Πότε τα διαδικτυακά παιχνίδια παύουν να είναι…παιχνίδι
Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών βρίσκει απίστευτα γοητευτικό τον κόσμο των διαδικτυακών παιχνιδιών. Μέσω αυτών, το παιδί νοιώθει ότι μπορεί να διευρύνει τον ...κύκλο του, καθώς οι συμπαίκτες του είναι από διάφορες χώρες του κόσμου ενώ η ανταμοιβή του για κάθε ολοκλήρωση αποστολής, του τονώνει την αυτοπεποίθηση.
Πότε όμως τα παιχνίδια αυτά οδηγούν σε εξάρτηση; Οι έρευνες δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών του διαδικτύου που παρουσιάζουν κατάχρηση ή εθισμό σε αυτό, είναι παίκτες διαδικτυακών παιχνιδιών. Σύμφωνα με τον κ. Ευάγγελο Μακρή, Κλινικό Ψυχολόγο, M.Sc, υπ. διδάκτορα Πάντειου Πανεπιστημίου, στα παιχνίδια συγκεντρώνονται τόσο διαδικτυακές, όσο διαδραστικές-κοινωνικές συνθήκες, που αυξάνουν πολύ τις πιθανότητες για ανάπτυξη εθισμού. Ωστόσο, χρειάζεται να δαπανήσει αρκετές ώρες την εβδομάδα.
Συγκεκριμένα, προτείνεται ότι αν κάποιος παίζει 40 ώρες την εβδομάδα, είναι σίγουρο ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα του και θεωρείται εθισμένος. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ ενασχόλησης, εντατικής ενασχόλησης και εξάρτησης.
Τα άτομα που παρουσιάζουν εθισμό στα παιχνίδια έχουν πολλά προβλήματα στην καθημερινότητά τους και τη ψυχική τους διάθεση. Όπως επισημαίνει η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της Διαταραχής Εθισμού στο Διαδίκτυο, ένα είναι το βασικό γνώρισμα της απαρχής μιας προβληματικής συμπεριφοράς (κατάχρηση, εθισμός) από τον παίκτη: το άτομο αρχίζει να αντιλαμβάνεται και να συμπεριφέρεται στο παιχνίδι σαν κάτι περισσότερο από αυτό που είναι, δηλαδή ένα απλό παιχνίδι. Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα του, καθώς αρχίζει να υπολειτουργεί σε σημαντικούς τομείς.
Πριν, όμως, φτάσει κανείς σε αυτό το επίπεδο, ο γονέας/ εκπαιδευτικός θα πρέπει να εντοπίσει τη συναισθηματική εμπλοκή του παιδιού/ εφήβου με το παιχνίδι (π.χ. να μιλάει συνέχεια για αυτό) ή την αναγωγή του παιχνιδιού σε βασική ψυχαγωγική ασχολία (π.χ. προτιμά να παίζει, παρά να βγαίνει με τους φίλους του). Βέβαια, σχετικά με τη δεύτερη περίπτωση, το παιδί μπορεί να παίζει μαζί με τους φίλους του, με αποτέλεσμα να νιώθει κοινωνικοποίηση και μέσα στο παιχνίδι ή ακόμα να κάνει φίλους μέσα από το παιχνίδι. Στην περίπτωση αυτή, που είναι αρκετά συνηθισμένη, θα πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσο παραμελείται η «πραγματική ζωή» έναντι της ψηφιακής, σε επίπεδο σχέσεων.
Το εύλογο ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνει ο γονιός ή ο εκπαιδευτικός σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι το παιδί καταχράται τα διαδικτυακά παιχνίδια.
Καταρχήν, ο γονέας δεν πρέπει να πανικοβληθεί. Θεωρητικά θα πρέπει να έχει δει τα σημάδια στη συμπεριφορά του παιδιού και να επιληφθεί της κατάστασης πριν φτάσει σε επίπεδα δύσκολο να αντιμετωπισθούν.
Η αντιμετώπιση έχει τρεις βασικούς άξονες: επικοινωνία με το παιδί, επικοινωνία μεταξύ των ατόμων που φροντίζουν τον έφηβο/ παιδί και συνεργασία με ειδικό ψυχικής υγείας, ο οποίος να γνωρίζει τη συγκεκριμένη κατηγορία συμπεριφορών; Η επικοινωνία με το παιδί είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει, η οποία θα φέρει τους γονείς συμμάχους στην προσπάθεια για απεγκλωβισμό από τον διαδικτυακό κόσμο.
Οι γονείς θα πρέπει να έχουν τακτική επαφή με τους καθηγητές και αλλά σημαντικά πρόσωπα φροντίδας, προκειμένου να τηρείται μια κοινή γραμμή σε κάποια βασικά θέματα συμπεριφοράς και τη θέσπιση ορίων και κανόνων, καθώς επίσης και για να παρατηρείται η συμπεριφορά του παιδιού/ εφήβου σε διαφορετικά πλαίσια. Τέλος, ο εξειδικευμένος ειδικός ψυχικής υγείας, θα αξιολογήσει την κατάσταση και θα εφαρμόσει συγκεκριμένες τεχνικές προκειμένου να καταφέρει το ίδιο το άτομο να επαναπροσδιορίσει την εμπλοκή του με τα διαδικτυακά παιχνίδια και να ελαττώσει, σταδιακά, τις ώρες παιχνιδιού.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να έχει συμμάχους, τόσο το συγγενικό περιβάλλον, όσο και τους δασκάλους/ καθηγητές.