To παραμύθι της εβδομάδας: Ο φίλος μου ο Λουκάνικος!

Πόσο ήθελε ο Βαγγέλης έναν φίλο! Αλλά όχι σαν τους άλλους φίλους του, που παίζουν όλη μέρα και μετά ο καθένας πάει στο σπίτι του και κοιμάται στο κρεβάτι του.

Ο Βαγγέλης ήθελε να έχει έναν φίλο μο-να-δι-κό, που να είναι δίπλα του όχι μόνο σε κάθε περιπέτεια και σε κάθε σκανταλιά, αλλά κι όταν τον στέλνουν νωρίς για ύπνο ή τον τιμωρούν ή ακόμη κι όταν η αδελφή του η Ειρήνη έχει διάβασμα και δεν του δίνει σημασία.
Ώσπου ένα απόγευμα, ο μπαμπάς είπε πως είχε ένα νέο να τους ανακοινώσει. Κοιτάζονταν όλοι με απορία, σαν τι θα μπορούσε να είναι αυτό το «νέο», αφού οι μέρες τους δεν είχαν τίποτε το διαφορετικό εκτός από τη ζέστη, που φαινόταν να κάνει τα πάντα να περνούν αργά.
«Από αύριο, θα έχουμε στο σπίτι μας νέο ένοικο!», τους είπε και περίμενε να δει πώς θα αντιδράσουν. Η Ειρήνη με το Βαγγέλη κοιτάχτηκαν. Την προηγούμενη φορά που το είχε πει αυτό, είχε έρθει να περάσει μαζί τους μερικές μέρες ο γιος ενός φίλου του, που πέρασε στο πανεπιστήμιο και θα τον φιλοξενούσαν σπίτι τους ώσπου να τακτοποιηθεί σε δικό του. Και οι δύο θυμόνταν ακόμη πόσο μπερδεμένη ήταν η κατάσταση για μερικές μέρες στο σπίτι τους, αφού ο Βαγγέλης είχε παραχωρήσει το κρεβάτι του στον Ιάσωνα – έτσι έλεγαν το παλικάρι – και μοιραζόταν το ίδιο κρεβάτι με την Ειρήνη, και το πώς χώρεσαν όλα τα υπάρχοντα του Ιάσωνα μέσα στη μέση στο σαλόνι τους, μέχρι να μετακομίσει!


«Θα αποκτήσουμε σκύλο!», είπε τελικά ο μπαμπάς, αφού κανείς άλλος δε μιλούσε.
«Αααα....». Αυτό το είπαν και οι τρεις μαζί – και η μαμά δηλαδή. Γιατί η μαμά, που πολύ αγαπούσε τα ζώα κατά βάθος, είχε δηλώσει πως αν ήθελαν ποτέ κατοικίδιο, θα έπρεπε πρώτα να την πείσουν ότι έχουν μεγαλώσει και έχουν ωριμάσει αρκετά για να αναλάβουν την φροντίδα του. Πράγμα στο οποίο είχε συμφωνήσει κι ο ίδιος ο μπαμπάς, κι έτσι η συζήτησή τους τότε είχε μείνει σε αυτό το σημείο, στο ότι δηλαδή έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά τις ευθύνες τους στην περίπτωση που επέμεναν να αποκτήσουν είτε σκύλο, είτε γάτα, είτε έστω κι ένα καναρίνι. Για να μην πούμε δε ότι ο καθένας ήθελε και διαφορετικό κατοικίδιο, οπότε οι διαφωνίες τους δεν είχαν οδηγήσει πουθενά. Η μαμά είχε σηκώσει το ένα της φρύδι, ερωτηματικά, παροτρύνοντας τον μπαμπά να συνεχίσει.
«Ο συνάδελφός μου ο Χρήστος παίρνει μετάθεση στη Θεσσαλονίκη, και εκεί που θα μένει δεν μπορεί να έχει μαζί του τον σκύλο του. Δεν θέλει όμως και να τον αφήσει σε κάποιον που δεν θα τον αγαπά και δεν θα τον φροντίζει».
«Τι σκύλος δηλαδή είναι αυτός;», η μαμά "πετάχτηκε" πρώτη για να προλάβει τα παιδιά, που σίγουρα θα έδειχναν μεγάλο ενθουσιασμό και εκείνη ήθελε να ξέρει με τι έχει να κάνει. «Γιατί, όπως καταλαβαίνεις Θανάση μου, σε ένα διαμέρισμα θα ήταν δύσκολο να έχουμε ένα μεγαλόσωμο σκυλί!».
«Α, αυτό είναι το ωραίο, καλή μου. Βλέπετε, πρόκειται για ένα σκυλί ράτσας Μπασέ Χάουντ, που δεν γίνονται πολύ μεγαλόσωμα. Και, είναι .. θα μπορούσαμε να πούμε ... ακόμη κουτάβι! Ο Χρήστος το έχει μόνο τρεις εβδομάδες, και δεν έχει προλάβει να το εκπαιδεύσει όπως πρέπει, συνεπώς αυτός ο ρόλος πέφτει σε εμάς. Και για να σας προλάβω, επειδή βλέπω πως αρχίζετε να ενθουσιάζεστε, πρόκειται για μεγάλη ευθύνη, δηλαδή δεν θα αποτελέσει ο σκύλος το νέο σας παιχνίδι!»

Εκεί έγινε ένας μεγάλος χαμός. Ο Βαγγέλης χοροπηδούσε από τη χαρά του και δεν μπορούσε να σταθεί σε μια μεριά, λέγοντας σε όλους πως αυτός, μόνο αυτός και κανείς άλλος δεν θα ήταν υπεύθυνος για το κουτάβι, η Ειρήνη έτρεξε στον υπολογιστή της να ψάξει σαν τι σκύλος είναι αυτός ο Μπασέ Χάουντ και ξεφώνισε κάποια στιγμή πως "δεν της γεμίζει και πολύ το μάτι", η μαμά δήλωσε πως δεν θα ανεχόταν μεγαλύτερη ακαταστασία στο σπίτι από αυτή που ήδη είχαν, και ο μπαμπάς γελούσε με την καρδιά του!
Πάντως, η μεγάλη χαρά του Βαγγέλη που επιτέλους θα είχε και κανούριο φίλο και κατοικίδιο, κάτι που ονειρευόταν δηλαδή για πολύ καιρό, μίκρυνε λιγάκι θα έλεγε κανείς, μόλις είδε φωτογραφίες της τέτοιων σκυλιών στο διαδίκτυο. Στην αρχή υπέθεσε πως η Ειρήνη του τις έδειξε επίτηδες, για να τον πικάρει, αφού είχε καθοριστεί πως το σκυλί θα ήταν μόνο δικό του κι ίσως να ζήλευε λιγάκι.
Ήταν αλήθεια μια πολύ ιδιαίτερη ράτσα τα Μπασέ Χάουντ. Κοντά, με πόδια λιγάκι στραβά προς τα έξω, μακρουλά, και με αυτιά πλατιά σαν κουπιά, που σέρνονταν σχεδόν στο πάτωμα, δεν θα ήταν ίσως αυτό που θα διάλεγε ο ίδιος ο Βαγγέλης αν είχε αυτή τη δυνατότητα. Αλλά, προς το παρόν, λίγο τον ενδιέφερε αυτό. Της Ειρήνης όμως της θύμωσε όταν του είπε πως το κουτάβι τους θα μοιάζει περισσότερο με "λουκάνικο" παρά με κανονικό σκυλί.


Το επόμενο απόγευμα, έφτασε στο σπίτι τους το κουτάβι, μαζί με όλα του τα "προικιά": καλάθι για να κοιμάται, παιχνίδια για να παίζει, κουβερτούλα για να σκεπάζεται, βιβλιάριο εμβολιασμών, σκυλοτροφή. Ο Βαγγέλης, που είχε περάσει όλη τη μέρα τρώγοντας τα νύχια του από την ανυπομονησία και χαζεύοντας φωτογραφίες της συγκεκριμένης ράτσας στον υπολογιστή της Ειρήνης, μόλις είδε το κουτάβι κατάλαβε δυο πράγματα. Το πρώτο ήταν πως θα γινόταν ο καλύτερός του φίλος. Πήγε αμέσως κοντά του, τον μυρίστηκε και δεν ξεκόλλησε από δίπλα του ούτε όταν έφευγε ο παλιός του αφεντικός, δείχνοντας ξεκάθαρα την προτίμησή του. Το δεύτερο που κατάλαβε ο Βαγγέλης, ήταν πως επρόκειτο για έναν μεγάλο μπελά. Ο καημένος ο σκύλος, που αν και κοντός – σύμφωνα με τη ράτσα του-, άκουγε στο σοβαρότατο όνομα "Άρης", όπως και κάθε σκυλί που βρίσκεται σε καινούριο περιβάλλον και σέβεται τον εαυτό του, πήγε σε όλες τις γωνίες του σπιτιού, τις μύρισε, κοίταξε όλη την οικογένεια, και ξεκίνησε να κάνει σκανταλιές, αφού κάθε τι του φαινόταν παιχνίδι.
