Το παραμύθι της εβδομάδας: «Αχ! Αυτό το κρεβάτι μου…»
«Λίλααααα»... η μαμά τη φώναζε .... Κι η Λίλα γύρισε από το άλλο πλευρό και βούλωσε με το χέρι της το ελεύθερο αυτί της.
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
«Λίλα!», η μαμά μπήκε στο δωμάτιό της, «είπαμε, είναι Κυριακή και μπορείς να κοιμηθείς λίγο περισσότερο σήμερα που δεν έχεις σχολείο, αλλά μόνο ΛΙΓΟ περισσότερο!»
«Μμμμ.... Μαμάκα, πάρε με μια αγκαλίτσα και θα σηκωθώ αμέσως, στο υπόσχομαι!» είπε η Λίλα μισο-κοιμισμένη ακόμη. Η μαμά δεν θα της χαλούσε το χατίρι φυσικά, αφού σε όλους τους γονείς αρέσουν οι αγκαλιές με τα παιδιά τους. Αλλά, η Λίλα βολεύτηκε στην αγκαλιά της μαμάς της και ξανακοιμήθηκε, μάλιστα ένιωθε πως κοιμόταν ακόμη καλύτερα τώρα που ένιωθε την ανάσα της μαμάς στο μάγουλό της. Κι εκείνο το χάδι στα μαλλάκια της, σίγουρα ήταν τα χεράκια της μανούλας αυτά, δεν υπήρχαν απαλότερα χέρια στον κόσμο όλο!
«Ξύπνα καλή μου, να πάρουμε πρωινό, να κάνουμε τις δουλίτσες μας και να έχουμε χρόνο για να πάμε βόλτα. Κυριακή είναι, μέσα θα μείνουμε;» Η μαμά είχε μόλις πει την μαγική λέξη: βόλτα. Το δεύτερο καλύτερο πράγμα δηλαδή μετά την αγκαλιά! Κι έτσι η Λίλα ξύπνησε με μιας! Τόσο γρήγορα μάλιστα που ο μπαμπάς μπήκε στο δωμάτιο φουριόζος για να δει μην έπαθαν τίποτε!
Ξέροντας πως οι βόλτες της Κυριακής είναι πάντα πολύ ωραίες, και βλέποντας έναν ήλιο λαμπερό να της γελά από το παράθυρό της, η Λίλα ετοιμάστηκε πάρα πολύ γρήγορα. Πήγε στην τουαλέτα, έπλυνε τα δόντια και τη μουρίτσα της, σκούντησε τον αδελφό της στην τρεχάλα για να ξαναπάει στο δωμάτιό τους, έψαξε με μανία στη ντουλάπα της για το αγαπημένο κολάν και εκείνη τη μοναδική μπλούζα που είχε πάνω της χάντρες με όλα τα χρώματα του κόσμου, και ντύθηκε στο άψε – σβήσε, πετώντας τις πυτζάμες της δεξιά κι αριστερά στο δωμάτιο. Μετά, πήγε τρέχοντας στην κουζίνα για το πρωινό της και το γάλα της εξαφανίστηκε ως διά μαγείας χωρίς, αυτή τη φορά, να παραπονεθεί καθόλου εάν ήταν λίγο πιο κρύο ή λίγο πιο ζεστό από ότι της άρεσε.
«Τέλεια!» είπε ο μπαμπάς, «σε λίγο θα είμαστε έτοιμοι να πάμε εκείνη τη βόλτα που σχεδιάζαμε».
«Δεν θα ξεκινήσουμε όμως αν ο καθένας μας δεν τελειώσει πρώτα τις δουλειές του». Η μαμά ούτε την Κυριακή δεν έβγαινε από το πρόγραμμά της. Κι ούτε άφηνε και κανέναν άλλο να το κάνει δηλαδή. «Παιδιά, έχετε μαζέψει το δωμάτιό σας;», ρώτησε τη Λίλα και το Σπύρο, τον αδελφό της, αμέσως μετά.
