Η αλλεργία του παιδιού στο γάλα είναι το ίδιο επικίνδυνη με τη δυσανεξία στη λακτόζη;
Η αλλεργία στο αγελαδινό γάλα αποτελεί τη συχνότερη τροφική αλλεργία σε βρέφη και μικρά παιδιά. Η νόσος έχει καλή πρόγνωση, καθώς υποχωρεί κατά κανόνα πριν τη σχολική ηλικία, ενώ μόνο στις πολύ βαριές περιπτώσεις φθάνει μέχρι την εφηβεία.
Παρ’ όλα αυτά, συνεπάγεται την αυστηρή αποφυγή όλων των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και το γάλα των υπολοίπων θηλαστικών, όπως του κατσικίσιου ή του πρόβειου, με τα οποία το αγελαδινό γάλα παρουσιάζει διασταυρούμενη αντιδραστικότητα σε ποσοστό περίπου 99%.
Η τροφική αλλεργία στις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος μπορεί να είναι άμεσου τύπου, οπότε εκδηλώνεται με άμεσα, δυνητικά επικίνδυνα συμπτώματα μετά από κάθε χορήγηση, ή καθυστερημένου τύπου, οπότε και εκδηλώνεται κυρίως με γαστρεντερικά συμπτώματα ή με επιδείνωση του ατοπικού εκζέματος του παιδιού.
Σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας για την υποκατάσταση του αγελαδινού γάλακτος στα αλλεργικά βρέφη και παιδιά χρησιμοποιούνται κυρίως υποαλλεργικές φόρμουλες, δηλαδή σκόνη υδρολυμένου γάλακτος. Η υδρόλυση είναι μια διαδικασία που κατακερματίζει την πρωτεΐνη του γάλακτος, ώστε να μην την αναγνωρίζει ο ανθρώπινος οργανισμός ως αλλεργιογόνο. Έτσι, τα παιδιά μπορούν να λαμβάνουν όλα τα θρεπτικά συστατικά του γάλακτος, χωρίς να κινδυνεύουν από αλλεργική αντίδραση. Η επιλογή της κατάλληλης υποαλλεργικής φόρμουλας γίνεται από το γιατρό με βάση τα χαρακτηριστικά της αλλεργίας για το κάθε παιδί, και με πρωταρχικό κριτήριο την ασφάλεια.
Αλλεργία στο γάλα-Δυσανεξία στη λακτόζη
Θα πρέπει να γίνει σαφής διαχωρισμός των δύο καταστάσεων. Η δυσανεξία στη λακτόζη, που είναι υδατάνθρακας, οφείλεται στο ότι ο ασθενής δεν μπορεί να διασπάσει εύκολα την ουσία αυτή, με αποτέλεσμα την εμφάνιση κοιλιακών συμπτωμάτων παρόμοια με αυτά που νιώθουμε όταν «βαρυστομαχιάζουμε». Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε σημαντικός κίνδυνος.
Αντίθετα, η αληθής αλλεργία στο γάλα οφείλεται σε ύπαρξη αντισωμάτων ή ειδικών κυττάρων, που αναγνωρίζουν τις πρωτεΐνες του γάλακτος, και θέτουν τον οργανισμό σε «πόλεμο» όταν έρχονται σε επαφή με αυτές. Ενώ η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να αντιμετωπιστεί με τροποποίηση της δίαιτας (προϊόντα ελεύθερα λακτόζης, κατανάλωση λιγότερου γάλακτος σε σχέση με τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά) ή αναπλήρωση του υπεύθυνου ενζύμου με τη μορφή χαπιού, η αληθής αλλεργία στο γάλα απαιτεί καταρχήν απόλυτη και αυστηρή αποφυγή του αλλεργιογόνου σε κάθε μορφή (γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα), ώστε να εξαλειφθεί ο κίνδυνος επικίνδυνης αντίδρασης.
Και ενώ στη δυσανεξία έναντι της λακτόζης το παιδί μπορεί να πειραματιστεί πάνω στην ποσότητα ή τη μορφή του γάλακτος που ανέχεται χωρίς συμπτώματα, στην αληθή αλλεργία η εισαγωγή οποιοασδήποτε μορφής ή ποσότητας πρωτεΐνης γάλακτος γίνεται μόνο μετά από αλλεργιολογική καθοδήγηση.