To παραμύθι της εβδομάδας:«Ποιος έκανε την εργασία μου;»
Στον Μάριο δεν αρέσει να μελετά στο σπίτι. Καθόλου! Νιώθει ήδη τόσο κουρασμένος όταν γυρίζει, που μερικές ακόμη ώρες καθισμένος μπροστά στο γραφείο του, του φαίνονται βουνό. Αλλά τι να κάνει; Κι όσο εκείνου δεν του αρέσει να μελετά, τόσο περισσότερες εργασίες τους βάζει ο δάσκαλος για το σπίτι.
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
«Τι κακό μπελά βρήκα!» σκεφτόταν μόνος του ο Μάριος! «Πέρσι τουλάχιστον, μου έμενε λίγος χρόνος να παίξω. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ σκούρα!»
Παραπονέθηκε στη μαμά του ότι δεν προλαβαίνει και ζήτησε τη βοήθειά της. Κι εκείνη τι του είπε; «Αααα, Μάριέ μου, όλα τα παιδιά έχουν εργασίες να κάνουν στο σπίτι τους. Ο σκοπός είναι στην πραγματικότητα να μάθεις ακόμη καλύτερα, μέσα από την προσωπική σου ενασχόληση, όσα διδάχτηκες στο σχολείο». Πολύ ωραία!
Αλλά, ούτε όταν μίλησε με τον μπαμπά του, βρήκε συμπαράσταση. «Θα χαρώ να σε βοηθήσω σε ό,τι δυσκολεύεσαι! Προηγουμένως όμως θα έχεις τελειώσει όλα τα άλλα μαθήματά σου!». Τζίφος δηλαδή. Και τον μπαμπά του δεν μπορούσε να τον κοροϊδέψει εύκολα. Θα απαιτούσε να δει ότι πραγματικά είχε κάνει όλες τις υπόλοιπες εργασίες του πριν καθίσει δίπλα του για να τον βοηθήσει.
Υπήρξαν μερικές φορές που τα φόρτωσε όλα στον κόκκορα. Έπαιξε με το nitento του, με τα στρατιωτάκια του, με τις φόρμουλες-αυτοκινητάκια του και είδε όση τηλεόραση ήθελε. Λέγοντας φυσικά ψέμματα στους γονείς του ότι δεν είχε τίποτε να μελετήσει. Και πήγε εντελώς αδιάβαστος την επόμενη μέρα. Αλλά, "μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη" όπως λέει και η παροιμία, ο δάσκαλός του τον τσάκωσε και έκανε αμέσως τα δύο πιο μισητά – κατά την άποψη του Μάριου – πράγματα που θα μπορούσε να κάνει. Κατά πρώτον, τον έβαλε να έρθει την Δευτέρα με όλες, μα ΟΛΕΣ τις εργασίες που δεν είχε κάνει, εντελώς συμπληρωμένες. Και, δεύτερον, έστειλε ένα ωραιότατο σημείωμα στους γονείς του, ενημερώνοντάς τους για την αμέλεια του γιου τους.
Φωτιά στα μπατζάκια του! Η μαμά του έκανε κήρυγμα τουλάχιστον μία ώρα και ο μπαμπάς "άστραψε και βρόντησε", ρίχνοντάς του και επιπλέον τιμωρίες. Πέρασε το χειρότερο Σαββατοκύριακο της ζωής του, την περισσότερη ώρα μελετώντας και όση του έμεινε ελεύθερη, κλαίγοντας την κακιά του μοίρα. Χώρια που, από εκείνη τη μέρα και μετά, οι γονείς του "έλεγχαν την πρόοδό του", όπως έλεγαν, διπλή και τριπλή φορά ο καθένας κάθε βράδυ.