Η μαμά του, βλέποντας όλη αυτή την ανακατωσούρα όπως ακριβώς την φοβόταν, έθεσε ευθύς εξ αρχής τους κανόνες. Η μαμά, πάντα έβαζε "κανόνες". Για να ξέρουν όλοι τι πρέπει και τι ΔΕΝ πρέπει να κάνουν, τι θα ήταν σωστό και τι λάθος, και να μπορούν να περνούν καλά. Ο Βαγγέλης ήταν εξαιρετικά πρόθυμος να πει "ναι" σε ό,τι κι αν του έλεγαν. Και του το ξεκαθάρισαν. Αφού ήθελε κουτάβι, θα ήταν υπεύθυνος για αυτό. Για την καθαριότητά του, για την εκπαίδευσή του, για την υγεία του.
Κι είναι αλήθεια ότι τις επόμενες ημέρες ήταν πολύ επιμελής σε όλα όσα έπρεπε να κάνει. Με τον Άρη έγιναν αχώριστοι φίλοι. Κάθε πρωί τον έβγαζε βόλτα, κι ας αναγκαζόταν να ξυπνά νωρίτερα. Το μεσημέρι του έβαζε το φαγητό του στο μεγάλο μπολ, φρόντιζε να του έχει πάντα φρέσκο νεράκι, το απόγευμα έπαιζε μαζί του στην αυλή, και τον πήγαν μαζί με τον μπαμπά στον κτηνίατρο για τα εμβόλιά του. Κι ο Άρης μεγάλωνε κανονικά. Ίσως να είχε γίνει λιγάκι στρουμπουλός, επειδή ο Βαγγέλης του έδινε κρυφά καμιά λιχουδιά, από αυτές που κι ο ίδιος κυνηγούσε, αλλά φρόντιζε να μην το παρακάνει και τον πάρει χαμπάρι η μαμά. Αλλά, παρ' όλες τις προσπάθειές του, ο Άρης παρέμενε παιχνιδιάρης σαν κουτάβι που ήταν, κι επειδή ήταν και περίεργος και ήθελε να εξερευνήσει και τον κόσμο γύρω του, έκανε ένα σωρό σκανταλιές, και φυσικά ακόμη περισσότερες ζημιές.

Σε όλα αυτά, η αδελφή του η Ειρήνη είχε παραμείνει σχετικά αμέτοχη κι είχε αρκεστεί σε μερικά χάδια στον Άρη, και μερικές φορές τον είχε πάει βόλτα, για να τον δείξει στις φιλενάδες της βεβαίως! Κι επέμενε να τον φωνάζει "λουκάνικο", όποτε τον έβλεπε ή γινόταν λόγος γι' αυτόν. Αλλά δεν είχε μαζί του και πολλά-πολλά. Ευτυχώς, γιατί ο Βαγγέλης τον ήθελε μόνο δικό του! Πήρε και το καλάθι του και το έβαλε στα πόδια του κρεβατιού του, για να τον έχει και τη νύχτα κοντά του, επειδή τις πρώτες βραδιές του φάνηκε κάπως ανήσυχος ο Άρης στο καινούριο του σπίτι. Και φυσικά, φρόντιζε να εξαφανίζει όλες τις ζημιές που μπορεί να είχαν γίνει στο διάστημα της ημέρας που έλειπαν οι δικοί του ΠΡΙΝ έρθουν πίσω στο σπίτι.
Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί όμως ο Βαγγέλης πως μια μυίγα, τόσο μικρή και ασήμαντη, θα ξεσήκωνε τον Άρη τόσο πολύ περνώντας από μπροστά του, που : η βεράντα θα γινόταν άνω κάτω, γλάστρες θα έσπαγαν, χώματα θα σκορπούσαν παντού, το πουκάμισο του μπαμπά που κρεμόταν στο σκοινί της μπουγάδας θα γινόταν 3 κομμάτια, ένας καναπές θα γέμιζε λασπωμένες πατημασιές, το καλό βάζο της μαμάς θα έσπαγε. Κι η μυίγα άφαντη τελικώς, ο Άρης λαχανιασμένος και ξεσηκωμένος δεν μπορεί να σταθεί σε μια γωνιά, κι ο Βαγγέλης δεν ξέρει πώς τελικά θα μαζέψει αυτό το χάος! Και το χειρότερο: ποια τιμωρία θα αντιμετωπίσουν;
Αυτή την ώρα βρήκε κι η Ειρήνη να λείπει από το σπίτι. Μη έχοντας βοήθεια από κανέναν λοιπόν, ο Βαγγέλης καταπιάστηκε να συμμαζέψει όσο μπορούσε τις ζημιές. Και ταυτόχρονα μάλωνε τον Άρη, που είχε καθίσει ξέπνοος από το τρεχαλητό σε μια γωνιά.
