«Θέλω τη μανούλα μου»: Τα παιδιά της μαμάς στα Τέμπη έχουν τη σκέψη μου κάθε μέρα
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους, έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος το 1959. Δεν ξέρω πώς μπορούν να προχωρήσουν τα ζωντανά παιδιά που ψάχνουν και δεν βρίσκουν τη μάνα τους για να μπλεχτούν στα φουστάνια της.
Άκουγα πριν μερικές ημέρες την Κάτια Δουρμίκα, την αδερφή της 36χρονης στρατιωτικού και μητέρας δύο αγοριών , Έλενας Δουρμίκα που βρήκε τραγικό θάνατο στα Τέμπη, να μιλάει για τα δύο παιδιά της αδερφής της που έμειναν πίσω. Κόμπιασε η αδερφή της αδικοχαμένης μαμάς εκατό φορές και στη χροιά της μπερδεύτηκαν οι τύψεις που ένιωσα πως έχει, γιατί θα πρέπει να επιστρέψει στη Γερμανία δύο δικά της παιδιά και δεν μπορεί να μείνει παραπάνω για την οικογένειά της, για τα δύο παιδιά της αδερφής της:
«Θέλω να πω ότι είναι πολύ άδικο αυτό που έχει γίνει. Το κορίτσι είχε πάει στην Αθήνα να περάσει Επιτροπή γιατί ήταν αρκετό χρόνο εκτός υπηρεσίας. Έχω πάρα πολύ θυμό μέσα μου, δεν μπορούσε να γίνει υπηρεσιακά αυτή η δουλειά και πηγαινοερχόταν τόσο καιρό το κορίτσι Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη – Βέροια, Αθήνα – Βέροια.
Θέλω την μανούλα μου, φωνάζει το μικρότερο παιδί της ενώ το μεγαλύτερο δεν έχει ξεσπάσει ακόμα, δεν μιλάει για το θέμα, είναι πάρα πολύ δύσκολο», είπε η Κάτια Δουρμίκα για τα δύο μωρά που ακόμα περιμένουν.
Ο σύζυγος της μαμάς στρατιωτικού, είχε ξεσπάσει με τη σειρά του για τα δύο παιδιά του που περίμεναν άδικα τη μαμά τους να επιστρέψει σπίτι.
«Δεν παίρνεις έναν και τον βαφτίζεις σταθμάρχη σε μια νύχτα και αφήνεις ορφανά δύο μωρά να μπουσουλάνε και να ψάχνουν στο κρεβάτι τη μαμά τους. Τα μωρά ήταν σπίτι, περίμεναν τη μαμά. Ήταν ανήσυχα».
Μιλάμε πολλές φορές τις δύο αυτές εβδομάδες για τους γονείς που έμειναν πίσω και παλεύουν να προχωρήσουν, τους γονείς που μαζεύουν ρούχα και πράγματα από τα φοιτητικά σπίτια των παιδιών τους που δεν θα γυρίσουν.
Είναι όμως και τα παιδιά αυτά που ορφάνεψαν που δεν μπορώ να φανταστώ ποιος θα τα βοηθήσει. Στο πρώτο μας «αχ» φωνάζουμε «μαμά».
Στην πρώτη δυσκολία, στο πρώτο καρδιοχτύπι, στην αρρώστια, στα μεγάλα, στα μικρά, θέλουμε τη μαμά μας. Δεν ξέρω πώς θα πορευτούν τα σπίτια αυτά που έκλεισαν, που έφυγε η μάνα και όλα μοιάζουν μαύρα. Δεν ξέρω τι μπορεί να πει κανείς στον μικρό γιο της Έλενας που την περίμενε ανήσυχος στο κρεβάτι της και την περιμένει κάθε μέρα από εκείνο το βράδυ.
Αργείς πέντε λεπτά να πάρεις τα παιδιά σου από το σχολείο και σκίζεται η ψυχή στο πρώτο «Μαμά άργησες».
Δεν ξέρω πόσα μαμά ακούω καθημερινά, δεν ξέρω γιατί κάποιες φορές μπορεί να κουραστώ να ακούω το μαμά σε μια δύσκολη ημέρα με πολλές υποχρεώσεις. Ξέρω πως τον τελευταίο μήνα αγκάλιασα πιο δυνατά από ποτέ τα παιδιά μου. Ξέρω πως ντράπηκα για εκείνες τις φορές που με κούρασε το μαμά. Ένιωσα τύψεις που δύο παιδιά κάποια χιλιόμετρα πιο πέρα λένε «θέλω τη μανούλα μου» χωρίς να μπορεί εκείνη να τους απαντήσεις.
Χτες βράδυ, η μικρή μου κόρη με ρώτησε τι κάνουν τα παιδάκια της μαμάς από το τρένο.
«Θα είναι καλά της είπα». Δεν με πίστεψε.
«Δεν γίνεται να είναι καλά μαμά χωρίς τη μαμά τους».
«Θα προσευχηθούμε να είναι», είπαμε και κοιμηθήκαμε αγκαλιά.
Περιμένω τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σου στο a.Patoulia@queen.dpg.gr και στο Instagram https://www.instagram.com/katiepatoulia/