Στο τέλος, επειδή πραγματικά δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να κάνει τις εργασίες του, σκαρφίστηκε κάτι για να τις αποφεύγει – τουλάχιστον τις μισές! Ήταν απλό: έδειχνε της μαμάς – ή του μπαμπά -, μόνο τις μισές από αυτές! Και τις πιο εύκολες φυσικά! Έτσι, ξεμπέρδευε στα γρήγορα και μετά ένιωθε τον εαυτό του ελεύθερο και χαρούμενο. Ούτε μια στιγμή δεν του είχε περάσει από το μυαλό πως με αυτόν τον τρόπο έκανε κακό στον ίδιο του τον εαυτό. Όσο για τις ασκήσεις που δεν είχε κάνει, έβρισκε ένα σωρό δικαιολογίες να πει στον δάσκαλό του: πότε ότι τον πονούσε ο λαιμός του και δεν είχε προετοιμάσει την ανάγνωση, πότε ότι τις ξέχασε στο σπίτι, μια φορά είπε μάλιστα ότι του τις πήρε ο αέρας καθώς πήγαινε στο σχολείο!
Κάπου – κάπου όμως, σκεφτόταν πως αν αυτή τη φορά τον έκαναν τσακωτό οι γονείς του – ή και ο δάσκαλός του που θα φρόντιζε βεβαίως να τους ενημερώσει -, θα ήταν τα τελευταία του. Αλλά η σκέψη αυτή έφευγε μακριά του το ίδιο γρήγορα όπως ερχόταν.
Ώσπου ήρθε μια μέρα που ο δάσκαλος τους ανακοίνωσε πως την επόμενη εβδομάδα, θα έγραφαν διαγώνισμα στην ιστορία και την επομένη στα μαθηματικά! Και, για να γίνουν τα πράγματα δυσκολότερα, πρόσθεσε και το "θανατηφόρο" «εφ' όλης της ύλης». Που σήμαινε ότι έπρεπε να διαβάσει τα πάντα από την αρχή! Και, για να τους "βοηθήσει" στην μελέτη τους, ο δάσκαλος τους έδωσε ένα κάρο έντυπα με έξτρα εργασίες πάνω στα θέματα που ήταν τα πιο σημαντικά για τα δύο μαθήματα.
Μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα ο Μάριος. Ή τις φωνές. Ή και τα δύο μαζί! Ήταν πολύ σκεπτικός όταν γύρισε στο σπίτι του και κλείστηκε κατ' ευθείαν για διάβασμα στο δωμάτιό του. Χωρίς να φάει παραπάνω από δυο μπουκιές για μεσημεριανό. Πέρασε όλο το απόγευμα μελετώντας και έφτασε το βράδυ και του φαινόταν πως τίποτε δεν είχε κάνει και τίποτε δεν θα θυμόταν.
Κάποια στιγμή ο μπαμπάς πήγε να τον βρει στο δωμάτιό του, για να δει πώς τα πάει κι αν ήθελε βοήθεια. Γιατί φυσικά, δεν μπορούσε να τους κρύψει ούτε το ένα διαγώνισμα ούτε το άλλο. Κι η αλήθεια είναι πως του χρειαζόταν πραγματικά βοήθεια, όχι μόνο από το μπαμπά, αλλά κι από όλες τις καλές νεράιδες και τα ξωτικά κι ένα τσούρμο νάνους και ποιος ξέρει από ποιον άλλον, για να τα καταφέρει. Αλλά τι μπορούσε να πει; Δεν γινόταν να παραδεχτεί πως όλον αυτόν τον καιρό δεν έκανε επιμελώς τις εργασίες του και τώρα τα έβρισκε μπαστούνια. Πήγε λοιπόν για ύπνο παρακαλώντας τον καλό Θεό να τον βοηθούσε με κάποιον τρόπο και να κατάφερνε μέσα σε 2 μέρες και ένα Σαββατοκύριακο να μάθει όσα δεν είχε μάθει μήνες ολόκληρους.
Κάποια στιγμή, ενώ το σκοτάδι της νύχτας ήταν πολύ βαθύ, κι ο Μάριος σκεπασμένος ως τ' αυτιά με το πάπλωμά του, άκουσε έναν περίεργο ήχο, κάτι σαν σκριτς-σκρατς, στο δωμάτιό του. Περίεργος, ανακάθισε στο κρεβάτι του, και είδε ένα μικρούλι, τόσο δα ανθρωπάκι, να σκαλίζει τα τετράδιά του. Έμοιαζε με νάνο, αλλά φορούσε ένα περίεργο κοστούμι στο χρώμα που έχει το γρασίδι, με φαρδιά χρυσή ζώνη στη μέση, κι ένα καπέλο μυτερό και ζαρωμένο, που ήταν μεγαλύτερο από το μπόι του. Κανονικά, θα έπρεπε να φοβηθεί, αλλά κάτι τέτοιο δεν του συνέβει. Το ανθρωπάκι τον κοίταξε στα μάτια κι είχε ένα πολύ αγαθό χαμόγελο, ενώ του έλεγε ψυθιριστά : «ζήτησες κάποιον να σε βοηθήσει και ήρθα για να κάνω ακριβώς αυτό!»
«Και ποιος είσαι εσύ που έρχεσαι νυχτιάτικα στο δωμάτιό μου; Από πού μπήκες; Ποιος σε έστειλε;», τον ρώτησε ο Μάριος
«Αααα, εσείς τα παιδιά κάνετε πάρα πολλές ερωτήσεις!», είπε το ανθρωπάκι. «Δε σου φτάνει Μάριε, που ακούστηκαν οι προσευχές σου κι ήρθα να σε βοηθήσω με τα μαθήματά σου; Τι κι αν με λένε "κοντοστούπη", "τριβελάκι", "διαβαστίκ", ή κάπως αλλιώς; Είμαι ένα ξωτικό που ήρθε να σε βοηθήσει, έχει σημασία το όνομά μου; Μπορείς να με φωνάζεις αν θες "Βοηθό", όπως τόσοι και τόσοι πονηροί μαθητές πριν από σένα!»
Κι ο Μάριος που δεν φοβήθηκε αλλά μάλλον ήτανε πολύ χαρούμενος που το ξωτικό ήρθε σε βοήθειά του, πετάχτηκε με φόρα από το κρεβάτι του.
«Για να σε βοηθήσω», έλεγε τώρα ο Βοηθός, "πρέπει να μου πεις ακριβώς τι έχεις να κάνεις, κι επειδή μυρίζομαι πως θα είναι πολλά αυτά που έχεις να κάνεις, έλα να μου τα δείξεις χωρίς να χάνεις την ώρα σου!»
Σιγά μην έχανε την ώρα του ο Μάριος! Τσακίστηκε να τον εξυπηρετήσει! Ο Βοηθός έσκυψε πάνω από τα βιβλία και τα τετράδιά του και τα ανακάτεψε για πολλή ώρα. Μετά, του ζήτησε να του δείξει ακριβώς τι έχει να κάνει και ποιες εργασίες του έχει αφήσει άφτιαχτες ή μισο-φτιαγμένες. Ταυτόχρονα, έξυνε τα μολύβια, τακτοποιούσε τα σκόρπια χαρτιά, άνοιγε το βιβλίο της ιστορίας, το ξανάκλεινε, μετά έπιανε τα μαθηματικά. Και όλο αυτό το διάστημα, έκανε ένα σωρό ερωτήσεις στο Μάριο. Ο οποίος Μάριος δεν ήξερε τις απαντήσεις σε όλες! Κι αναγκαζόταν να παίρνει εκείνος με τη σειρά του τα βιβλία, να ξεφυλλίζει με μανία τις σελίδες για να πάει στο σωστό κεφάλαιο και να καταφέρει να απαντήσει στον Βοηθό!
Κι όταν κάπου κολλούσαν και η απάντηση ήταν δύσκολη, έσκυβαν κι οι δύο μαζί πάνω στα βιβλία, και ο Βοηθός ζητούσε και όλους τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας για να ψάξει κι εκεί. Έτσι κοντός που ήταν και μικροκαμωμένος, χανόταν πίσω από τις στοίβες με τα βιβλία και κανα-δυο φορές ο Μάριος νόμιζε πως εξαφανίστηκε!
«Αααα....», του έλεγε με ύφος, «αυτή η άσκηση των μαθηματικών είναι πάρα πολύ δύσκολη! Για φέρε μου και το περσινό σου βιβλίο μπας και βγάλω άκρη!». Τι να κάνει ο Μάριος; Δεν μπορούσε να αρνηθεί μπροστά στον κίνδυνο να του φύγει ο Βοηθός και να μείνει πάλι μόνος με όσα δεν ήξερε.
«Μμμμ... για δες στον ηλεκτρονικό υπολογιστή μήπως βρεις κάτι σχετικό με το θέμα αυτής της εργασίας». Αυτή ήταν μια από τις πολλές εντολές που το ξωτικό-νάνος-βοηθός, έδινε την μία πίσω από την άλλη στο Μάριο.
«Δεν μπορείς να κάνεις κι εσύ κάποια πράγματα; Έστω να γράψεις τις απαντήσεις σε μερικά από τα θέματα;», ρώτησε κάποια στιγμή απελπισμένος ο Μάριος.
«Όχι φυσικά! Θες να καταλάβουν όλοι ότι κάποιος σε βοήθησε; Θες να μάθουν για την ύπαρξη του Βοηθού και να μην τον ξαναφήσουν να πλησιάσει ούτε ένα παιδί που τον χρειάζεται; Αν θες να εξακολουθήσω να υπάρχω, πρέπει να γράφεις μόνος σου! Και να μην πεις σε κανέναν πως ήρθα να σε βοηθήσω!». Το καημένο το ξωτικό ήταν κατατρομαγμένο και, παρά το γεγονός πως όλη αυτή την ώρα του έδινε ένα σωρό διαταγές, ο Μάριος το λυπήθηκε.
«Εντάξει, εντάξει!» του είπε βιαστικά. «Θα τα κάνω όλα μόνος μου, αλλά δεν καταλαβαίνω ΕΣΥ τι ήρθες να κάνεις εδώ άμα τα κάνω όλα εγώ;»
«Τι θες να πεις κακομαθημένο αγόρι; Νομίζεις ότι θα τα κατάφερνες χωρίς εμένα; Ποιος σου δείχνει πού είναι οι σωστές απαντήσεις στα βιβλία σου; Ποιος τακτοποίησε το χάος εδώ μέσα; Ποιος έβαλε σε σειρά τις σημειώσεις του μπαμπά σου;» Ο Βοηθός είχε κοκκινήσει κι έτρεμε από το κακό του. «Που αν μελετούσες καθημερινά, τώρα εγώ δεν θα ήμουν εδώ για να με πληγώνεις με αυτά σου τα λόγια. Κι αν είχες αφήσει λίγο τα παιχνίδια και την καλοπέρασή σου, θα έβλεπες πως ένα διαγώνισμα δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου, αφού θα ήσουν γερά προετοιμασμένος. Αλλά όχι! Εσύ ήσουν τελείως μα τελείως ανεύθυνος και τώρα μου ζητάς ΕΜΕΝΑ να κάνω θαύματα; Μου φαίνεται ότι δεν αξίζεις τη βοήθειά μου αφού είσαι τόσο εγωιστής», του πέταξε στο τέλος προκλητικά. Και συνέχισε να του δίνει οδηγίες πώς να κάνει τη μια εργασία και πού να ψάξει να βρει τι να γράψει στην άλλη, χωρίς να τον αφήσει να πάρει ούτε μια ανάσα.
Στο τέλος ο Μάριος αποκοιμήθηκε στο γραφείο του κι εκεί τον βρήκε ο μπαμπάς του λίγο αργότερα. Έσβησε το φως και τον σκέπασε τραβώντας το πάπλωμα όπως μπορούσε. Στο βάθος,ο μπαμπάς του Μάριου ήταν πολύ χαρούμενος που ο γιος του επιτέλους σοβαρεύτηκε.
Το επόμενο πρωί ο Μάριος ήταν πιασμένος από την άβολη στάση που κοιμήθηκε κι έτοιμος να στείλει το ξωτικό-νάνο-Βοηθό του στον αγύριστο. Μόλις έτριψε όμως τα μάτια του, είδε πάνω στο γραφείο του και τις εργασίες καμωμένες και τις ασκήσεις των μαθηματικών λυμένες. Και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ποιος έκανε όλες αυτές τις εργασίες; Πότε πρόλαβε; Τα γράμματα έμοιαζαν δικά του αλλά ήταν σίγουρος πως αν τον ρωτούσε κανείς θα είχε ξεχάσει όλα όσα είχε μελετήσει την προηγούμενη νύχτα. Έψαξε παντού στο δωμάτιό του αλλά δεν φαινόταν ούτε ίχνος του Βοηθού. Πού να πήγε άραγε;
Ο Μάριος πήγε στο σχολείο "σαν βρεγμένη γάτα". Κι έδωσε στον δάσκαλό του τις εργασίες με χέρι που έτρεμε. Λες να υπήρχαν λάθη; Λες ο Βοηθός να μην τις είχε κάνει σωστά; Δεν θα άντεχε μια κατσάδα.....
Έμεινε όμως έκπληκτος όταν είδε το δάσκαλό του να του χαμογελά πολύ ενθαρρυντικά και να του γράφει από ένα τεράστιο "μπράβο" σε κάθε άσκηση. «Βλέπω Μάριε πως προσπάθησες πάρα πολύ και τα έκανες όλα σωστά!», του είπε και φαινόταν πως κι αυτός δεν το πίστευε πως ο Μάριος τα είχε πράγματι καταφέρει. «Θα είσαι πολύ καλά προετοιμασμένος για τα διαγωνίσματα της επόμενης εβδομάδας!»
Κουβέντα δεν είπε ο Μάριος σε κανέναν για τον Βοηθό. Του έφτανε και με το παραπάνω που τα έβγαλε πέρα με τις εργασίες. Του έφτανε κι ο έπαινος του δασκάλου του. Ούτε στους γονείς του είπε τίποτε από τις βραδινές του περιπέτειες, αν και πολύ θα ήθελε να μοιραζόταν με κάποιον ό,τι έζησε την προηγούμενη νύχτα. Ο ενθουσιασμός του μπαμπά του για τους επαίνους του τον έκανε να νιώθει πολύ σημαντικός για να αποκαλύψει πως ένας μυστηριώδης Βοηθός έφερε αυτό το αποτέλεσμα. Μάταια περίμενε ξάγρυπνος να τον ξανασυναντήσει. Πέρασε τη μισή νύχτα να στριφογυρνάει στο κρεβάτι του και να κοιτάζει διαρκώς το ρολόι στο κομοδίνο του. Ο Βοηθός δεν εμφανίστηκε. Στο τέλος σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν κι η φαντασία του που τα έκανε όλα αυτά, αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς θυμόταν τόσες λεπτομέρειες από τα μαθήματά του ούτε πώς είχαν ολοκληρωθεί όλες οι εργασίες!
Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του ότι ήταν Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ προσπάθεια, σε όλα αυτά που τον έβαζε να κάνει ο Βοηθός, που έφερε αυτό το αποτέλεσμα. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του πως ο Βοηθός δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να μαζεύει και να τακτοποιεί χαρτιά και μολύβια και πως ήταν ο ίδιος ο Μάριος που μελετούσε στα βιβλία του, στις εγκυκλοπαίδειες και στο ίντερνετ για να γίνουν οι εργασίες του. Το αντίθετο μάλιστα. Περίμενε πως σε όποια άλλη δυσκολία θα είχε στο μέλλον, το μικροκαμωμένο ανθρωπάκι με το αστείο καπέλο θα παρουσιαζόταν και θα έλυνε όλα του τα προβλήματα ..... Ήταν όμως τόσο μεγάλη η αγωνία του για τις εργασίες που δεν είχε κάνει όλον αυτό τον καιρό και τόσο μεγάλο το καμάρι του για τους επαίνους που πήρε που αποφάσισε να μην ξανακάνει το ίδιο λάθος. Όσες εργασίες και ασκήσεις κι αν είχε, θα τις έκανε μέσα στην ίδια μέρα. Ούτε μία δεν θα άφηνε για την επόμενη! Και τέρμα οι χαζές δικαιολογίες "είχα πονοκέφαλο" και "είχα πονόλαιμο".
Ποιος ξέρει; Ίσως ο Βοηθός να μην χανόταν τελείως από τη ζωή του .....και δεν είχε καμία όρεξη να εμφανιστεί και να του τα ψάλλει!