο, άψυχο. Μέσα σε αυτό κατοικούσε ο σύντροφος της ζωής σου για 15 χρόνια... Πονάει αυτή η απώλεια και δύσκολα ξεπερνιέται.
Τους τελευταίους μήνες η καρδιά της ήταν κομμάτια. Έτρεμαν τα πόδια της, είχε ακράτεια, δεν άκουγε, δεν έβλεπε καλά... Λες και προαισθανόταν το τέλος και μέσα στο φόβο της γαντζωνόταν πάνω μας. Φοβόταν το τέλος. Ένα τέλος που θα μπορούσε να ήταν βίαιο και οδυνηρό. Ένα τέλος που δεν της άξιζε. Η ευθανασία ήταν μονόδρομος...
Η Λούση ήρθε στο σπίτι μας κουτάβι. Μία άσπρη, μαλλιαρή μπαλίτσα. Επέμενα! «Μαμά θέλω να μου πάρετε σκυλί! Δεν έχω αδέρφια! Δε μπορείτε να μου το αρνηθείτε!». Η πίεση που ασκούσα στους γονείς μου ήταν καθημερινή και έντονη. Ήξερα ότι στο τέλος θα τους πείσω. Τα κατάφερα αλλά με μια μικρή καθυστέρηση.
Ήμουν δεκαεφτά όταν την αποκτήσαμε. Διαλέξαμε όλοι μαζί το όνομά της και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η Λούση εξασφάλισε μία ισότιμη θέση στην οικογένειά μας.
Τα πρώτα βράδια της κουταβίσιας ζωής της, η μάνα μου την έκλεινε στην κουζίνα αφού πρώτα έστρωνε στο πάτωμα εφημερίδες. Εκεί της είχαμε βάλει ένα μεγάλο καλάθι για να κοιμάται στα μαλακά και δίπλα της είχε πολλά λούτρινα κουκλάκια για να μη φοβάται μόνη της. Τις νύχτες έκλαιγε γιατί ήθελε παρέα. Και τότε, σηκωνόμουν στις μύτες των ποδιών μου και την έπαιρνα κρυφά στο κρεβάτι μου παρά τις προειδοποιήσεις της μάνας μου: «Πρώτα θα μάθει να κατουράει έξω και μετά θα βγει από την κουζίνα!».
Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό μέχρι που ένα πρωινό προδόθηκα. Με πήρε ο ύπνος και δεν πρόλαβα να την επιστρέψω στην κουζίνα. Η μάνα μου μας βρήκε αγκαλιά στο κρεβάτι. «Μα ρε μαμά κοίταξέ την! Είναι ένα μωράκι που έχει ανάγκη από στοργή και αγάπη!», δικαιολογήθηκα. «Και δε μου λες Μαρία Τερέζα, εσύ θα πλύνεις τα σεντόνια τώρα;». Η Λούση είχε αφήσει το σημάδι της...
Το σκυλάκι μας πήρε πολλή αγάπη. Μακάρι όλα τα σκυλιά του κόσμου να ζούσαν όπως το δικό μας. Οι γονείς μου της αφιέρωσαν τη ζωή τους κυριολεκτικά. Δε μετάνιωσαν ποτέ για τις διακοπές που δεν έκαναν (γιατί τα ξενοδοχεία δε δέχονταν σκυλιά), ούτε για τα ταξίδια που δεν έκαναν (γιατί δεν ήθελαν να κλειστεί η Λούση σε ένα κλουβί στα έγκατα του αεροπλάνου). Ήταν αυτονόητο ότι όπου ήταν αυτοί, θα ήταν και αυτή. Μία σχέση εξάρτησης και ανιδιοτελούς αγάπης...
Η Λούση ήρθε και στον γάμο μου. Πρόλαβε το μωρό μου... Φόρεσε το λουράκι της και ήρθε με τη μαμά μου έξω από την εκκλησία. Κυρία σωστή! Με γνώρισε έφηβη και με είδε νύφη. Γνώρισε και την κόρη μου. Στην αρχή την πήρε με στραβό μάτι. Ποιο ήταν αυτό το μικροσκοπικό ανθρωπάκι που όλοι ασχολούνταν μαζί του και όχι πια μαζί της; Με τον καιρό την αγάπησε. Έκανε μεγάλη παραχώρηση αλλά μάλλον διαισθάνθηκε ότι αυτό το πλασματάκι ήταν όλη μου η ζωή. Μάλλον το έκανε για μένα... Εμένα άλλωστε με ήξερε καλύτερα από την Έλενα.
Κάθε φορά που η Έλενα περνούσε το κατώφλι της πόρτας του πατρικού μου, εκείνη πηδούσε πάνω της με μανία, την γρατζούνιζε στην αγωνία της να κερδίσει την προσοχή της. Κουνούσε την ουρά της τόσο δυνατά που πονούσε σαν μαστίγιο. Η Έλενα έπεφτε κάτω από την ορμή της Λούσης και κλαψούριζε. Και τότε η Λούση την έγλειφε... Και μετά ήταν πάλι φίλες. Αυτή ήταν η διαδικασία καλωσορίσματος.
Διαβάστε περισσότερα στο queen.gr