«Ανυπομονούσα να στείλω τα τρίδυμα μου σχολείο και τώρα κλαίω συνεχώς!»
Μια μητέρα με τρίδυμα κοριτσάκια περιγράφει πως ήταν για εκείνη η πρώτη ημέρα που τα κοριτσάκια της πήγαν στο σχολείο.
Η Κλάρα λοιπόν από την ώρα που γεννήθηκαν τα κοριτσάκια της πραγματικά δεν είχε χρόνο για τίποτα. Εκείνη την περίοδο η δικιά της ουτοπία ήταν η στιγμή που τα κοριτσάκια της επιτέλους θα έχουν μεγαλώσει , θα είναι στο σχολείο και εκείνη θα έχει λίγο χρόνο για τον εαυτό της για να ξεκουραστεί.
Και να που πέρασαν τα χρόνια και η στιγμή που τότε ονειρευόταν. Θα μπορούσε επιτέλους να καθίσει να πιει το τσάι της και να διαβάσει με ησυχία την εφημερίδα της χωρίς να χρειαστεί να διακόψει αυτό που κάνει.
Μιλώντας μάλιστα με άλλες μητέρες, τους είχε πει πως με το που θα αφήσει τα κορίτσια στο σχολείο και θα κλείσει η πόρτα της τάξης, εκείνη θα αρχίσει να χορεύει. Όμως με το που έκλεισε η πόρτα, αντί να χορεύει η Κλάρα, άρχισε να κλαίει.
Βλέποντας τα κορίτσια της να φοράνε πλέον στις σχολικές ποδιές τους και αρχίζοντας να συνειδητοποιεί σιγά σιγά ότι τα κορίτσια της μεγάλωσαν έπαθε το πρώτο σοκ. Εκεί σκέφτηκε πως δεν είναι πλέον τα μωρά της και ξαφνικά είδε πόσο έχουν μεγαλώσει.
Τις λείπουν τα κορίτσια πάρα πολύ, οι κοριτσίστικες αταξίες τους και τα πονηρά γελάκια τους, φυσικά και ξεκίνησε και το άγχος μαζί με το σχολείο. Πώς θα τις ξεχωρίζουν, αν θα καταλάβουν ότι η κάθε μια είναι άλλος χαρακτήρας και άλλα πολλά.
Θα προσπαθήσει να μην αφήσει τα δάκρυα να τρέχουν κάθε φορά που θα γυρνάει στο άδειο σπίτι αλλά μάλλον νομίζει ότι θα είναι συνέχεια με ένα πακέτο χαρτομάντιλα.