«Εγώ μαμά τα έχω όλα τέλεια», είπε με καμάρι ο Σπύρος, αλλά δεν κοίταζε τη μαμά τους. Κοίταζε τη Λίλα. Γιατί ήξερε πως η Λίλα σίγουρα κάτι θα είχε αφήσει στη μέση.
«Λίλα, έφτιαξες το κρεβάτι σου;». Ωχ, τώρα ρωτάει και ο μπαμπάς. Συνήθως, τέτοιες ερωτήσεις κάνει η μαμά.
«Εεε....». Η Λίλα μόνο αυτό βρήκε να πει. Πήγε στο παιδικό δωμάτιο κι αυτό που είδε της έφερε απελπισία ακόμη και της ίδιας. Το σεντόνι με την κουβέρτα της ήταν ένας μπερδεμένος όγκος στη μέση του κρεβατιού, από κάπου ξεπρόβαλε το ένα μανίκι της πυτζάμας της αλλά πουθενά δεν φαινόταν το παντελόνι, οι παντόφλες ήταν η μια κάτω από το κομοδίνο κι η άλλη στη μέση του χαλιού και ο "Μπόμπιρας", ο αγαπημένος κούκλος της, καθόταν πάνω στο μαξιλάρι της χωρίς ρούχα. Τα δικά της χθεσινά ρούχα, ήταν πεταμένα μπροστά στην μπαλκονόπορτα, έτσι άγαρμπα που τα είχε βγάλει χθες το βράδυ.
Δεν θα τελείωνε ποτέ το συμμάζεμα. Και ποτέ δεν θα ξεκινούσαν για εκείνη τη βόλτα. Πήγε στον Σπύρο γεμάτη απελπισία. «Μπορείς να με βοηθήσεις;».
«Όχι φυσικά! Εγώ έχω ήδη μαζέψει την δική μου μεριά του δωματίου και δεν θα βρεις ούτε ένα στρατιωτάκι μου, ούτε ένα lego έξω από το κουτί του!» της δήλωσε περήφανα. Και, για να μην της αφήσει περιθώριο να επιμείνει – ω! πόσο εκνευριστικά μπορούν να γίνουν τα μεγαλύτερα αδέλφια μερικές φορές! -, βάλθηκε να βοηθά τη μαμά να μαζεύει το τραπέζι της κουζίνας από το πρωινό τους.
Η Λίλα γύρισε στο δωμάτιό τους και ξεκίνησε τη δουλειά. Πρώτα – πρώτα βρήκε τα ρούχα του "Μπόμπιρα" και τα καλτσάκια του, και τον έντυσε όμορφα – όμορφα. Τον κάθισε σε μια καρέκλα. Μετά ξετρύπωσε τις πυτζάμες της – ανακατεύοντας κι άλλο τα σκεπάσματά της είναι η αλήθεια! – και κατάφερε να τις διπλώσει κάπως καλά, αν και όχι τέλεια. Τις έδωσε στον "Μπόμπιρα" να τις κρατάει. Συγχρόνως του έλεγε τα παράπονά της:
«Μου αρέσει να κάνω δουλειές. Να, όπως ας πούμε, να φροντίζω εσένα. Να σε ντύνω, να σε πηγαίνω βόλτα, να σε βάζω για ύπνο». Ο "Μπόμπιρας" δεν της απαντούσε.
«Μου αρέσει ακόμη να τακτοποιώ τα ρούχα μου, όταν η μαμά μου τα δίνει φρεσκο-σιδερωμένα, κι έχουν εκείνο το υπέροχο άρωμα από το σαπούνι και το μαλλακτικό». Τώρα η Λίλα κρατούσε στην αγκαλιά της τα χθεσινά ρούχα της και πήγαινε να τα βάλει στο καλάθι με τα άπλυτα. Κάτι που έπρεπε να είχε κάνει από χθες. Από τον διάδρομο κοίταξε πως την κουζίνα και είδε το Σπύρο να τακτοποιεί τα φρούτα στη φρουτιέρα τους.
Σειρά είχε το στρώσιμο του κρεβατιού της. Τραβούσε από τη μια μεριά το σεντόνι, από την άλλη μεριά την κουβέρτα, τίποτε. Τεντωνόταν, ξανατραβούσε. Πήρε το μαξιλάρι της και το έβαλε αλλού για να έχει περισσότερο χώρο. Αλλά θαρρείς και η κουβέρτα πήγαινε μοναχή της όπου εκείνη ήθελε! Τέντωνε το σεντόνι προς τα εδώ, ξέφευγε η κουβέρτα προς τα εκεί. Ίσιωνε την κουβέρτα, έχανε από τα μάτια της το σεντόνι.
Τα μικρά χέρια της Λίλας πονούσαν από το τράβηγμα. Και το κρεβάτι παρέμενε στο ίδιο χάλι. Ήταν πολύ θυμωμένη. Γιατί πρέπει πάντα να έχει μια "δουλειά" να κάνει; Γιατί πρέπει να υπάρχουν "αγγαρείες"; Και, κυρίως, γιατί όλα αυτά έπρεπε να γίνουν τώρα που είχε κάτι πολύ καλύτερο να κάνει; Ο "Μπόμπιρας" δεν ήξερε να της απαντήσει.
«Μαμάααααα....!». Χρειαζόταν βοήθεια. Σίγουρα. Κι αν ο Σπύρος της έκανε το "σπουδαίο", η μαμά σίγουρα θα έβαζε ένα χεράκι. «Δεν μπορώ να φιάξω το κρεβάτι μου!». Το είπε, το παραδέχτηκε.
«Μα, καλή μου, σου έδειξα πώς να το κάνεις!»
«Ναι, μαμά αλλά είναι πολύ δύσκολο και μάλιστα δεν τα καταφέρνω καθόλου καλά, και κουράζομαι κιόλας!». Η Λίλα ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές. Μάλλον στο Σπύρο που δεν τη βοηθούσε καθόλου.
«Κι εγώ κουράζομαι με μερικές από τις δουλειές που κάνω, αλλά δεν τα παρατάω τόσο εύκολα μικρή μου!». Α, όταν η μαμά έπαιρνε αυτό το "γλυκό" ύφος, τότε σήμαινε πως δεν θα υποχωρούσε.
«Μαμά σε παρακαλώ, κάντο εσύ για μένα!»
«Για να δούμε τώρα.... Αν κάνω εγώ το κρεβάτι σου, εσύ ποια από τις δικές μου δουλειές θα μπορούσες να κάνεις;» Καλό αυτό, σκέφτηκε η Λίλα. Η μαμά δεν είπε αμέσως "όχι". Άρα, υπήρχε ακόμη η ελπίδα να την βοηθήσει.
Ποια δουλειά θα μπορούσε όμως να κάνει η Λίλα;
«Μήπως να έβαζες τα πιάτα στο πλυντήριο πιάτων; Ή μήπως να έπλενες προσεκτικά τα λαχανικά για τη μεσημεριανή μας σαλάτα;»
Η Λίλα δεν απαντούσε. Την προηγούμενη φορά που επιχείρησε να πλύνει λαχανικά, γέμισε η κουζίνα νερά κι ίδια δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι τα είχε πλύνει καλά.
«Κατάλαβα, θα προτιμάς μάλλον να απλώσεις τις μπουγάδες ή να σιδερώσεις». Η μαμά, ήταν σχεδόν σίγουρη η Λίλα, ήταν έτοιμη να βάλει τα γέλια. Την κορόιδευε;
«Μαμά, το ξέρεις πως δεν μπορώ να κάνω τίποτε από αυτά! Δεν φτάνω το σκοινί για να απλώσω και φοβάμαι μην καώ με το σίδερο! Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορώ στ' αλλήθεια να κάνω για να σε βοηθήσω;»
«Τότε, μπορείς να με βοηθήσεις να φτιάξω ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ κρεβάτι, και να δεις πώς το κάνω. Μετά, είμαι σίγουρη, θα μπορέσεις να φτιάξεις και το δικό σου».
Η Λίλα είχε τρομάξει λίγο. Αφού δεν μπορούσε να στρώσει το δικό της, μικρό κρεβάτι, πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τη μαμά, με ένα μεγαλύτερο; Αν ήθελε όμως να πάει βόλτα, έπρεπε τουλάχιστον να δοκιμάσει. Κι ας μην της άρεσε.
Αλλά η μαμά είχε έναν τρόπο μοναδικό να κάνει τα δύσκολα εύκολα και χαρούμενα μαζί. Της έδειξε πώς να χτυπά τα μαξιλάρια για να γίνουν πιο αφράτα και πώς να ισιώνει τις μαξιλαροθήκες μετά. Ύστερα έπιασαν μαζί τις άκρες του σεντονιού και τις ίσιωσαν όμορφα όμορφα. Το ίδιο έκαναν και με την κουβέρτα.
«Μου φαίνεται πως τώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω για το δικό μου κρεβάτι!» είπε η Λίλα.
«Μπορώ να σε βοηθήσω αν θες», φώναξε η μαμά από το άλλο δωμάτιο.
«Όχι, όχι! Θα το κάνω μόνη μου. Θα το κάνω κάθε μέρα και σε λίγο καιρό θα μπορώ να το κάνω το ίδιο τέλεια με εσένα και τον Σπύρο».
Η Λίλα βέβαια πάλι ταλαιπωρήθηκε λιγάκι. Η κουβέρτα της φαινόταν τόσο βαριά! Μα ήξερε τώρα πια πως υπάρχουν ένα σωρό άλλες πιο δύσκολες δουλειές που γίνονται κάθε μέρα από κάποιον μέσα στο σπίτι. Και πρέπει μάλλον αυτές οι δουλειές να είχαν μοιραστεί στον καθένα ανάλογα με το τι μπορούσε να κάνει, αν ήταν μικρός ή μεγάλος. Ένιωσε πως η δικιά της δουλειά ήταν ακριβώς αυτή που άντεχαν τα μικρά της χεράκια. Είτε της άρεσε είτε όχι, έπρεπε να προσπαθήσει. Επειδή και οι άλλοι προσπαθούσαν πολύ!
Λες και διάβασε τις σκέψεις της, ο Σπύρος ήρθε μοναχός του, χωρίς να του το πει κανείς, και την βοηθούσε.
«Αχ, αυτό το κρεβάτι μου! Τι όμορφο που φαίνεται τώρα!», καμάρωνε η Λίλα μετά.
«Σιγά καημένη, το ίδιο κρεβάτι είναι!». Μερικές φορές ο Σπύρος .... απλουστεύει τα πάντα!
«Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Θυμάσαι πώς ήταν όταν ξύπνησα; Ένα ανακατεμένο βουνό ήταν. Τώρα μοιάζει καινούριο. Αν με βοηθήσεις άλλη μια φορά, θα έχω μάθει να το κάνω τέλεια και μόνη μου!»
«Εντάξει λοιπόν», είπε ο Σπύρος, «πάμε πάλι από την αρχή!».
Κι έδωσε μια στα σκεπάσματα γελώντας, και γίναν όλα πάλι χάλια. Ανέβηκε μάλιστα πάνω στο κρεβάτι της και την τράβηξε κι εκείνη.
Μα η Λίλα καθόλου δεν του θύμωσε. Χοροπηδούσαν μαζί, για μεγάλη απογοήτευση του μπαμπά που έβλεπε πως ο καφές που λαχταρούσε τόσο να πιει, μάλλο θα αργούσε ακόμη.
«Αχ, αυτό το κρεβάτι μου! Κοίτα πώς του αρέσει να ... ανακατεύεται μόνο του!» Η Λίλα προσπαθούσε να πάει ψηλότερα από το Σπύρο, κι έβαζε όλη της τη δύναμη για να το καταφέρει. Γελούσαν και οι δύο. Θα το ξανα-έφτιαχναν σε λίγο. Κι ίσως να το χαλούσαν πάλι. Δεν ήταν πια "δουλειά" ή "αγγαρεία". Ήταν παιχνίδι!