Παιδιά- «εγκληματίες»: ζητήματα ηθικής ευθύνης για τη σύγχρονη κοινωνία!
Υπόθεση-θρίλερ που ερευνάται απο τις αρχές έφερε στο προσκήνιο το θέμα του bullying γενικότερα.
Το φαινόμενο όμως ειδικότερα εμφανίζεται σε σχολεία-και μάλιστα με σοβαρά περιστατικά- και οφείλει η ελληνική κοινωνία να το δει μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της παιδικής εγκληματικότητας, που προκαλεί αμηχανία στην αντιμετώπιση και καταστολή της. Έχει υπάρξει στα σύγχρονα ελληνικά ποινικά χρονικά μέχρι και υπόθεση με παιδιά ηλικίας μόλις 11 χρονών που εμπλέκονταν ως δράστες σε στυγερό έγκλημα βίας. Είναι φυσικό λοιπόν να τίθενται γενικότερα νομικά, αλλά κυρίως κοινωνικά ζητήματα.
Η πιθανή δολοφονία ή βαριά κακοποίηση ενός παιδιού από συνομηλίκους του, σοκάρουν και μόνο ως σκέψη. Η ποινική αντιμετώπιση δεν είναι φυσικά η ίδια όπως αν τελούνται απο ενήλικες. Οι ρυθμίσεις του ελληνικού Ποινικού Κώδικα στο ζήτημα συνάδουν με την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (άρθρο 40παρ3, περ. α'), ορίζοντας καταρχήν ότι τα ανήλικα ηλικίας 8-13 χρονών είναι ποινικά ανεύθυνα (άρθρο 126 παρ. 1 ΠΚ).
Οι ανήλικοι υποβάλλονται κατά κανόνα σε αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα και σε συγκεκριμένες εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο (βαρύτητας της αξιόποινης πράξης και συμπλήρωσης του 15ου έτους της ηλικίας) σε ποινικό σωφρονισμό (άρθρα 122-127 ΠΚ). Υπάρχει το πλέγμα διατάξεων του λεγόμενου «Δίκαιου Ανηλίκων», που έχει περισσότερο τον προσανατολισμό- θεωρητικά τουλάχιστον- ενός προστατευτικού δικαίου που καλείται να βοηθήσει τον ανήλικο και όχι να τον τιμωρήσει. Έτσι, λαμβάνονται υπ' όψιν η διαφορετική ψυχική, πνευματική, σωματική και συναισθηματική ιδιαίτερη κατάσταση των ανηλίκων, που δεν θα μπορούσε να αφήνει αδιάφορο τον νομοθέτη και τον δικαστή. Παρ'ολα αυτά, γεγονός παραμένει ότι τα θύματα των εγκλημάτων υφίστανται ζημία και υποφέρουν από το έγκλημα, ακόμη και αν πρόκειται για ανήλικους δράστες.
Η νομική μεταχείριση των παιδιών είναι όντως σε αρμονία με όσα προστάζουν οι σύγχρονες εγκληματολογικές θεωρίες. Σε δύσκολες στιγμές και υποθέσεις βίας με πρωταγωνιστές παιδιά βέβαια, προκύπτει ηθικά και λογικά το ερώτημα: «κάποιος πρέπει να είναι σε ηλικία ψήφου ή άδειας οδήγησης για να αντιληφθεί ότι το να σκοτώσεις κάποιον είναι κακό;» Και μάλιστα όλα αυτά, όταν τα σημερινά παιδιά λόγω της προοδευμένης τεχνολογίας έχουν προσλαμβάνουσες παραστάσεις, γνώσεις και πληροφόρηση που τα «μεγαλώνουν» πολύ νωρίτερα και με πιο γοργούς ρυθμούς, αλλά μάλλον χωρίς την απαιτούμενη ισορροπία.
Ίσως το πρόβλημα έγκειται ότι ενώ ακριβώς υπάρχει καταιγισμός ποικίλων ερεθισμάτων, από την άλλη μεριά έχει λείψει η πραγματική παιδεία, η γαλούχηση, η αγωγή της ευαίσθητης παιδικής ψυχής προς το καλό (μια έννοια που λίγο-πολύ εξοβελίσαμε από τις κοινωνίες μας ως «ηθικιστική»). Για παράδειγμα, τα πρότυπα που μεταδίδονται από την τηλεόραση είναι «φτωχά» και ανεπαρκή (στην καλύτερη των περιπτώσεων, γιατί συχνά είναι αυτά που είναι επικίνδυνα και εγκληματικά, προβάλλοντας και εξυμνώντας τη βία, την εξουσιαστικότητα, την ανηθικότητα, την εκμετάλλευση). Ακόμη, πολλοί γονείς έχουν τη μόλις στοιχειώδη φυσική παρουσία στο σπίτι, δίχως να αναπτύσσουν ουσιαστικές σχέσεις επικοινωνίας και διαλόγου με τα παιδιά και χωρίς να τα εμπνέουν με θετικό παράδειγμα. Το σχολείο πάλι- εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις που ξεκινούν από το πραγματικό μεράκι λειτουργών της παιδείας- αντιμετωπίζει τους μαθητές στα πλαίσια βαθμολογικών επιδόσεων και μάλλον αδιάφορα όσον αφορά τη συναισθηματική και ηθική υποστήριξη τους.
Δεν πρέπει να παραβλέπεται επίσης ότι αναφορές σε αρχές που προασπίζουν τη νομιμότητα, την ηθική, τη θρησκεία (όχι μόνο ως πνευματικότητα και πίστη προς τον Θεό, αλλά κυρίως με την κοινωνική της διάσταση, ως πρότυπο και κώδικα συμπεριφοράς προς στον συνάνθρωπο) συχνά στη σύγχρονη εποχή απορρίπτονται ως «συντηρητικές», «οπισθοδρομικές».
Όταν μετά από όλα τα παραπάνω, έρχονται στη δημοσιότητα υποθέσεις με παιδιά που σκοτώνουν εν ψυχρώ ή κακοποιούν βάναυσα, τότε ξαφνικά «ξυπνάμε» όλοι ενοχλημένοι και έκπληκτοι αναρωτιόμαστε: «Από που προέρχεται αυτή η βία; Μα είναι δυνατόν;» Τέτοιες υποθέσεις που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, χτυπούν το καμπανάκι. Νομοθετικά και από άποψη της ποινικής καταστολής πολύ λίγα (και ιδιαίτερα προσεκτικά) βήματα θα μπορούσαν να γίνουν. Τα παιδιά δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ποινικό κολασμό που ταιριάζει στους ενήλικους δράστες.
Πιο σημαντική, αποτελεσματική και καίρια όμως μπορεί να είναι η κοινωνική αφύπνιση, εγρήγορση και θετική συμβολή στη σωστή ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών, με γνώμονα αρχές ανθρωπισμού, κοινωνικής ειρήνης, αλληλεγγύης και σεβασμού προς στον συνάνθρωπο. Εμείς, η κοινωνία των ενηλίκων είμαστε το δέντρο και τα παιδιά οι καρποί στα κλαδιά του. Πέρα λοιπόν από αφορισμούς, ευθύνες και ενοχές στα εκάστοτε παιδιά που φτάνουν στο έγκλημα, ας «βάλουμε τον λίθον» και εναντίον ημών, των ενηλίκων.
Διότι τα παιδιά-θύτες είναι ο τελευταίος κρίκος σε αυτή την αλυσίδα βίας, που περιλαμβάνει και τους ηθικά υπεύθυνους: γονείς, δάσκαλους, πολίτες, όλους μας!
Δρ. ΜΑΡΙΑ Χρ. ΑΛΒΑΝΟΥ
Εγκληματολόγος