Τι είναι η καθρεπτική επικοινωνία και πώς επηρεάζει τα παιδιά;
Η δυνατότητα να επικοινωνούμε συναισθηματικά, χωρίς να εκφραζόμαστε με λόγια, η ικανότητα να μπορούμε να αντιληφθούμε τις προθέσεις και τα κίνητρα ενός άλλου ανθρώπου βασίζονται στους καθρεπτικούς νευρώνες (mirror neurons).
Η καθρεπτική επικοινωνία, σύμφωνα με τον κ.Γιώργο Μπρεκουλάκη Ψυχολόγο, M.Sc. Παντείου Πανεπιστημίου (www.brekoulakis.gr ) και συνεργάτη του Attachment Parenting Hellas, είναι αυτόματη και διαπερατή και βασική της αρχή είναι η ευαίσθητη ανταπόκριση σε συναισθηματικές αντιδράσεις που αναπτύσσονται στις ανθρώπινες σχέσεις.
Σε μια μεγάλη έρευνα στο Τμήμα Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Leiden της Ολλανδίας μελετήθηκαν οι συναισθηματικές αντιδράσεις νεογνών με δύσκολη ιδιοσυγκρασία και ανασφαλή συναισθηματικό δεσμό με τις μητέρες τους. Οι πειραματιστές εκπαιδεύοντας τις μητέρες στον παράγοντα ευαίσθητη ανταπόκριση φάνηκε ότι στον 12ο μήνα της ζωής τα βρέφη της πειραματικής συνθήκης μπορούσαν να μετακινηθούν από μια ανασφαλή συναισθηματική θέση σε ασφαλή συναισθηματικό δεσμό. Ο ασφαλής συναισθηματικός δεσμός αφορά στη ρύθμιση των συναισθημάτων και στην επίλυση προβλημάτων σε όλη τη ζωή.
Οι επιστήμονες που ασχολούνται με τον συναισθηματικό δεσμό υποστηρίζουν ότι μέσα από τον συγχρονισμό, την ισορροπία και την συνεκτικότητα της καθρεπτικής επικοινωνίας βρέφους και φροντιστή επιτυγχάνεται η ρύθμιση της δομής και της νευροχημείας του παιδικού αναπτυσσόμενου εγκεφάλου.
Ο συγχρονισμός εμπλέκει τα δεξιά ημισφαίρια του βρέφους και του φροντιστή. Η ισορροπία αναφέρεται στη ρύθμιση διεργασιών όπως οι κύκλοι του ύπνου, οι αντιδράσεις στο άγχος, παλμοί της καρδιάς κτλ. Η συνεκτικότητα είναι το αποτέλεσμα επιτυχούς ισορροπίας του εγκεφάλου του παιδιού που αποκτά σταθερότητα, ευελιξία και προσαρμοστικότητα.
Η δυνατότητά μας να βιώνουμε μια πλήρη γκάμα συναισθημάτων, η ικανότητά μας να αυτορρυθμίζουμε της έντασή τους και συνεπώς να λύνουμε προβλήματα προκύπτει από τις πρώιμες εμπειρίες με τους φροντιστές. Η ικανότητα να ρυθμίζει κάποιος τα συναισθήματά του (emotion regulation) καθώς και να αντιλαμβάνεται τα συναισθήματα των άλλων (empathy) και να χρησιμοποιεί αυτή την αντίληψη για να καθοδηγεί τις σχέσεις του και τις ενέργειές του έχει αποδειχτεί ότι είναι μια σημαντική παράμετρος της νοημοσύνης. Οι αυτιστικοί δυσκολεύονται στην αναγνώριση των εκφράσεων ενός προσώπου παρά το γεγονός ότι μπορούν να περιγράψουν μια κοινωνική αλληλεπίδραση, δεν μπορούν να την νιώσουν όμως από μέσα προς τα έξω (Goleman, 2006).
Ενσυναίσθηση (Empathy)
Για να υπάρχει ενσυναίσθηση με κάποιον άνθρωπο χρειάζεται να υπάρχει ηρεμία και αποδοχή. Η ενσυναίσθηση δεν συνυπάρχει με την ανησυχία ή την υπεραπορρόφηση και διευκολύνεται όταν οι γονείς και τα παιδιά καθώς και οι ενήλικες έχουν καθρεπτική επικοινωνία σχετικά με τις ανθρώπινες εμπειρίες. Χρειάζεται να διατηρούμε την πληροφόρηση σχετικά με τον εσωτερικό μας κόσμο ενώ παράλληλα φανταζόμαστε τον εσωτερικό κόσμο των άλλων ώστε να υπάρχει ενσυναίσθηση. Ο παρατεταμένος θυμός στις ανθρώπινες σχέσεις αντικατοπτρίζει την έλλειψη ενσυναίσθησης. Ο ασφαλής συναισθηματικός δεσμός που χαρακτηρίζεται από απαντητικότητα στις συναισθηματικές ανάγκες ενός ανθρώπου προάγει την ενσυναίσθηση.
Παιδιά με αποφευκτικού τύπου συναισθηματικές αντιδράσεις είναι πιο πιθανό να δείξουν θυμό σε γονείς ή άλλα παιδιά ως συναισθηματική αντίδραση στην χρόνια απόρριψη και έλλειψη ευαίσθητης ανταπόκρισης στη σχέση τους με τους γονείς τους. Παιδιά με αμφιθυμικού τύπου συναισθηματικές αντιδράσεις είναι πιο πιθανό να έχουν πρόβλημα με το άγχος στις σχέσεις τους λόγω της συνεχούς συναισθηματικής επαγρύπνησης που βίωσαν στα πρώιμα παιδικά χρόνια.
Παιδιά με ασφαλείς αντιδράσεις έχουν ήδη αναπτύξει την ενσυναίσθηση και μεταδίδουν στις νέες τους σχέσεις μια αποτελεσματική συναισθηματική ρύθμιση αναφορικά με το στρες.