Όταν η δημόσια παιδεία παύει να είναι δωρεάν
Η πρόταση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρου Τριανταφυλλίδη να επιβληθούν «δίδακτρα» στους μαθητές προκειμένου να λαμβάνουν οι αριστεύσαντες εκπαιδευτικοί επιπλέον αποδοχές, συνεχίζει να προκαλεί εντονότατες αντιδράσεις και όχι άδικα.
Της Νίκης Παπανικολάου
Για πολλούς, η συγκεκριμένη πρόταση, ανεξάρτητα από την οπτική που τη βλέπει ο καθένας, δημιουργεί ερωτηματικά και προβληματισμό αφού αφήνει χαραμάδα για την εισαγωγή διδάκτρων στο δημόσιο σχολείο που φοιτά η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων μαθητών.
Και μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έσπευσε διά της εκπροσώπου Τύπου της κυρίας Ράνιας Σβίγγου να "αδειάσει" έμμεσα τον βουλευτή, ξεκαθαρίζοντας ότι η βασική δέσμευση της Αριστεράς είναι ο δημόσιος- δωρεάν χαρακτήρας της εκπαίδευσης, ωστόσο, το ζήτημα που έχει προκύψει παραμένει μείζονος σημασίας.
Είναι πραγματικά άξιον απορίας που τα τελευταία τουλάχιστον 30 χρόνια μιλάμε για τη μεταρρύθμιση της ελληνικής παιδείας αλλά μεταρρύθμιση, ουσιαστική, δεν βλέπουμε.
Αντίθετα, γινόμαστε μάρτυρες μίας πραγματικότητας όπου το ελληνικό δημόσιο σχολείο, λειτουργεί χάρη στο φιλότιμο των καθηγητών (υπάρχουν και εξαιρέσεις) και ορισμένων συλλόγων γονέων και κηδεμόνων που αναλαμβάνουν έως και τη συντήρηση και φύλαξη των σχολικών συγκροτημάτων !
Την ίδια ώρα, οι γονείς καλούνται να ανταπεξέλθουν στα έξοδα που συνεχώς αυξάνονται για τα επιμέρους εξωσχολικά μαθήματα των παιδιών τους.
Και δεν μιλάμε για τις δραστηριότητες που είναι προαιρετικές, αλλά για τις ξένες γλώσσες που ξεκινούν τα παιδιά από το δημοτικό, για την αυξημένη ύλη του σχολείου που πολλοί γονείς, αδυνατώντας να βοηθήσουν τα παιδιά τους , προσφεύγουν σε εξωσχολική βοήθεια , για τα φροντιστήρια που πρέπει να πληρώσουν προκειμένου να περάσουν τα βλαστάρια τους στο πανεπιστήμιο, ακόμα και για τη σχολική ύλη του νηπιαγωγείου που δεν είναι δωρεάν!
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: Τι φταίει και δεν αποδίδει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα;
Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι η εξής: Ενώ όλοι, κυβέρνηση και αντιπολίτευση (δεν μιλάμε μόνο για την παρούσα) μιλούν για την ανάγκη μίας μεταρρύθμισης στην παιδεία, στην ουσία το κάθε κόμμα την εννοεί διαφορετικά. Οι κόκκινες γραμμές που τίθενται, εκατέρωθεν, στην πράξη πυρπολούν ευθύς εξαρχής οποιαδήποτε διάθεση για συνεννόηση. Πώς αλλιώς άλλωστε μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός, ότι τα τελευταία χρόνια, έχουν συσταθεί αμέτρητες επιτροπές με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των κομμάτων και ποτέ δεν κατέστη εφικτή η συναίνεση για την κατάθεση 5-10 κοινών προτάσεων;
Η απουσία ουσιαστικής θέλησης για αλλαγές, κοινώς η πολιτική βούληση, είναι εμφανής. Άλλωστε δεν μπορεί να γίνει μεταρρύθμιση αν πρώτα δεν ξέρεις τι ακριβώς θέλεις να αλλάξεις και προς ποια κατεύθυνση. Δεν μπορεί να γίνει μεταρρύθμιση ουσιαστική και να αποδώσει, όταν η εκάστοτε κυβέρνηση εξαγγέλλει αλλαγές στην παιδεία κάθε τετραετία. Δεν μπορεί να γίνει μεταρρύθμιση χωρίς σχεδιασμό σε βάθος χρόνου, χωρίς αξιόπιστη αξιολόγηση των σχολικών συγκροτημάτων της χώρας, χωρίς ελάφρυνση της σχολικής ύλης με γνώμονα τη μάθηση και όχι την παπαγαλία, χωρίς την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, χωρίς την πραγματική στήριξη του δημόσιου χαρακτήρα του σχολείου.
Έως ότου λοιπόν οι ιθύνοντες αποφασίσουν ότι μπορούν να υιοθετήσουν ορισμένα μέτρα τα οποία δεν χρειάζεται να τα εφεύρουν απλά να τα «αντιγράψουν» από άλλες χώρες που λειτουργούν αποτελεσματικά εδώ και δεκαετίες, δηλώσεις σαν αυτές του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να αποφεύγονται ως ένδειξη –τουλάχιστον- σεβασμού στον ‘Ελληνα γονιό.