28η Οκτωβρίου: Τα τραγούδια που είναι ταυτισμένα με το «ΟΧΙ» της Ελλαδας (vid)
Το Mothersblog και οι συντάκτες του γιορτάζουν την 28η Οκτωβρίου με τραγούδια για το Έπος του ’40, που ιστορούν την ανδρεία και την αυτοθυσία των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο.
Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο εκφωνητής του Ραδιοφωνικού προγράμματος του Ζαππείου, Κώστας Σταυρόπουλος, διέκοψτε τη ροή του προγράμματός του που θα αναμετέδιδε τραγούδια της Σοφίας Βέμπου για να ανακοινώσει την επίθεση της Ιταλίας στην Ελλάδα. Έτσι ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος.
Πριν μπούν οι Γερμανοί στην Αθήνα, η Σοφία Βέμπο εξακολουθούσε να τραγουδάει από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών και να καταμαρτυρά με τα τραγούδια της. Για αυτό και ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που έπιασαν οι Γερμανοί όταν εισέβαλαν στην Αθήνα.
Έτσι, τα τραγούδια της έγραψαν ιστορία και κάθε χρόνο που τα θυμόμαστε μας μεταφέρουν το κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα.
Σας παραθέτουμε μερικά από τα τραγούδια της μαζί με τους στίχους τους ώστε να ακούσετε και να νιώσετε τον παλμό της Ελλάδας την εποχή εκείνη.
Βάζει ο Ντούτσε τη Στολή του, Σοφία Βέμπο
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του, μ' όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε, το φουκαρά!
Ωωωωωωωωωωωωωχ
Τον τσολιά μας τον λεβέντη βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο, με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.
Αααααααααααααχ
Ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει "Αέρα" από τον τσολιά, δρόμο παίρνει και δρομάκι και πηδάει το ποταμάκι, ξέρει τη δουλειά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά, κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο, και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Αααααααααααααχ
Στέλνει ο νέος Ναπολέων μεραρχίες πειναλέων στο βουνό ψηλά, για να βρουν τον διάβολό τους κι ο στρατός μας αιχμαλώτους τσούρμο κουβαλά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ
Και οι Κένταυροι οι καημένοι, βρε τι τρομερό, νηστικοί, ξελιγωμένοι πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι, γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Αααααααααααααχ
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους κι από μας και τους συμμάχους τρώνε τη κλωτσιά, και χωρίς πολλές κουβέντες μπήκαν Έλληνες λεβέντες μεσ' τη Κορυτσά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ
Μέσα στ' Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο, γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω. Και 'πάθαν οι καημένοι μεγάλη συμφορά, κι η Ρώμη περιμένει κι εκείνη τη σειρά.
Αααααααααααααχ
Παιδά της Ελλάδος παιδιά, Σοφία Βέμπο
Μεσ' τους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν' αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π' ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.
Μα για 'κείνους που 'χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να 'ρθετε ξανά.
Λέω σ' όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.
Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ασκούμε
σαν Σουλιώτισσες.
Σοφία Βέμπο- Αρχισε ο χειμώνας πάλι
«Άρχισε ο χειμώνας πάλι
και στη σόμπα ή στο μαγκάλι
ζεσταινόμαστε,
και ενώ μέσ' στα παλτά μας
και στα ρούχα τα ζεστά μας
τυλιγόμαστε.
Τα ατρόμητα παιδιά μας
που φρουροί στα σύνορά μας
πάλι μένουνε,
η στοργή της ζεστασιάς μας
απ' τα χέρια τα δικά μας
περιμένουνε.
Γριές, κοπελιές και παιδιά
κι όλοι οι Έλληνες που έχουν
μέσα τους καρδιά,
γι' αυτούς που πεθαίνουν σκληρά,
όλοι ας δώσουμε, όλοι,
γι' άλλη μια φορά.
Κάθε βράχος και ποτάμι
και τα Βίτσια και οι Γράμμοι
το προστάζουνε,
να ντυθούν οι αντριωμένοι
που η Ελλάδα δεν πεθαίνει
πάντα κράζουνε:
Όλοι αυτοί που 'βάψαν μ' αίμα
κάθε βράχο, κάθε ρέμα
και κοιλάδα μας,
πρέπει να ντυθούν και πάλι
για να κάνουν πιο μεγάλη,
την Ελλάδα μας.
Γριές, κοπελιές και παιδιά
κι όλοι οι Έλληνες που έχουν
μέσα τους καρδιά,
γι' αυτούς που πεθαίνουν σκληρά,
όλοι ας δώσουμε, όλοι,
γι' άλλη μια φορά.
Όλοι ας μείνουμε γδυτοί,
για να ζεσταθούν αυτοί».
Σοφία Βέμπο - Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου - 1946
«Ποιος το περίμενε στ' αλήθεια, να βγουν ψευτιές και παραμύθια και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα 'λέγαν κάθε βράδι απ' τα Λονδίνα τους.
Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει, δεν θα το βάλουμε μαράζι και δεν θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν' πρώτη φορά που μας τη σκάσατε και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε:
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου κι όσο μπορείς κρατήσου και στα παλιά παπούτσια σου, γράψε όσα λέν' οι εχθροί σου.
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά, οι σύμμαχοι στη μοιρασιά, κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις, γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.
Σε κάθε χιονισμένη ράχη, σαν πολεμούσαμε μονάχοι, όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε και μεσ' στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε.
Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα, η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα, ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχάσαμε, να μας καθήσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε.
Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ' ένα στόμα: Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου κι όσο μπορείς κρατήσου και στα παλιά παπούτσια σου, γράψε όσα λέν' οι εχθροί σου.
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά, οι σύμμαχοι στη μοιρασιά, κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις, γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις».
Βέμπο Σοφία Το τραγούδι της Λευτεριάς 1943
Να σας πω για να το μάθει ο ντουνιάς το τραγούδι της λεβέντικης γενιάς που το φέρνει ο αγέρας με το πόνο της φλογέρας και που κρύβει το καημό της λευτεριάς
Το τραγούδι της τρανής παλληκαριάς που το λέει στα κορφοβούνια ο βορριάς και τ’ αντιλαλούν οι λόγγοι πέρα από το Μεσολόγγι κι απ’ το Σούλι, ως το Χάνι της Γραβιάς Ααααα, η Ελλάδα είναι απ’ το Θεό σταλμένη ααααα, η Ελλάδα μας ποτέ της δεν πεθαίνει
Το τραγούδι που οι στροφές του οι παλιές φτάναν μέχρι τις ψηλές αητοφωλιές κι έτσι οι αετοί μαθαίναν πολεμώντας πως πεθαίναν παλληκάρια σε βουνά και ακρογιαλιές
Το τραγούδι που είν’ αθάνατη πνοή που το `λέγαν σαν γλεντούσαν κι οι θεοί που τη νίκη ενός αγώνα πέρα `κεί στον Μαραθώνα διηγιέται, να ζηλεύουν οι λαοί Ααααα, η Ελλάδα μας η χιλιοδοξασμένη, ααααα, η Ελλάδα μας η τόσο αδικημένη