«Που τόσες μέρες προσπαθώ να σε μάθω πως δεν τρέχουμε μέσα στο σπίτι! Που σου έχω πει ένα εκατομμύριο φορές πως τα σκυλιά δεν ανεβαίνουν στους καναπέδες – και δυσκολεύεσαι κιόλας με τα κοντά σου πόδια, σκέψου δηλαδή να ήσουν κανένα λαμπραντόρ!»
Όσο έλεγε ο Βαγγέλης, τόσο τα αυτιά του Άρη, που ούτως ή άλλως ήταν πλατιά κι έφταναν σχεδόν ως το πάτωμα, έπεφταν ακόμη πιο κάτω κι απλώνονταν γύρω του.

«Που σου έχω εξηγήσει πως δεν είναι όλα τα πράγματα παιχνίδι και πως πρέπει να γίνεις κι εσύ υπεύθυνος αν θες να εξακολουθήσεις να μένεις μαζί μας!» Ο Βαγγέλης τώρα έτριβε με ένα βρεγμένο πανί μανιωδώς τον καναπέ, μπας και καταφέρει να εξαφανίσει τις πατημασιές του Άρη που θα μαρτυρούσαν στα σίγουρα τα μισά – αν όχι όλα! – από όσα είχαν γίνει. Κοίταξε το κουτάβι που τον παρακολουθούσε από τη γωνιά κι είχε ζαρώσει ακούγοντας τις φωνές του.
«Ήθελα ένα φίλο, κι εσύ σήμερα μόνο μπελάδες μου έδωσες!» Λίγο ακόμη και θα έβαζε τα κλάματα ο Βαγγέλης, σίγουρος πως αυτή τη φορά η μαμά θα ήταν πολύ αυστηρή και μαζί του και με τον Άρη.
Το πατσαβούρι πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων χωρίς να τον έχει βοηθήσει και πολύ. Τα κομμάτια του σπασμένου βάζου ήταν κι αυτά στα σκουπίδια, αλλά σίγουρα θα πρόσεχαν την απουσία του. Και το σκισμένο πουκάμισο του μπαμπά, εξακολουθούσε να κρέμεται από το σχοινί της μπουγάδας – σε φέτες όμως πια!
Ο Άρης πλησίασε τον Βαγγέλη και τον έγλειψε απαλά. Γρύλιζε μετανιωμένος και πήγε και κάθισε ακριβώς δίπλα στα πόδια του, τόσο που η απαλή του τρίχα τον γαργαλούσε. Ο Βαγγέλης του χάιδεψε το κεφάλι και μετά τον πήρε αγκαλιά.
«Συγχώρεσέ με καλέ μου φίλε!», του είπε. «Δεν φταις εσύ αν είσαι ακόμη μικρός και δεν έχεις συνηθίσει κάποια πράγματα. Ούτε φυσικά επειδή δεν καταλαβαίνεις αυτά που σου λέμε. Είσαι σκύλος, πώς να καταλάβεις όσα εμείς οι άνθρωποι θα θέλαμε; Έπρεπε να σε προσέχω αντί να σε μαλώνω!» Ο Άρης του έγλειφε το πρόσωπο. «Πρέπει να πω στον μπαμπά να ξεκινήσουμε την εκπαίδευσή σου με έναν ειδικό. Κάποιον που θα ξέρει να μας πει πώς θα σου δώσουμε να καταλάβεις μερικά πράγματα χωρίς να σε μαλώνουμε». Ο σκύλος τώρα μασουλούσε το μανίκι της μπλούζας του Βαγγέλη κι εκείνος είδε κι έπαθε μέχρι να του το πάρει από το στόμα. «Μάλλον», του είπε στο τέλος, «θα πρέπει να πάμε ΜΑΖΙ για εκπαίδευση. Πρέπει κι εγώ να μάθω πώς να σου δείχνω τι πρέπει να κάνεις και πώς να το κάνεις».
