Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας- Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς
Στη χώρα μας, το 20% του πληθυσμού απειλείται σήμερα από τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, έναντι 15% που είναι ο μέσος κοινοτικός όρος.
Η Κομισιόν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι απειλούνται από τη φτώχεια κοινωνικές ομάδες, όπως οι άνεργοι, οι πολύτεκνες οικογένειες και οι ηλικιωμένοι. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Ε.Ε, το όριο της φτώχειας ενός μονομελούς νοικοκυριού αντιστοιχεί σε ετήσιο εισόδημα 4.800 ευρώ, ενώ για ένα 4μελές νοικοκυριό ανέρχεται στα 10.800 ευρώ (τιμές 2002).
Η Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF στην ετήσια Έκθεση «Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα 2016 – Παιδιά σε Κίνδυνο» που συντάχθηκε για λογαριασμό της από επιστημονική ομάδα με επικεφαλής διδάσκοντα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης παραθέτει τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την παιδική ευημερία στη χώρα μας σήμερα. Η ανάλυση των δεδομένων της περιόδου 1995-2015 από την EUROSTAT και την ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνει την δραματική επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης των παιδιών στην Ελλάδα (π.χ. η παιδική φτώχεια αυξήθηκε κατά 6,3% ή, σε απόλυτους αριθμούς, 122.340 περισσότερα παιδιά βρέθηκαν αντιμέτωπα με τον κίνδυνο της φτώχειας).
Από συγχρονική σκοπιά, οι εμπειρικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 2014 η παιδική φτώχεια ήταν στο 25,3% (424.000 παιδιά), αυξημένο κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2010 (22,3%). Η μέση μηνιαία ισοδύναμη καταναλωτική δαπάνη σε σταθερές τιμές για μια οικογένεια με δύο παιδιά ήταν το 2014, 1.551€ ενώ αυτή του 2010, 2.359€. Το 2015 η σοβαρή υλική αποστέρηση στις οικογένειες με παιδιά ήταν στο 26,8%. Το επίπεδο υλικής αποστέρησης εκφράζει την οικονομική αδυναμία απόκτησης αγαθών που θεωρούνται επιθυμητά ή και απαραίτητα για μια ικανοποιητική ζωή.Ο δείκτης αυτός κάνει τη διάκριση μεταξύ των ατόμων που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στην απόκτηση ενός ορισμένου αγαθού ή υπηρεσίας και αυτών που δεν το θέλουν ή δεν το χρειάζονται. Η σοβαρή υλική αποστέρηση ορίζεται ως η αντικειμενική αδυναμία των οικογενειών να πληρώσουν για τουλάχιστον τέσσερα από εννιά αγαθά και υπηρεσίες (δηλαδή ενοίκιο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση, κρέας, διακοπές, τηλεόραση, αυτοκίνητο, τηλέφωνο). Το επίπεδο σοβαρής υλικής αποστέρησης έχει επιδεινωθεί δραματικά για όλους τους τύπους νοικοκυριών μετά τα κρίσιμα έτη 2010 και 2011, αγγίζοντας το 36,6% για το 2015 μεταξύ των μονογονεϊκών οικογενειών και το 31,3% στις πολύτεκνες οικογένειες (για τις οποίες το ειδικό επίδομα αντικαταστάθηκε με μια πενιχρή προνοιακή παροχή που χορηγείται μετά από αυστηρό έλεγχο των πόρων).
Η κατάσταση των παιδιών διαμορφώνεται σε ταραχώδεις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες ως συνέπεια της ύφεσης και της αυστηρής λιτότητας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια. Βάσει της ανάλυσης των δεδομένων της EUROSTAT, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά ¼ από το 2008 μέχρι σήμερα, η ανεργία έχει αυξηθεί δραματικά στο 27% (και 50% μεταξύ των νέων) και ένας στους πέντε κατοίκους ζουν σε συνθήκες σοβαρής υλικής αποστέρησης.Οι αδρές αυτές εκτιμήσεις συνιστούν λόγο ανησυχίας για τις προοπτικές ευημερίας και κινητικότητας παιδιών και εφήβων ιδιαίτερα μεταξύ οικογενειών από χαμηλά και μικρομεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Το κόστος από μια πιθανή επιδείνωση της κατάστασης των παιδιών μπορεί να είναι διττό, τόσο από την σκοπιά της παραγωγικότητας και του εισοδήματος για το άτομο, όσο και από την σκοπιά της οικονομικής ανάπτυξης για την κοινωνία ως σύνολο (π.χ. λόγω της μη-αξιοποίησης των δυνατοτήτων και των ταλέντων παιδιών από λιγότερο πλούσιες οικογένειες).
Η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα (οριζόμενη ως ποσοστό των παιδιών που ζουν σε οικογένειες με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του 60% του αντίστοιχου εθνικού διάμεσου εισοδήματος) ξεκινά από σχετικά χαμηλό αφετηριακό σημείο πριν την επίδραση των συνολικών δαπανών για κοινωνική προστασία (26,5%) για το χρονικό διάστημα 1995-2014 και σε σύγκριση με τις υπό εξέταση χώρες της ΕΕ.
Ωστόσο, η πολύ μικρή μείωση της παιδικής φτώχειας επιτυγχάνεται κυρίως μέσω των συντάξεων (2,7%), ενώ η επίδραση των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων είναι οριακή (2,6%) αν συγκριθεί με την επίδραση αυτή σε χώρες όπως π.χ. οι Σκανδιναβικές. Ωστόσο, η τεράστια σημασία των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων, δηλαδή παροχών σε χρήμα και σε είδος προς την οικογένεια, την υγεία, την πρόνοια, την στέγαση, κ.λπ. (όπου η Ελλάδα υστερεί σημαντικά) για τον μετριασμό της παιδικής φτώχειας επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά ευρήματα της έκθεσης.
Πιο συγκεκριμένα, από την ανάλυση των δεδομένων των ερευνών ECHP και EU-SILC προκύπτει ότι οι λοιπές κοινωνικές μεταβιβάσεις σε χρήμα και σε είδος (δηλαδή, εκτός των συντάξεων γήρατος και χηρείας) μπορούν από μόνες τους να εξηγήσουν ένα συντριπτικό ποσοστό (της τάξης του 83%) της μεταβλητότητας της παιδικής φτώχειας στις υπό εξέταση χώρες της ΕΕ. Από την σκοπιά της διαγενεακής μεταβίβασης της φτώχειας, οι ανισότητες στην παιδική φτώχεια είναι τεράστιες μεταξύ των οικογενειών χαμηλής και υψηλής εκπαίδευσης. Ειδικότερα, η φτώχεια των παιδιών που κατάγονται από οικογένειες χαμηλής εκπαίδευσης (δημοτικό και γυμνάσιο) κυμαίνεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα διαχρονικά, προσεγγίζοντας ακόμη και το 60% τα τελευταία χρόνια.
Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγικής και μεταναστευτικής κίνησης προς την Ευρώπη αναγκαία είναι η αναφορά σε βασικά νομοθετήματα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο που σχετίζονται με τη διεθνή προστασία και τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται, με ιδιαίτερη αναφορά, μεταξύ άλλων, στην Σύμβαση της Γενεύης και στον Κανονισμό ΕΚ 604/2013 (Δουβλίνο ΙΙΙ).
Η αποτίμηση της κατάστασης, όπως έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη με βάση της ακολουθούμενες πολιτικές, οι οποίες προσανατολίζονται στην ασφάλεια των συνόρων έναντι της ασφάλειας των ανθρώπων, έχει ως αποτέλεσμα την -παρά τις προβλέψεις της εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας- αμφισβήτηση στην πράξη της θεμελιώδους αρχής του προσφυγικού δικαίου περί μη επαναπροώθησης σε μη ασφαλή χώρα και εν τέλει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών που μετακινούνται.