Το παραμύθι της εβδομάδας: Μια μέρα βροχερή

Τι μέρα κι αυτή η σημερινή! Βρέχει από νωρίς το πρωί.... Κι ο ουρανός έχει ένα χρώμα σκούρο γκρι.

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

Η Δανάη κοιτά μέσα από τα τζάμια τη βροχή να πέφτει και της φαίνεται πως θα βάλει τα κλάματα. Δεν μπορούν να παίξουν στην αυλή του νηπιαγωγείου τους... Τι κι αν έχουν ένα σωρό παιχνίδια μέσα στις τάξεις; Τι κι αν τραγουδούν και χορεύουν ότι τους αρέσει; Η Δανάη θα ήθελε να μπορούσε να κάνει τσουλήθρα και κούνια και να τρέξει μέχρι να της πονέσουν τα πόδια της. Να πιαστούν χεράκι με τις φίλες της και να τραγουδήσουν το Μανώλη. «Χέρια – πόδια στην αυλή κι όλοι κάθονται στη γη!». Αυτό, κατά τη γνώμη της Δανάης, δεν έχει γούστο να το κάνεις πάνω στη μοκέτα. Ενώ στο γρασίδι της αυλής θα ήταν πολύ ωραία!

«Θες να παίξουμε μαζί;»
Ούτε γύρισε να δει ποιος της μιλούσε. Χάζευε τις σταγόνες της βροχής που κυλούσαν στο τζάμι, η μία πίσω από την άλλη. Πώς θα περνούσε αυτή η μέρα;
«Τι έχεις;» τη ρώτησε η δασκάλα της. «Γιατί δεν παίζεις με τα άλλα παιδιά;»
«Δεν έχω τίποτε, κυρία», της είπε. «Αλλά δεν θέλω να κάνω και τίποτε»
«Και τι έκανες τώρα δα;»
«Κοιτούσα τη βροχή που γλιστράει στο τζάμι. Και τον ουρανό που είναι γκρίζος και δεν φαίνεται ο ήλιος καθόλου».
«Μήπως ακολουθούσες κιόλας με το δάκτυλό σου τη σταγόνα καθώς κατρακυλούσε, όπως έκανα κι εγώ μικρή; », τη ρώτησε η κυρία Γεωργία, η δασκάλα της, μ' ένα μικρό χαμόγελο.

«Αυτό έκανα ! Αλλά δεν λέρωσα καθόλου τα τζάμια!» η Δανάη σκεφτόταν πως ίσως το τζάμι να είχε τώρα δακτυλιές.
«Δεν θα πάθει τίποτε το τζάμι αν ένα μικρό κοριτσάκι τρέχει με τα δακτυλάκια του πίσω από τις σταγόνες της βροχής!»
Η Δανάη δε μίλησε άλλο. Ούτε να μιλήσει δεν είχε όρεξη. Κοίταξε τη δασκάλα της, μερικά παιδιά που έπαιζαν στην άλλη άκρη, μετά πάλι έξω από το παράθυρο.

«Δεν σου αρέσει η βροχή;» τη ρώτησε η κυρία Γεωργία.
«Η βροχή μου αρέσει ! Είναι πολύ όμορφο να την ακούς, πώς κάνει περισσότερη φασαρία μερικές φορές και πώς άλλες είναι πολύ απαλή!»
«Και, για πες μου, μήπως έχεις τσαλαβουτήσει μέσα στα νερά που μένουνε στις λακκούβες;» Το χαμόγελο της κυρίας Γεωργίας
έγινε τώρα πολύ, πολύ μεγάλο.
«Ουουου, αυτό το έχω κάνει πάρα πολλές φορές, κι όσο περισσότερο χοροπηδάω τόσο πιο μεγάλα είναι τα "πλατς" που κάνω, κι ήταν κάποτε που έκανα το παντελόνι μου τελείως χάλια αλλά εμένα μου άρεσε πολύ! Φυσικά ξέρω ότι δεν πρέπει να το κάνω, η μαμά μου λέει πως θ' αρρωστήσω, αλλά πάλι, τις μέρες που βρέχει συνέχεια αυτό είναι το μόνο χαρούμενο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς!»
«Λάθος, μικρή μου, τις βροχερές ημέρες μπορεί κάποιος να κάνει πολλά πράγματα, κυρίως πράγματα για τα οποία δεν χρειάζεται να είναι έξω και να βρέχεται!»

Η Δανάη την κοίταξε λυπημένη. Αυτή δεν έβρισκε τίποτε όμορφο να κάνει όταν ήταν κλεισμένη μέσα. Όταν ο καιρός είναι καλός, μπορεί να πάρει τα παιχνίδια της και να παίξει στη βεράντα του σπιτιού της, μπορεί να πάει βόλτα με τη μαμά για ψώνια ή στην παιδική χαρά, να παίξει τραινάκι και "περνά-περνά-η-μέλισσα" , κυνηγητό και κρυφτό, με τους συμμαθητές της. «Όπως και να έχει κυρία», της είπε, «πιο πολύ γούστο έχει να παίζει κανείς στην αυλή!»
«Οπωσδήποτε! Αλλά αν ήξερες πόσο καλή είναι η βροχή για όλους μας, τότε ίσως να την συμπαθούσες περισσότερο ή να μην στεναχωριέσαι τόσο πολύ κάθε φορά που βρέχει».