Όταν ήρθε η μαμά, κατάλαβε σχεδόν αμέσως πως κάτι δεν είχε πάει καλά, μια και ο γιος της και ο σκύλος τους είχαν και οι δύο την ίδια ένοχη φάτσα. Ο μεγαλύτερος όμως μάρτυρας της καταστροφής, ήταν το πουκάμισο. Κι εκεί πια η μαμά, άρχισε την χοντρή κατσάδα στο γιο της. Του είπε ένα σωρό για την αμέλειά του και για όλες του τις απροσεξίες – και θυμήθηκε και πιο παλιές ακόμη, έτσι, για να τον κάνει να νιώσει ακόμη χειρότερα ! Στο μεταξύ είχαν φθάσει στο σπίτι και η Ειρήνη και ο μπαμπάς και προσπαθούσαν να φανταστούν τι είχε διαδραματιστεί, αλλά και να καλμάρουν λίγο τη μαμά, που πολύ θα ήθελε να τους βάλει όλους μαζί τιμωρία.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη μέσα στο σπίτι. Όλη αυτή την ώρα, ο Βαγγέλης και ο Άρης ήταν τιμωρημένοι κι έπρεπε να καθίσουν ήσυχοι – ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ – σε μια γωνιά, οπότε ο Βαγγέλης κρατούσε αγκαλιά τον Άρη, μην τύχει και του ξεφύγει και αρχίσουν από την αρχή οι κατσάδες.
Αλλά όταν η Ειρήνη ήρθε κοντά τους και του είπε ειρωνικά : «για κοίτα σε τι μπελάδες σε βάζει αυτό το .. "λουκάνικο" που έχεις για σκυλί», ε, τότε πια ο Βαγγέλης πνίγηκε από αγανάκτηση!
«Δεν είναι λουκάνικο, είναι ένας πολύ ιδιαίτερος και όμορφος και έξυπνος σκύλος!», της φώναξε – ίσως λίγο πιο δυνατά κι από ότι ο ίδιος θα ήθελε. «Αντί να τον κοροϊδεύεις, μόνο και μόνο επειδή είναι λιγάκι διαφορετικός στην όψη από τον σκύλο που ίσως εσύ ονειρευόσουν και δεν μοιάζει ας πούμε με κανένα κατσαρό κανίς που πολύ θα ήθελες να έχεις, θα έπρεπε να μας βοηθήσεις και τους δύο να φτιάξουμε μία καλύτερη επικοινωνία!». Οι φωνές του τώρα πια ήταν πολύ δυνατές, τόσο που ο Άρης κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ. «Αν θες να ξέρεις, αυτό το "λουκάνικο" όπως επιμένεις να τον αποκαλείς, μου έχει κρατήσει πολύ περισσότερη συντροφιά από ΕΣΕΝΑ όλο το καλοκαίρι!»
Ο μπαμπάς έστειλε την Ειρήνη στο δωμάτιό της. Με ένα νόημά του. Ήταν σίγουρο πως θα της έλεγε – αργότερα όμως -, πως δεν είχε κρατήσει σωστή στάση και πως δεν θα ανεχόταν άλλα πειράγματα από μέρους της, ούτε για τον αδελφό της ούτε για τον σκύλο του. Και πήρε τηλέφωνο να κανονίσει το πρώτο ραντεβού για την εκπαίδευση του Άρη. Σάββατο φυσικά. Για να μπορούν να πάνε όλοι μαζί. Για να μπορούν ΜΕΤΑ να φέρονται σωστά στο κατοικίδιο που ήταν πια μέλος της οικογένειάς τους.
Κι η μαμά, αφού κατάφερε να βγάλει από κάτω από τον καναπέ τον Άρη, που έτρεμε από την τρομάρα του με τις φωνές όλων, πήρε αγκαλιά με το ένα χέρι το σκυλί και με το άλλο το παιδί της, και βγήκαν και οι τρεις να πάνε βόλτα. Το συμμάζεμα μπορούσε να γίνει και λίγο αργότερα. Τώρα έπρεπε όλοι να χαλαρώσουν – «άλλωστε δεν είχε γίνει και καμιά μεγάλη ζημιά!», όπως παραδέχθηκε στον Βαγγέλη. Και σε όποιον γνωστό, γείτονα και φίλο συναντούσαν στη βόλτα, ο Βαγγέλης σύστηνε με καμάρι τον Άρη : «ο φίλος μου ο Λουκάνικος». Είχε αποφασίσει πως ίσως αυτό το όνομα να του ταίριαζε περισσότερο κι ας ήταν κωμικό, κι ας είχε βάλει τις φωνές στην Ειρήνη νωρίτερα επειδή τον φώναζε έτσι. Αν τον φώναζαν όλοι "Λουκάνικο", δεν θα μπορούσε κανείς να τον κοροϊδέψει, σωστά;
«Καληνύχτα φίλε μου Λουκάνικε», του είπε όταν πήγαν για ύπνο. Και ο – πρώην – Άρης καθόλου δεν έδειξε να στεναχωριέται με το νέο του όνομα!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved