Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο πιο σπουδαίος μπαμπάς!

Η κυρία Σοφία, δασκάλα της πρώτης δημοτικού, τώρα που είναι ακόμη η αρχή της σχολικής χρονιάς, κάνει διάφορες ερωτήσεις στα παιδιά, για να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους.

Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου

Ετσι, την ώρα της ελεύθερης απασχόλησης, σκέφθηκε να τους ρωτήσει ποιο είναι το επάγγελμα του μπαμπά τους. Και τότε .... έγινε αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς "μεγάλος χαμός"! Τα παιδιά μιλούσαν όλα μαζί, με μεγάλη περηφάνεια το καθένα για τον δικό του μπαμπά και την δουλειά που κάνει. Έτσι, αυτό που κατάφερε να ακούσει η κυρία Σοφία, ήταν πως του Αργύρη ο μπαμπάς είναι ανθοκόμος, της Μαρίας οδηγός σε λεωφορείο, του Λευτέρη φωτογράφος και της Άννας βιβλιοπώλης. Ή μήπως της Άννας ο μπαμπάς είναι κρεοπώλης; «Σιγά – σιγά!» τους φώναξε. «Αν μιλάτε όοοολοι μαζί, δεν μπορώ να καταλάβω τι μου λέτε. Ούτε κι οι συμμαθητές σας δηλαδή!»

«Ναι, αλλά κυρία, ο Τηλέμαχος λέει πως αυτός έχει έναν πολύ σπουδαίο μπαμπά επειδή είναι δικηγόρος. Αλλά, ο δικός μου μπαμπάς στα σίγουρα είναι καλύτερος, γιατί είναι καθηγητής και μαθαίνει γράμματα – στα μεγάλα παιδιά κιόλας!». Ο Βασίλης ήταν ασυγκράτητος και σχεδόν έτοιμος να δώσει και καμιά στον Τηλέμαχο, ο οποίος Τηλέμαχος όμως δεν πήρε είδηση τον καβγά, γιατί ήταν απασχολημένος να εξηγεί σαν τι κάνει ένας δικηγόρος στα μισά πιτσιρίκια της τάξης που δεν ήξεραν!
«Όπως καταλαβαίνετε», τους έλεγε με ύφος πολύ σπουδαίο, «ο μπαμπάς μου φροντίζει να βρίσκουν το δίκιο τους όλοι οι άνθρωποι». Αλλά πώς το έκανε αυτό, δεν μπόρεσε να περιγράψει.
«Σου λέω πως κι ο δικός σου μπαμπάς ακόμη έμαθε γράμματα από κάποιον καθηγητή, δηλαδή κάποιον που κάνει τη δουλειά του δικού μου μπαμπά, άρα αυτός είναι ο πιο καλύτερος γιατί είναι πιο απαραίτητος!». Ο Βασίλης φυσικά δεν άκουσε τι έλεγε η κυρία. Και θα μπορούσε να πει ακόμη κι άλλα αν δεν γινόταν τόσο μεγάλη φασαρία.

«Τι πάει να πει ανθοκόμος;», ρώτησε η κυρία Σοφία τον Αργύρη, για να δει αν ήξερε ακριβώς τι κάνει ο μπαμπάς του και για να αλλάξει κάπως τη συζήτηση του Τηλέμαχου με τον Βασίλη, πριν καταλήξει σε γερό καβγά.
«Είναι αυτός που φροντίζει τους κήπους και τα μπαλκόνια να έχουν όμορφα λουλούδια! Και πράγματι μερικά είναι υπέροχα! Τον έχω δει να βάζει μικρούς σπόρους στο χώμα, να τους ποτίζει και να τους περιποιείται, και μετά από λίγο καιρό, τα πράσινα κοτσανάκια τους μεγαλώνουν και βγάζουν όμορφα λουλούδια. Είναι μια δουλειά μαγική, και θα ήθελα να την κάνω κι εγώ όταν μεγαλώσω!»
«Τι λες Αργύρη, μπορεί στ' αλήθεια να το κάνει αυτό; Κι έχετε πολλά λουλούδια σπίτι σας;». Για την Έλλη, φαινόταν καταπληκτικό να μπορεί κάποιος να παίζει με τα χώματα και τις γλάστρες όσο θέλει και μετά να έχει κι έναν όμορφο κήπο για να καμαρώνει.
«Έχουμε, και μπορούμε αν θες να σου δείξουμε κι εσένα πώς να φυτεύεις και πώς να τα περιποιείσαι!»

«Τι καλά! Βλέπεις, ο δικός μου μπαμπάς είναι οφθαλμίατρος, κι ούτε καν ξέρει να αλλάζει το νερό στα λουλούδια του βάζου, όχι να φυτεύει κιόλας! Αλλά, φυσικά, επειδή δουλεύει πολύ κι είναι τόσο σημαντική η δουλειά του, κανείς μας δεν του κρατά κακία». Αυτά τα τελευταία η Έλλη τα είπε με λίγο στόμφο, καθώς δεν της άρεσε τα άλλα παιδιά να περηφανεύονται περισσότερο από την ίδια.

Και γυρνώντας και πως τον Τηλέμαχο, είπε ακόμη πιο δυνατά:
«Βλέπετε, ο δικός μου πατερούλης, σαν οφθαλμίατρος, φροντίζει για την υγεία των ματιών. Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί κανείς να βλέπει καλά. Μερικοί χρειάζονται και γυαλιά για να το επιτύχουν αυτό».
Ο Βαγγέλης, μέσα σε όλο αυτό πανδαιμόνιο, δεν μιλά καθόλου. Ο δικός του μπαμπάς δεν κάνει κανένα "φανταχτερό" επάγγελμα. Δεν φορά γραβάτα. Και φεύγει για τη δουλειά του πολύ νωρίς το πρωί. Είναι φούρναρης.
«Βαγγέλη, δεν μας έχεις πει εσύ τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου!» Η δασκάλα τον κοιτά με περιέργεια, το ίδιο και οι συμμαθητές του. Πολύ θα ήθελε να τους έλεγε πως είναι σπουδαίος, πολύ σπουδαίος... να, ας πούμε να τους πει ότι είναι αστροναύτης! Μα δεν ήξερε τι άλλο να πει για έναν αστροναύτη, εκτός του ότι πηγαίνει ταξίδια στο φεγγάρι. Κι έτσι δεν είπε τίποτε στην αρχή. Κι όλοι τον κοιτούσαν και περίμεναν. Στο τέλος είπε όσο πιο σιγά γινόταν: «ο μπαμπάς μου είναι φούρναρης».

«Μμμμ... θες να πεις ότι ο μπαμπάς σου ξέρει να φτιάχνει φρέσκο, μυρωδάτο ψωμί; Και κουλουράκια;» Η Άννα ακουγόταν ενθουσιασμένη κι ο Βαγγέλης της έριξε μια διστακτική ματιά όλο απορία πριν γνέψει "ναι" με το κεφάλι του πάνω-κάτω.
«Και δηλαδή, μήπως ξέρει να φτιάχνει κι εκείνα τα μικρά ψωμάκια που έχουν ένα σωρό ξηρούς καρπούς μέσα και τα λένε πολύσπορα;».
«Ο μπαμπάς μου ξέρει να φτιάχνει όλων των ειδών τα ψωμάκια, τα κουλούρια και τα άλλα γλυκά!" Ο Βαγ»έλης άρχισε να νιώθει λίγη, τόση δα, περηφάνεια για το πόσα πράγματα ξέρει να κάνει ο μπαμπάς του. «Κάθε μέρα φέρνει στο σπίτι φρέσκο ψωμάκι κι από το φούρνο του ψωνίζει όλη η γειτονιά. Τον ξέρουν όλοι!» Το μυαλό του μικρού δουλεύει τώρα πυρετικά. «Τις γιορτές πάντα κάνει υπέροχα μελομακάρονα και κουραμπιέδες και μοσχοβολάει όλο το τετράγωνο. Πάμε όλοι και τον βοηθάμε γιατί η δουλειά είναι περισσότερη. Εμένα μου έχει αναθέσει να φτιάχνω μεγάλες πυραμίδες από αυτά, μπροστά στη βιτρίνα. Είμαι "προσωπικός του βοηθός". Τώρα ο Βαγγέλης καμάρωνε πολύ, πάρα πολύ! Γιατί μόνο αυτός ήταν "προσωπικός βοηθός" του πατέρα του. Και κανένα άλλο παιδί της τάξης δεν μπορούσε να είναι "προσωπικός βοηθός" του δικού του πατέρα, εκτός ίσως από τον Αργύρη.

«Να έρθω να βοηθήσω κι εγώ να βοηθήσω φέτος;» Η Άννα ήταν έτοιμη θαρρείς να σηκώσει τα μανίκια της και να πιάσει τα ζυμάρια.
«Πολύ θα το χαιρόταν ο μπαμπάς μου, γιατί του χρειάζονται, λέει, πολλά χέρια, και πάντα είναι πολύ κουρασμένος, όμως ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα δεν προλαβαίνει να ξεκουραστεί καθόλου!». Ο Βαγγέλης σκεφτόταν πως αν κατάφερνε να φέρει για βοήθεια κανα-δυό φίλους ακόμη, θα περνούσαν όλοι πολύ ωραία: τα άλλα παιδιά θα μάθαιναν πώς γίνονται όλα αυτά που βλέπουν κάθε μέρα στο τραπέζι τους, ο μπαμπάς θα ξαλάφρωνε λίγο και θα τους κερνούσε στο τέλος ένα σωρό λιχουδιές, κι ο ίδιος θα μπορούσε να φτιάξει μεγαλύτερες πυραμίδες γλυκών, ψηλές ως το ταβάνι!
«Κι εγώ θα έρθω!», ακούστηκε από ένα σωρό άλλα παιδιά, που προφανώς το ίδιο σκέφτονταν. Ποιο παιδί δεν αγαπά τη μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού; Σε ποιο παιδί δεν αρέσουν τα μελομακάρονα; Υπάρχει κανείς που να μην λατρεύει να παίζει με το ζυμάρι;
Ο Βαγγέλης ένιωθε ο ίδιος πολύ σπουδαίος. Και για τον μπαμπά του πολύ περήφανος. Αλλά, δεν ήταν περήφανος μόνο για το επάγγελμα του μπαμπά του.

«Ο μπαμπάς μου είναι σπουδαίος». Το είπε αυτό δυνατά και όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Δεν τους άφησε όμως να προλάβουν να πουν κάτι, οτιδήποτε.
«Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ μπαμπάς είναι σπουδαίος, όχι μόνο για τη δουλειά που κάνει. Είναι σπουδαίος γιατί, όσο κουρασμένος κι αν είναι, πάντα βρίσκει χρόνο να παίξει μαζί μου, ή να με πάει μία βόλτα. Με βοηθά σε όποια μαθήματα δυσκολεύομαι. Ξεκινά τη μέρα του πάρα πολύ νωρίς, όταν όλοι οι άλλοι ακόμη κοιμούνται, και συνήθως τελειώνει πολύ αργά, αλλά προλαβαίνει να περάσει από το σπίτι της γιαγιάς για να δει τι κάνει!» Ο Βαγγέλης τα είπε αυτά με μια ανάσα. Μονοκόμματα. Και ήταν το ίδιο έκπληκτος με τα άλλα παιδιά, που έβρισκε ένα σωρό υπέροχα πράγματα που κάνει για την οικογένειά τους ο μπαμπάς του, εκτός από το να δουλεύει φυσικά.
«Έχεις δίκιο, Βαγγέλη», είπε η κυρία. «Σημασία δεν έχει με ποιον τρόπο ή σε ποια δουλειά εργάζεται ο μπαμπάς και η μαμά μας. Το σημαντικό είναι το πόσα άλλα πράγματα κάνουν για την οικογένειά τους, φίλους, συγγενείς. Το πόσο δείχνουν την αγάπη τους, γιατί όταν προσφέρεις, με τον κόπο σου κυρίως κι όχι μόνο με τα χρήματά σου, αυτό κάνεις, δείχνεις την αγάπη σου και το ενδιαφέρον σου για την οικογένειά σου.»

«Κυρία, ο δικός μου μπαμπάς φέρνει πάντα ένα μπουκέτο λουλούδια κάθε Παρασκευή στο σπίτι», είπε ο Αργύρης. «Λέει πως όπως ομορφαίνουμε τους κήπους των άλλων ανθρώπων, έτσι πρέπει να ομορφαίνουμε και το δικό μας σπίτι, άσχετα αν μένουμε σε διαμέρισμα».
«Κι ο δικός μου μπαμπάς, βοηθά πάντα τη μαμά στα ψώνια, κι όταν την πονά η μέση της απλώνει εκείνος τη μπουγάδα!», είπε ο Βασίλης.
Ο Τηλέμαχος, που δεν είχε πεταχτεί καθόλου τόση ώρα, πήγε κοντά στον Βασίλη και τον Βαγγέλη και τους είπε: «Ο μπαμπάς μου είναι πράγματι σπουδαίος. Όποτε είμαι άρρωστος μένει μαζί μου, δεν πάει στη δουλειά, και μου διαβάζει όσα παραμύθια θέλω.Το ίδιο σπουδαίοι μου φαίνεται είναι όλοι οι πατεράδες του κόσμου! Όλοι! Ξέρετε γιατί;» Τους κοίταξε έναν – έναν στα μάτια. «Γιατί μας αγαπάνε!».
«Ναιαιαιαιαι!» φώναξαν όλα τα πιτσιρίκια μαζί.

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved