Καλοκαίρια στο χωριό: Οι καλύτερες αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων
Ατελείωτο παιχνίδι στη πλατεία, καρπούζι με φέτα κάθε απόγευμα στην αυλή και ιστορίες κάτω από τον ξάστερο ουρανό. Για αυτά και για πολλά ακόμα, τα καλοκαίρια με την γιαγιά και τον παππού, είναι τα καλύτερα!
Αν και γεννημένη στην καρδιά του χειμώνα, το καλοκαίρι ήταν, είναι και θα είναι η αγαπημένη μου εποχή. Όχι μόνο για τις στιγμές ανεμελιάς και χαλάρωσης, αλλά και γιατί από αυτήν την εποχή του χρόνου, έχω τις καλύτερες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι και την εφηβεία, ένα μεγάλο μέρος των καλοκαιρινών μου διακοπών το περνούσα με τη γιαγιά μου στην Κάλυβο. Ένα χωριό ορεινό, στους πρόποδες του Ψηλορείτη, μακριά από θάλασσες και παραλίες. Για μένα ήταν ο ιδανικός προορισμός που κάθε καλοκαίρι ανυπομονούσα να βρεθώ.
Οι γονείς μου μας άφηναν εμένα και τις αδερφές μου εκεί μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς και μας έπαιρναν μόλις ξεκινούσε η άδειά τους. Σχεδόν πάντα, την ίδια περίοδο, κανονίζαμε να έρθουν στο χωριό και τα ξαδέρφια μου. Η γιαγιά μου, πραγματική ηρωίδα, δεν το συζητώ. Ένα σπίτι γεμάτο με παιδιά, άλλοτε πέντε, άλλοτε έξι ή και περισσότερα και αυτή μόνη της να μας προσέχει, να μας μαγειρεύει και να μας φροντίζει.
Τι να πρωτοθυμηθώ! Τα πρωινά με το γάλα και το φρέσκο ψωμί; Τα παιχνίδια με τις κότες και τα κουνέλια που δε λέγαμε να αφήσουμε σε ησυχία; Τις βόλτες και τα παιχνίδια στην πλατεία;
Τα σκέφτομαι τώρα και χαμογελώ.
Στο χωριό είχαμε φτιάξει τη δική μας ρουτίνα. Μία ρουτίνα με πολύ παιχνίδι, βόλτες στη φύση και δραστηριότητες διαφορετικές από αυτές που είχαμε συνηθίσει στην πόλη. Αγαπημένη στιγμή της ημέρας, να βλέπω τη γιαγιά μου να μαγειρεύει. Τη χάζευα να τυλίγει τα περίφημα ντολμαδάκια της που γίνονται ανάρπαστα στα οικογενειακά τραπέζια, να φτιάχνει τα ανεβατά -όπως τα λέμε- πιτάκια με χόρτα από το βουνό και τυρί και κάθε λογής φαγητά.
Τα πρωινά βλέπαμε παιδικά στην τηλεόραση και παίζαμε για ώρες στην αυλή. Κάθε πρωί κάναμε και από κάτι διαφορετικό. Τη μία βρεχόμασταν με το λάστιχο, την άλλη σκαρφιζόμασταν αυτοσχέδια παιχνίδια, την παράλλη πηγαίναμε με τη γιαγιά να ταΐσουμε τις κότες και πόσα ακόμα. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, τρέχαμε στο καφενείο του χωριού να αγοράσουμε παγωτό κι έπειτα πηγαίναμε όλοι στα κρεβάτια μας για μεσημεριανή σιέστα. Τα παράθυρα ήταν μονίμως ανοιχτά και από έξω ακούγονταν μόνο τα τζιτζίκια.
Τα απογεύματα είχαν τη δική τους ομορφιά. Άλλοτε ξεχυνόμασταν στην πλατεία και άλλοτε παίζαμε στην αυλή. Η γιαγιά μας καθάριζε φρούτα κι εκείνη καθόταν δίπλα μας και έπινε τον απογευματινό της καφέ. Φυσικά δεν έλειπαν και οι επισκέψεις από θείες, θείους και άλλους συχγωριανούς. Τα σπίτια στα χωριά βλέπεις, είναι πάντα ανοιχτά και όλο και κάποιος περνάει έτσι, για να πει δυο κουβέντες.
Κάπως έτσι κυλούσαν εβδομάδες ολόκληρες. Όσοι είχατε την τύχη να κάνετε καλοκαίρι στο χωριό με γιαγιάδες και παππούδες, σίγουρα θα έχετε παρόμοια βιώματα. Αυτό που για πολλούς γονείς είναι λύση ανάγκης, για ένα παιδί είναι εμπειρία ζωής.
Δεν ξέρω για εσάς, εγώ πάντως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, νοσταλγώ εκείνα τα ανέμελα χρόνια και όσο μεγαλώνω, τόσο μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη νιώθω που τα έζησα. Αυτά τα καλοκαίρια μου υπενθυμίζουν ότι η ευτυχία κρύβεται στις απλές στιγμές, και ότι η οικογένειά μας είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε.