To παραμύθι της εβδομάδας: «Η Χριστουγεννιάτικη παράσταση της καταστροφής!»
«Σταματήστε να βήχετε!» φώναξε ο κύριος Σίμος, ο δάσκαλος των εικαστικών!
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Η σειρά των βοσκών τον κοίταξε απελπισμένη. Τα μάτια τους ήταν ροζ και γυάλιζαν. Οι μύτες τους κατακόκκινες. Κανείς τους δεν μπορούσε να σταματήσει να βήχει.
Οι τρεις Μάγοι προχώρησαν προς το κέντρο της σκηνής βήχοντας κι αυτοί. Προσπάθησαν να πουν τα λόγια τους αλλά έκαναν ήχους σαν χαλασμένες τρομπέτες. Η Άννα, που έπαιζε την Μαρία, φτερνίστηκε τόσο μα τόσο δυνατά, που το μωρό Ιησούς – κούκλα, κατρακύλησε από τα χέρια της στο πάτωμα.
«Κάντε ησυχία!» φώναξε με τη σειρά της η δασκάλα της μουσικής, που την φώναζαν όλοι "κυρία Νότα", καθόταν στο παλιό, μόνιμα ξεκούρδιστο πιάνο του σχολείου και ετοιμαζόταν να "ντύσει" την ιστορία των Χριστουγέννων με ένα ωραίο τραγούδι.
«Δεν γίνεται να σταματήσουμε να βήχουμε! Έχουμε όλοι κρυολογήσει!» είπε ο κακόμοιρος ο Ιωσήφ, που είχε γύρει στη μαγκούρα του κατακόκκινος και με πυρετό – εκτός από τον βήχα δηλαδή.
Την ίδια στιγμή, ο πρώτος από τους βοσκούς, έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτομάντηλο από την τσέπη του τζην του, που ήταν κρυμμένο κάτω από τον μακρύ του μανδύα, και φύσηξε δυνατά τη μύτη του. Λες κι ήταν κάποιο μυστικό σύνθημα αυτό, τα μισά από τα παιδιά που έκαναν πρόβα για την Χριστουγεννιάτικη παράσταση του σχολείου τους, άρχισαν είτε να φυσούν τις κόκκινες μύτες τους είτε να βήχουν. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, αλλά η φωνή του κυρίου Σίμου, εξασκημένη από τόσα και τόσα θεατρικά έργα και τα ανάλογα τραγούδια, ακούστηκε πάνω από όλον αυτό τον σαματά.
«Δεν είναι δυνατόν να είστε όλοι άρρωστοι!». Ο κύριος Σίμος όμως καταλάβαινε πως όλοι τους ήταν πραγματικά άρρωστοι.
Η Άννα, πήγε στα μεγάλα, παγωμένα παράθυρα και κόλλησε το κούτελό της στο τζάμι, για να δροσιστεί λίγο. Μάλλον θα έκανε και πυρετό το βράδυ. Κοίταξε τον ουρανό που σκοτείνιαζε σιγά – σιγά και ευχήθηκε να ήταν ήδη στο σπίτι της, στην αγκαλιά της μαμάς της, που θα της διάβαζε όμορφες ιστορίες και θα της έφτιαχνε δυναμωτικό τσάι του βουνού με μέλι, μέχρι να της περάσουν όλα. «Βλέπω τη μαμά μου! Ήρθε να με πάρει!», φώναξε στα άλλα παιδιά με ανακούφιση.
«Καλά θα κάνεις να έρθεις να προβάρουμε άλλη μια φορά την "Άγια Νύχτα", είπε η δασκάλα της μουσικής, χτυπώντας στο πιάνο τις πρώτες νότες. Η Άννα δεν μπορούσε να μην υπακούσει. Έτσι, ξανανέβηκε στη σκηνή, κι οι τρεις βοσκοί, οι τρεις Μάγοι, η Μαρία και ο Ιωσήφ, στράφηκαν προς το – υποτιθέμενο – κοινό, για να τραγουδήσουν. Ο δεύτερος βοσκός έβηξε, ο τρίτος ξυνόταν με μανία γιατί ο μάλλινος μανδύας του προκαλούσε φαγούρα, ο Ιωσήφ δεν μπορούσε να σηκώσει το κορμί του. Το "Άγια Νύχτα" ακούστηκε σαν κακόφωνη ρεμπέτικη κομπανία μετά από ξενύχτι!
Η κυρία Νότα, με τα μαλλιά της σχεδόν όρθια από τα φάλτσα των πιτσιρίκων, τους σταμάτησε μόλις έφτασαν στο ρεφραίν. «Συγκεντρωθείτε! Μόνο τρεις μέρες μας έχουν μείνει για την παράσταση!» τους είπε φωνάζοντας, αν και μέσα της παραδεχόταν πως δεν ήταν θέμα συγκέντρωσης.
«Θέλω να πάω σπίτι μου!» είπε ο τρίτος βοσκός πριν αρχίσει να φτερνίζεται επαναλαμβανόμενα.
«Δεν θα πάει κανείς πουθενά αν δεν ολοκληρώσουμε την πρόβα μας!». Ο Κος Σίμος είχε γίνει το ίδιο κόκκινος με τα παιδιά – αλλ' αυτός από τα νεύρα του. «Δεν είναι δυνατό να βγούμε στη σκηνή σε αυτό το χάλι!».
Στο μεταξύ, στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου, που τώρα έκαναν την πρόβα τους, είχαν μπει πατώντας στις μύτες των ποδιών τους, όσοι γονείς είχαν ήδη έρθει να τα παραλάβουν. Η μαμά της Άννας είχε μαζί και το μωρό τους, το νεογέννητο αδελφό της, που το καλοκαίρι θα τον βάφτιζαν Φοίβο, αλλά που προς το παρόν όλοι φώναζαν ακόμη "μπέμπη". Πολύ θα ήθελε η Άννα να πάει να καθίσει αγκαλιά με τη μαμά της, εκτοπίζοντας το μπέμπη, που στο κάτω – κάτω δεν ήταν καθόλου άρρωστος!
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε», είπε ο Ιωσήφ-Γιάννης, όταν κατάφερε να σταματήσει το βήχα του. «Είμαστε όλοι άρρωστοι!». Κι έδειχνε να τον έχει πιάσει απελπισία. Τι θα γινόταν τελικά με την γιορτή που ετοίμαζαν;
«Πολύ φοβάμαι κύριε Σίμο», είπε η κυρία Νότα, «πως θα πρέπει να ματαιωθεί η παράσταση! Ακόμη κι αν βρίσκαμε άλλα παιδιά για τους ρόλους, που να μην έχουν κρυολόγημα, δεν θα προλάβουν να μάθουν τα λόγια τους!»
«Να ματαιώσουμε την παράσταση; Μα, αυτό, είναι ανήκουστο!». Ο κύριος Σίμος τώρα είχε ένα πολύ ωραίο γκρι χρώμα στο παχουλό του πρόσωπο.
«Να μην τη ματαιώσετε τότε!» Γύρισαν όλοι και κοίταξαν το μπαμπά του Γιάννη-Ιωσήφ, που καθόταν στις πίσω σειρές κι είχε σηκωθεί όρθιος για να τον ακούσουν.
«Και δηλαδή υπάρχει κάποια άλλη λύση;» ρώτησε η κυρία Νότα γεμάτη προσμονή – ίσως κι αυτή να ζητούσε ένα θαύμα, μέρες που ήταν.
«Θα πρότεινα, αυτή τη χρονιά, να κάνουμε εμείς τους ρόλους των παιδιών, κι εκείνα να είναι οι θεατές!» Ο μπαμπάς του Γιάννη είχε σκεφτεί μια λύση, έστω κι αυτή δεν φαινόταν εύκολη.
«Αλήθεια», είπε η μαμά της Άννας, «αυτό είναι καλύτερο από το να μην κάνουμε καθόλου γιορτή!»
Κι έτσι, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις και τους δισταγμούς των καθηγητών, συμφωνήθηκε αυτή την παράσταση να την αναλάβουν οι γονείς των παιδιών. Θα ήταν κάτι πρωτότυπο και λίγο διαφορετικό από ότι είχαν μέχρι τώρα συνηθίσει, αλλά οι γονείς φάνηκαν διατεθιμένοι να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό – με την βοήθεια και των παιδιών τους – και πριν φύγουν για τα σπίτια τους, είχαν όλοι πάρει φωτοτυπίες με το έργο και τους ρόλους τους για να μελετήσουν.
Οι επόμενες τρεις μέρες κύλησαν γρήγορα. Τα μισά παιδιά του σχολείου ήταν άρρωστα και τα μαθήματα γίνονταν υποτονικά. Οι γονείς όμως είχαν πολύ δουλειά να κάνουν, και με την παράσταση και με τα σκηνικά αλλά ιδίως με τα κοστούμια τους, που έπρεπε να φτιαχτούν από την αρχή, στα δικά τους μέτρα!
Η Άννα είχε στεναχωρηθεί που δεν θα ήταν η Μαρία, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Την επόμενη μέρα είχε και πυρετό. Η μαμά του ενός βοσκού, που θα έκανε τελικά την Μαρία, ήρθε το απόγευμα στο σπίτι της, ζητώντας να ... "δανειστεί" το μωρό τους για την παράσταση. Έτσι όμορφος και στρουμπουλός όπως ήταν, θα ταίριαζε μια χαρά να κάνει το Θείο Βρέφος! Κι αυτό έκανε την Άννα να μη νιώθει εντελώς άσχημα. Κάποιος από την οικογένειά της θα συμμετείχε στην Χριστουγεννιάτικη παράσταση – ας ήταν ο μπέμπης λοιπόν! Ανησυχούσε όμως μήπως οι μεγάλοι τα κατάφερναν καλύτερα από τα παιδιά τελικώς, και έτσι δεν θα είχαν την ευκαιρία μιας παράστασης ούτε του χρόνου!
Η μέρα της παράστασης έφτασε. Τα παιδιά που θα συμμετείχαν αρχικά, κάθισαν στην πρώτη σειρά καθισμάτων στην αίθουσα εκδηλώσεων. Για να καμαρώσουν τους γονείς τους από κοντά. Ίσως και για να τους ενθαρρύνουν λιγάκι.
Η Άννα και ο Γιάννης είχαν ανάμεσά τους ένα κουτί χαρτομάντηλα κι ένα ολόκληρο σακουλάκι με καραμέλες για τον πονόλαιμο. Όταν άνοιξε η σκηνή, έμειναν όλοι με το στόμα ανοικτό. Υπήρχε μια κανονική σπηλιά στη μια της άκρη και μια όμορφη φάτνη μέσα, γεμάτη άχυρο – πού στο καλό βρέθηκε το άχυρο; Σίγουρα κάποιος από τους μπαμπάδες θα το είχε σκεφτεί αυτό. Η Μαρία καθόταν δίπλα στη φάτνη και χόρευε στα γόνατά της το μπέμπη. Ο – μελλοντικός – Φοίβος, φαινόταν ευχαριστημένος από αυτό το παιχνίδι, και χαμογελούσε στο κοινό δείχνοντας περήφανος τα δυο του δοντάκια. Η Άννα καμάρωνε για τον χαριτωμένο αδελφό της.
Ο Ιωσήφ – μπαμπάς του βοσκού νούμερο ένα, τους κοιτούσε γλυκά, και ταυτόχρονα έσπρωχνε για να βρει κάτι – ή κάποιος – στη σκηνή, που δεν ήταν άλλος από τρία προβατάκια! Τρία ΚΑΝΟΝΙΚΑ, ΑΛΗΘΙΝΑ προβατάκια. Πού βρέθηκαν αυτά;
«Τα έφερε ο παπούς μου από το χωριό!» καμάρωσε ο Γιάννης στο αυτί της. «Ήθελε κι αυτός να προσφέρει κάτι!». Όλα τα παιδιά του σχολείου που ήταν εκεί, κοίταζαν έκπληκτα τα αρνάκια να περιφέρονται στη σκηνή. Ήταν μαγευτικό! Αν και έκαναν λίγη φασαρία μπεεε...
Ο κύριος Σίμος ήταν στο κέντρο της σκηνής, κάνοντας τον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Ο Γιάννης πρώτη του φορά έβλεπε ένα αγγελάκι καραφλό και με χοντρά μυωπικά γυαλιά. Το ίδιο και οι υπόλοιποι εκεί μέσα. Αλλά κανείς δεν έδειχνε να πειράχτηκε. Ο κύριος Σίμος καμάρωνε για το φωτοστέφανό του, που είχε στερεωθεί ψηλά πάνω από το κεφάλι του με σύρμα, και για τα φτερά του, που φτιάχτηκαν από χαρτόνι, πάνω στο οποίο είχαν κολλήσει εκατοντάδες πούπουλα – κι έμοιαζαν σαν αληθινά!
Κι ενώ ο Αρχάγγελος θα έπρεπε να ξεκινήσει με τα λόγια του, ξαφνικά στη σκηνή έγινε ένας μικρός χαμός. Τα προβατάκια, που δεν έλεγαν να πάνε να καθίσουν δίπλα στους βοσκούς, φοβισμένα από τις πρώτες νότες που βάρεσε το ξεχαρβαλωμένο πιάνο η κυρία Νότα, άρχισαν να τρέχουν όπου μπορούσαν στην σκηνή. Στο πέρασμά τους αναποδογύρισαν τη φάτνη και τα άχυρα προσγειώθηκαν στο κεφάλι του Ιωσήφ και της Μαρίας, ενώ το μωρό-Ιησούς πρόλαβε να βουτήξει ένα από αυτά με τα στρουμπουλά του χεράκια και να το μασουλίζει με μανία.
Ο Αρχάγγελος ανέμισε τα φτερά του με φόρα για να διώξει από κοντά του τα πρόβατα, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την τάξη στέλνοντάς τα και πάλι κοντά στους βοσκούς. Αλλά με την κίνησή του αυτή, τα μισά πούπουλα ξεκόλλησαν κι άρχισαν να πετούν χαρούμενα μέσα στην αίθουσα εκδηλώσεων. Αυτό του έφερε μεγάλη ταραχή του κυρίου Σίμου, και την προσπάθειά του να τα περιμαζέψει – μαζί με τα πρόβατα εννοείται! -, το ένα φτερό ξεκόλλησε και κρεμόταν στο πλάι του σερνάμενο στο πάτωμα.
Την ίδια στιγμή, ο Μαρία προσπαθούσε να πάρει από τα χέρια του Θείου Βρέφους-μπέμπη το άχυρο που μασουλούσε με βουλιμία, για να μην πνιγεί. Το μωρό εκνευρίστηκε με τον θόρυβο και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δώσει στη Μαρία αυτό που κρατούσε στα χεράκια του. Έβαλε λοιπόν τα κλάματα παραπονιάρικα, και όταν η Μαρία τον κούνησε απαλά για να τον ηρεμήσει, θεώρησε καλό να βγάλει το μισό του γάλα πάνω στο φουστάνι της!
Στο μεταξύ, οι βοσκοί είχαν ξαμολυθεί σε ένα κυνηγητό προβάτων, χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου κατάφεραν να μπερδέψουν τον κύριο Σίμο, που παρίστανε τον Αρχάγγγελο με τη μαγκούρα του Ιωσήφ. Στην προσπάθεια του Ιωσήφ να ξαναπάρει στα χέρια του το έμβλημά του, έδωσε μια στο φωτοστέφανο του Αρχάγγελου, κι αυτό κρεμάστηκε ακριβώς πάνω στα μυωπικά του γυαλιά, ευτυχώς χωρίς να τα σπάσει!
«Ω!» είπε ο Αρχάγγελος «είναι μια καταστροφή!», την ώρα ακριβώς που η περιβόητη μαγκούρα τον χτυπούσε στο αυτί. Το ένα του φτερό σερνόταν ακόμη στο πάτωμα και το πατούσε ένα προβατάκι, οι βοσκοί κατεύθασαν – επιτέλους – με τα άλλα δύο πρόβατα αγκαλιά, η Μαρία σκούπιζε τον εμετό του μωρού από το φουστάνι της και του ξανάδινε το άχυρο για να ηρεμήσει.
Οι θεατές, παιδιά και γονείς, είχαν σηκωθεί όρθιοι στις θέσεις τους, φωνάζοντας "μπράβο" και χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. Ήταν όλοι πολύ εύθυμοι, τα γέλια τους ακούγονταν δυνατότερα από το βήχα και τα φτερνίσματα των αρρώστων και μερικοί σφύριζαν κιόλας! Στο τέλος, όλη αυτή η ευθυμία μεταφέρθηκε και στη σκηνή, όπου οι πρωταγωνιστές – γονείς της θεατρικής παράστασης αναγκάστηκαν να παραδεχτούν φωναχτά πως τα παιδιά τους, με τις απλές τους δυνάμεις και με λιγότερα μέσα, φτιάχνουν πολύ ομορφότερες παραστάσεις στις σχολικές γιορτές.
Αλλά τα πιτσιρίκια το είχαν διασκεδάσει αφάνταστα. Οι μεγάλοι, όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, συνέχισαν τους ρόλους τους, κομπιάζοντας μερικές φορές, χάνοντας τα λόγια τους, κάνοντας αστείες γκριμάτσες και μερικά φάλτσα που πολύ ενόχλησαν ένα άτομο μόνο: την κυρία Νότα. Κι όσο περισσότερο γίνονταν αυτά, τόσο τα παιδιά καμάρωναν κι ενθάρρυναν τους γονείς τους. Γιατί, η προσπάθεια, η κάθε προσπάθεια, πρέπει να επιβραβεύεται. Και η χαρά της προσπάθειας δεν έχει όρια !