«Η βροχή ποτίζει το χώμα, και μεγαλώνει τα δέντρα και τα λουλούδια, έτσι μου έχει πει ο παππούς μου!» είπε με καμάρι ο Πάνος.
«Κι εμένα ο μπαμπάς μου λέει πως η βροχή γεμίζει τις λίμνες και τα ποτάμια με νερό, για να έχουμε να πιούμε!», συμπλήρωσε η Κατερίνα.
«Είδατε πόσα σπουδαία πράγματα και πόσο χρήσιμα, κάνει η βροχή;» είπε η κυρία Γεωργία
«Ναι, αλλά την ώρα που τα κάνει όλα αυτά η βροχή εμείς είμαστε κλεισμένοι μέσα και δεν μπορούμε να παίξουμε!» Η Δανάη έβρισκε σωστά όσα λέγανε τα άλλα παιδιά. Μόνο που δεν είχε τίποτε ενδιαφέρον να κάνει και αυτό τη στεναχωρούσε στ' αλήθεια.
«Είναι ευκαιρία λοιπόν να κάνουμε κάτι όλοι μαζί, κάτι όμορφο, κάτι που θα το έχουμε να μας θυμίζει πως ακόμη κι όταν δεν μπορούμε να παίξουμε όπως θα θέλαμε, έχουμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε με πράγματα δημιουργικά!». Η δασκάλα των μικρών παιδιών σίγουρα είχε κάτι στο μυαλό της.

«Ας καθίσουμε όλοι μαζί στο μεγάλο τραπέζι», τους είπε και περίμενε μέχρι να τακτοποιηθούν όλοι. Πήρε τα μεγάλα λευκά χαρτόνια, κόλλες, χρωματιστά χαρτόνια, ξυλο-μπογιές, ψαλίδια, μαρκαδόρους.
Βολεύτηκε κι αυτή σε μια καρέκλα ανάμεσά τους. Η Δανάη χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς η δασκάλα τους κατάφερνε να "βολευτεί", αφού ήταν πολύ ψηλή, κι όταν καθόταν στα καρεκλάκια τους, τα γόνατά της έφταναν σχεδόν στο σαγόνι της! Ποτέ της όμως δεν είχε παραπονεθεί, αν και, όταν σηκωνόταν μερικές φορές έκανε ένα "ωχ!". Το να κάθεται όμως μαζί τους ήταν μεγάλη χαρά για τα παιδιά, που στριμώχνονταν για το ποιο θα καθίσει κοντά της. Αρκετές ήταν οι φορές που κάποιοι θα τσακώνονταν κιόλας προκειμένου να εξασφαλίσουν την διπλανή καρέκλα. Τότε η κυρία Γεωργία τους έβαζε να κάθονται με τη σειρά κοντά της, από λίγη ώρα ο καθένας κι ήταν όλοι μισο-ευχαριστημένοι στο τέλος.

Μοίραζε τα χαρτόνια και όλα τα άλλα υλικά σε τέσσερα βουναλάκια.
«Τι εποχή είπαμε ότι έχουμε τώρα;» τους ρώτησε
«Φθινόπωροοοοοο!» είπαν όλα τα παιδιά μαζί. Λίγο ακόμη κι η Δανάη θα άρχιζε να ξανα-βαριέται.
«Πώς καταλαβαίνουμε ότι είμαστε στο φθινόπωρο;»
«Οι μέρες γίνονται πιο μικρές κυρία, και τα απογεύματα τελειώνουν πιο γρήγορα!», πετάχτηκε ο Μανώλης.
«Και αρχίζουμε να φοράμε ρούχα με μακριά μανίκια, επειδή δεν κάνει πια μόνο ζέστη!» είπε η Φανή και βιάστηκε να συμπληρώσει «καμιά φορά φοράμε και μπουφάν γιατί κάνει περισσότερο κρύο!».

«Και βρέχει πολύ». Η Δανάη δεν θα μπορούσε να πει κάτι άλλο. Αλλά ντράπηκε λιγάκι που όλο με αυτό ασχολιόταν από το πρωί και τελικά είπε: «Δηλαδή, βρέχει περισσότερο από ότι το καλοκαίρι, που δεν βρέχει σχεδόν ποτέ. Το φθινόπωρο ο ήλιος πότε-πότε κρύβεται πίσω από τα μεγάλα γκρίζα σύννεφα. Καλύτερα. Αρκετά είχαμε τσουρουφλιστεί το καλοκαίρι!». Τα παιδιά γέλασαν.
«Ναι, καλά», είπε πάλι ο Μανώλης. «Εμένα η μαμά μου όλο το καλοκαίρι με κυνηγούσε να βάλω αντηλιακό και τώρα το φθινόπωρο με κυνηγάει για να βάλω το μπουφάν μου να μην κρυολογήσω!» Τα χάχανα των παιδιών πολλαπλασιάστηκαν.
«Και πού να ήξερες καημένε μου πως το χειμώνα θα σε κυνηγάει να φορέσεις και σκούφο και κασκόλ επειδή θα χιονίζει!», του είπε η Φρόσω που δεν μπορούσε να κρατήσει κι εκείνη τα γέλια της.

«Πείτε ότι θέλετε, σαν το καλοκαίρι καμιά εποχή δεν είναι! Μπορούμε όλη μέρα να είμαστε στην παραλία, να παίζουμε με την άμμο, να κολυμπάμε. Ε, ας βάζουμε κι αντηλιακό, μικρό το κακό! Εμένα μόνο το καλοκαίρι μου αρέσει!», είπε ο Φώτης και πολλά παιδιά συμφωνήσανε μαζί του.

Ένας μικρός χαμός έγινε με τα πιτσιρίκια, που το καθένα έλεγε και την δική του άποψη με επιμονή. Η Δανάη φυσικά με το Φώτη συμφώνησε. Το φθινόπωρο και ο χειμώνας της έφερναν μια στεναχώρια, αλλά φυσικά δεν μπορούσε να πει ότι δεν της άρεσαν και καθόλου. Στο τέλος θα καταλήγανε σε καβγά, αν η κυρία Γεωργία δεν φρόντιζε να τους χωρίσει σε ομάδες, σύμφωνα με το ποια εποχή αγαπούσε περισσότερο ο καθένας.
«Τώρα που χωριστήκατε, θ' αναλάβετε η κάθε ομάδα να πάρει από ένα μεγάλο χαρτόνι, και να ζωγραφίσετε τις εποχές που σας αρέσουν. Μπορείτε να κάνετε όσες ζωγραφιές θέλετε γύρω – γύρω. Κόψτε και κολλήστε χρωματιστά χαρτόνια ή αν σας βολεύει βάψτε με μαρκαδόρους και ξυλο-μπογιές».
«Και μετά τι θα τα κάνουμε κυρία όλα αυτά;».

«Θα τα κρεμάσουμε στον τοίχο και κάθε φορά που κάποιος δεν θα έχει τι να κάνει ή δεν θα του αρέσει ο καιρός, θα μπορεί να πηγαίνει να βλέπει τις ζωγραφιές της εποχής που του αρέσουν. Έτσι, θα περνά πιο εύκολα η ώρα!», είπε η δασκάλα.

Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει δυνατά στα τζάμια, αλλά τώρα κανένα παιδί δεν της έδινε σημασία, ούτε καν η Δανάη. Είχαν σκύψει όλα μαζί στις ζωγραφιές τους και πολύ διασκέδαζαν.

Αρκετή ώρα μετά, μπορούσαν να καμαρώνουν τους πίνακές τους, που ο καθένας πήρε και το όνομα από μια εποχή. Η άνοιξη είχε κολλημένα πάνω της ένα σωρό πολύχρωμα λουλούδια, ενώ ο χειμώνας είχε πολλά μικρά σπίτια με κόκκινες σκεπές που τις "στόλιζε" κάτασπρο χιόνι φτιαγμένο από βαμβάκι. Καμιά δεκαριά φωτεινοί ήλιοι έστελναν τις ακτίνες τους στην παραλία που μερικά παιδιά κολυμπούσαν κι άλλα έπαιζαν στην κίτρινη άμμο. Το καλοκαίρι είχε μπόλικη χρυσόσκονη πάνω στην άμμο του που την έκανε να μοιάζει πολύ αληθινή. Όσο για το φθινόπωρο, αυτό είχε πολλά μεγάλα δέντρα, που όμως τα κλαδιά τους δεν είχαν φύλλα. Τα φύλλα ήταν πράσινα και κίτρινα και καφετιά, κι είχαν μαζευτεί στο χώμα. Μια ψιλή βροχή καμωμένη από πολλές λοξές γραμμές, ξεκινούσε από το μεγάλο γκρίζο σύννεφο που ήταν ζωγραφισμένο στην άκρη του πίνακα.

Τώρα η Δανάη, αντί να χαζεύει έξω από το τζάμι της τάξης της, μπορούσε να κοιτά τους καινούριους πίνακες που στόλιζαν τους τοίχους και να φαντάζεται ιστορίες για κάθε μία από τις εποχές. Κι αν η βροχή συνεχιζόταν, θα μπορούσε να κάνει το ίδιο και στο σπίτι της όταν θα γύριζε. Θα έφτιαχνε τους δικούς της πίνακες για τις εποχές. Κάθε ένας και διαφορετικές ιστορίες. Έτσι, θα είχε κάτι να ασχολείται κι έμενε κλεισμένη μέσα. Επιτέλους!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved