«Νίκησα τον καρκίνο» - Η ιστορία ενός μικρού παιδιού
Σήμερα είναι η Διεθνής Ημέρα κατά του Παιδικού Καρκίνου. Μιας αρρώστιας που κρύβεται στον φόβο κάθε ανθρώπου. Ενός τέρατος που μόνο ο Θεός μπορεί να νικήσει, αλλά όχι πάντα...
Ο μικρός Γιαννάκης κατάφερε να σταθεί απέναντι του, να μην κλείσει τα μάτια στο φως και να το καρφώσει εκεί που πονάει.
Γράφει η Μαριάννα Γεωργαντή
Ένα παιδί από μια αξιοπρεπή οικογένεια έμενε στα Νότια Προάστια μαζί με τους γονείς του και την μικρή του αδελφή. Πολλές φορές μάλωνε μαζί τους γιατί δεν διάβαζε και πήγαινε να παίξει μπάλα με τους φίλους του. Όνειρο του ήταν να γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής και να μοιράζει πολλά αυτόγραφα.
Μια μέρα, ο Γιαννάκης γύρισε νωρίτερα στο σπίτι από ότι συνήθιζε. Η μαμά του τον είδε κουκουλωμένο στον καναπέ και τον πλησίασε για να δει τι έχει συμβεί. Ο ίδιος της είπε ότι δεν ένιωθε καλά και ότι πιθανόν να είναι άρρωστος. Εκείνη τον καθησύχασε λέγοντας του ότι πιθανό να είναι μία ίωση, αλλά τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμεναν.
Ο πυρετός δεν έπεφτε και αυτό το παιδί που πριν λίγες μέρες ήταν γεμάτο με ενέργεια, πλέον δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Οι γονείς του ανήσυχοι έσπευσαν στο νοσοκομείο. Ο ίδιος καθισμένος στο πίσω κάθισμα, με την μαμά του να του κρατά το χέρι, του έλεγε πράγματα που τον έκαναν να ξεχαστεί. Ήταν δύσκολο, όμως, καθώς ο πόνος τύλιγε το κορμί του και ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει.
Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο οι γιατροί ξαφνιάστηκαν με το χρώμα του παιδιού. Αμέσως ο μικρός υποβλήθηκε σε γενική αίματος. Τα αποτελέσματα βγήκαν, μόνο που ο γιατρός δεν είπε με ακρίβεια στους γονείς τι είχε ο μικρός, κάτι που τους έκανε να καταλάβουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ο Γιαννάκης κλήθηκε να κάνει περαιτέρω εξετάσεις και τότε ο γιατρός ζήτησε από τους γονείς του να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Ο μικρός μέσα από τα στόρια, θυμάται ακόμα την εικόνα της μαμάς του να καταρρέει στην αγκαλιά του μπαμπά του κλαίγοντας. Ο γιατρός βγήκε από το γραφείο και για λίγη ώρα οι γονείς έμειναν μόνοι τους μέσα. Στη συνέχεια κάλεσαν τον Γιαννάκη. Ήταν μόλις εννέα ετών αλλά οι γονείς του ήθελαν τον ενημερώσουν για την κατάσταση, πίστευαν ότι θα ήταν καλύτερο να ξέρει.
Είχε διαγνωστεί με μια μορφή καρκίνου, λευχαιμία. «Δηλαδή μαμά θα πεθάνω;» ρώτησε μόλις άκουσε την λέξη «καρκίνο». Ο γιατρός τον πλησίασε και τον ενημέρωσε ότι με τα σημερινά δεδομένα οι πιθανότητες είναι υπέρ του. Από κείνη τη μέρα θα άρχιζε ένας αγώνας. Ο μικρός μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο κάνοντας ενέσεις, ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες.
Ο Γιάννης δεν άντεχε... ήθελε να γυρίσει σπίτι! Φώναξε την μαμά του στο κρεβάτι, και της είπε να τον πάρει μια μεγάλη αγκαλιά. «Μαμά δεν αντέχω άλλο, πονάω. Σε παρακαλώ δεν το αντέχω άλλο θέλω να ξεκουραστώ», της ψιθύρισε. «Εντάξει καρδιά μου», του είπε μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της και βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Γιάννάκης στο νοσοκομείο γνώρισε έναν κύριο που είχε καρκίνο στον προστάτη. «Αυτό που έχετε εσείς το κόλλησα και εγώ», του είπε. «Μα τώρα δεν ησυχάσω, η μαμά μου μου είπε ότι θα σταματήσουν όλα και θα ησυχάσω»
Ο κύριος έσκυψε και ρώτησε το Γιαννάκη τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, εκείνος του αποκρίθηκε ότι ονειρεύεται να γίνει ποδοσφαιριστής.
«Μμμ σκέψου λοιπόν ένα γήπεδο βουβό, χωρίς οπαδούς, να έχουν φύγει όλοι. Και εσύ καθισμένος στην σέντρα, σκυμμένος γιατί ενώ σου έδωσε ασίστ ο φίλος σου άφησες την μπάλα να κυλίσει από μπροστά σου, δεν σούταρες καν και χάσατε. Σκέψου, από την άλλη, τον κόσμο να φωνάζει το όνομα σου, τη μαμά σου να σε καμαρώνει και εσύ να πανηγυρίζεις που διεκδίκησες την μπάλα και σούταρες»
«Και εάν δεν το έβαζα;»
«Σούταρες, όμως, δεν έμεινες ακίνητος. Προσπάθησες. Τι προτιμάς, λοιπόν, να πονέσεις, να βγεις νικητής και όλοι να σε δείχνουν με θαυμασμό, ή να μείνεις μόνος στο σκοτάδι»
«Φοβάμαι το σκοτάδι κύριε. Θέλω να βάλω το γκολ»
Και έτσι έγινε. Μετά από καιρό ο Γιαννάκης κατάφερε, αν και εκτός έδρας, να πάρει το διπλό στο παιχνίδι με τον καρκίνο.