To παραμύθι της εβδομάδας: «Τα διαφορετικά Χριστούγεννα της μαμάς»

Α, όλα κι όλα. Η Μαρίνα παραδεχόταν πως η μαμά της είχε "ιδέες". Πολλές ιδέες. Ιδέες που – τις περισσότερες φορές - τους ενθουσίαζαν όλους. Μερικές από τις ιδέες της κατέληγαν να επαναλαμβάνονται πολλές φορές, κάτι σαν έθιμο, από μικρούς και μεγάλους.

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

Άρα, σίγουρα, κι αυτή τη φορά, η ιδέα της θα ήταν πολύ καλή. Όταν την άκουσε να λέει πως έχει μια ιδέα, η Μαρίνα περίμενε.
Σήμερα λοιπόν, η μαμά τους είπε τη σκέψη της: «θα ήθελα περισσότερα στολίδια για το χριστουγεννιάτικο δένδρο και το σπίτι μας!». Αυτό τους ευχαρίστησε πάρα πολύ! Η Μαρίνα και ο Δημοσθένης χοροπηδούσαν από τη χαρά τους. Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά θα γίνονταν μαγευτικά! Ο μπαμπάς μόνο είπε πως «δεν θα έπρεπε να κάνουμε σπατάλες», αλλά τόσο σιγά που μόνο που η μαμά το άκουσε και του χαμογέλασε.
Αλλά η μαμά είχε κι άλλα σχέδια. «Ονειρεύομαι να κάνουμε στολίδια όπως τον παλιό, καλό καιρό», τους είπε ονειροπολώντας. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν. Τι πάει να πει «παλιός, καλός καιρός»; Και, είχαν ένα σωρό στολίδια ήδη, όχι μόνο για το δέντρο τους αλλά και για ολόκληρο το σπίτι και για την πόρτα της εισόδου ακόμη. Χρειάζονταν κι άλλα;

Δεν πρόλαβαν ν' ανοίξουν το στόμα τους να κάνουν ούτε μια από τις ερωτήσεις που πολύ θα ήθελαν να κάνουν, και η μαμά είχε αρχίσει να τους εξηγεί. «Τα πιο παλιά χρόνια, των γονιών σας δηλαδή και ακόμη παλαιότερα, των παπούδων σας, τα δέντρα ήταν στολισμένα πολύ διαφορετικά από ότι σήμερα. Δεν υπήρχαν τόσων λογιών στολίδια ούτε τόσα μαγαζιά που να τα πουλάνε. Έφτιαχναν λοιπόν όλοι τα δικά τους με τα χεράκια τους!»
«Κι είχαν τόσα υλικά μαμά;» ρώτησε η Μαρίνα
«Χρησιμοποιούσαν καθημερινά υλικά, πράγματα που μπορούσαν να βρουν εύκολα, έβαζαν μπόλικο μεράκι και άφθονη φαντασία και, πιστέψτε με, ήταν οι γιορτές το ίδιο υπέροχες όπως και τώρα!» απάντησε η μαμά με πολύ ενθουσιασμό.

«Μη σου πω ότι ήταν και καλύτερες!» πρόσθεσε ο μπαμπάς.
«Καλύτερες; Πώς γίνεται να ήταν καλύτερες;» ο Δημοσθένης ήταν πιο μικρός και δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Επειδή συμμετείχαν όλοι με τις ιδέες τους και όσα πράγματα μπορούσε να φτιάξει ο καθένας. Επειδή έπρεπε να προετοιμαστούν πολύ καιρό πριν. Κι επειδή, όσο φτωχοί κι αν ήταν εκείνα τα χρόνια, ήταν και πολύ αγαπημένοι!» Η μαμά ήταν συγκινημένη.
«Και με τι ακριβώς "υλικά που μπορούσαν να βρουν εύκολα" στόλιζαν τα δέντρα;» Αμάν αυτός ο Δημοσθένης, τίποτε δεν καταλάβαινε με την πρώτη !

«Είχαν καρύδια – μέσα στα τσόφλια τους – και μήλα. Είχαν γιρλάντες που χρύσιζαν και τις έφτιαχναν μόνοι τους, είχαν γλυφιτζούρια και μπαστουνάκια ζαχαρωτά, καραμελωμένα μήλα και πολλές ζωγραφιές»
Μμμμ.... Αυτό δεν είπε και πολλά πράγματα στα παιδιά, αλλά άμα η μαμά είχε μια "ιδέα", δεν θα ησύχαζε αν δεν την πραγματοποιούσε, κι έτσι θα περίμεναν υπομονετικά για το αποτέλεσμα.
Πάντα, μετά την όποια "ιδέα", η μαμά καταπιανόταν να φτιάχνει τη λίστα με το τι θα χρειαζόταν. Το ίδιο έκανε και τώρα. Μα ούτε από τη λίστα κατάλαβαν και πολλά πράγματα. Μέχρι και "μακαρονάκια" είχε γράψει εκεί μέσα! Αν είναι δυνατόν... Γυαλιστερά χαρτόνια, κόλλες, σπάγγο και .. βελόνα! Μήλα και καρύδια "άσπαστα". Χρυσόσκονη και ασημόσκονη. Και, για να γίνουν ακόμη πιο ακατανόητα τα πράγματα, η λίστα τελείωνε με «κόκκινα ζαχαρωτά κοκκοράκια» ! Είναι καλά η μαμά; Πάλι κοιτάχτηκαν αλλά ξέροντας τη μαμά και βλέποντας και τον μπαμπά χαμογελαστό, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν, κατάπιαν τις ερωτήσεις τους.

Και πράγματι, το επόμενο Σάββατο η μαμά έλειψε για ψώνια ώρες. Και δεν είπε ούτε στη Μαρίνα να μελετήσει ούτε στο Δημοσθένη να μαζέψει τα αυτοκινητάκια του από το σαλόνι. Γύρισε κουβαλώντας ένα σωρό τσάντες και με σβελτάδα τους έβαλε να αραδιάσουν τα πάντα πάνω στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας – πού πήγε το βάζο; Πρώτα πήρε εκείνα τα χαρτόνια που από τη μια μεριά ήταν πράσινα κι από την άλλη κόκκινα και ιρίδιζαν. Ζωγράφισε ένα έλατο, έτσι απλά, με μερικές γραμμές και μια μπάλα στρογγυλή – έβαλε πάνω ένα κουτί γάλα εβαπορέ, κι έφερε το μολύβι γύρω – γύρω με μια κίνηση. Τα έκοψε και μοίρασε τα χαρτόνια στα παιδιά. Ο Δημοσθένης θα ζωγράφιζε και θα έκοβε με το ψαλίδι του τις στρογγυλές μπάλλες, από τη μεριά που το χαρτόνι ήταν κόκκινο. Η Μαρίνα είχε δυσκολότερη δουλειά. Να φτιάξει έλατα παρόμοια με της μαμάς και να τα κόψει με πολύ λεπτομέρεια. Εκείνη θα έφτιαχνε τα δέντρα της από τη μεριά που τα χαρτόνια είχαν πράσινο χρώμα.


Η μαμά, όταν έβαζε σε εφαρμογή τις ιδέες της, τους έβαζε όλους να κάνουν κάτι. Έτσι, σε λίγο, εκτός από τα παιδιά, η γιαγιά ήρθε στο σπίτι να βοηθήσει κι αυτή. Στη γιαγιά έδωσε η μαμά τα μακαρόνια! Που δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα μακαρόνια, παρά ήταν πολύ κοντά και στρουμπουλά, και τα λέγανε "κοφτά". Τι δουλειά είχαν τα μακαρόνια μέσα σε όλα, ακόμη δεν το είχαν καταλάβει. Αλλά όταν είδαν τη γιαγιά να περνάει το σπάγγο στη βελόνα και τη βελόνα με το σπάγγο να την περνάει μέσα από τις τρύπες στα μακαρόνια τα "κοφτά", και να φτιάχνει κάτι που έμοιαζε με κολιέ, έβαλαν τα γέλια. Γελούσαν κι οι μεγάλοι μαζί τους.

«Αυτό είναι το πνεύμα των γιορτών παιδιά!», έλεγε ο μπαμπάς που δεν είχε χώρο ούτε ν' αφήσει την κούπα με τον καφέ του. «Εγώ τι να κάνω;» ρώτησε.
«Να περιμένεις τη σειρά σου!» Η μαμά και η γιαγιά φαίνεται αυτές τις δουλειές τις είχαν ξανακάνει μαζί και του απάντησαν σαν χορωδία. Αλλά κάποιος έπρεπε να στήσει στα πόδια του το δέντρο και να είναι έτοιμο για στόλισμα, κι έτσι ο μπαμπάς προθυμοποιήθηκε να το κάνει- αν και άλλες χρονιές, όπως θυμόταν η Μαρίνα, αυτή τη δουλειά φαινόταν να την βαριέται. Ο Δημοσθένης εξακολουθούσε να κόβει στρογγυλές κόκκινες μπάλες, που δεν ήταν και τελείως στρογγυλές δηλαδή αλλά κανείς δεν έδειξε να πειράζεται. Η γιαγιά έκανε ένα τεράστιο κολιέ από μακαρόνια και τώρα ετοίμαζε και το δεύτερο. Ένας χοντρός κόμπος στην αρχή και στο τέλος του σπάγγου εμπόδιζε τα μακαρόνια να πάνε ... «περίπατο» σε όλο το σπίτι και τα συγκρατούσε στη θέση τους.

Στο μεταξύ, η μαμά έβαλε σε μια λεκάνη νερό και αρκετό κόκκινο ιώδιο, από αυτό που σου βάζουν όταν τρως τα μούτρα σου τρέχοντας και γδέρνεις τα γόνατά σου. Και σε αυτό το "ζουμί" βούτηξε το πρώτο μακαρονο-κολιέ που έκανε η γιαγιά, κρατώντας το από την άκρη του σπάγγου. Μετά από λίγα λεπτά το έβγαλε και τα κοφτά μακαρονάκια είχαν πάρει ένα κοκκινωπό χρώμα. Τα κράτησε να σουρώνουν πάνω σε ένα αλουμινόχαρτο ενώ ο μπαμπάς τους έριχνε χρυσόσκονη – που είχε "φάει τον κόσμο για να την βρει". Σα να έκανε μαγικά! Σε λίγη ώρα που στέγνωσε το κολιέ, στραφτάλιζε κάτω από το φως κι ήταν πολύ όμορφο, κόκκινο με χρυσό, λες και το είχε φτιάξει νεράιδα. Τα παιδιά φυσικά δε χόρταιναν να το κοιτάζουν αλλά ούτε και είχαν σταματήσει τα δικά τους έργα.
Τα οποία, παραλάμβανε ο μπαμπάς, τους έκανε μία ωραιότατη τρύπα στο πιο ψηλό τους σημείο, και τους περνούσε ένα κρεμασταράκι από πετονιά, για να μπορέσουν να τα κρεμάσουν μετά στα κλαδιά του δέντρου.

«Τσουπ!», έκανε η γιαγιά, όπως πάντα όταν ήθελε να τραβήξει την προσοχή τους σε κάτι, «τσουπ!». Κι αυτό δεν ήταν στα σίγουρα μια λέξη, ήταν όμως κάτι που είχαν μάθει από μικρά και πίσω του έκρυβε μιαν έκπληξη, μικρή ή μεγάλη. «Τσουπ!» και μερικά σακουλάκια ποπ-κορν προσγειώθηκαν κι αυτά στην τραπεζαρία. Αποτέλεσμα; Όλοι πήραν από ένα για να φάνε –και σε ποιον δεν αρέσει;- μέχρι κι ο μπαμπάς, τον οποίον η μαμά κυνήγησε πρώτον και καλύτερον, ξεσηκώνοντας πάλι τα γέλια τους. «Δεν είναι για να τα φάτε, είναι για να τα στολίσουμε!» τους φώναζε, αλλ' αυτοί δεν την πιστεύανε και τρέχανε πάνω – κάτω.
Η γιαγιά, πάλι με βελόνα, πιο λεπτή αυτή τη φορά και με κλωστή, άρχισε να κάνει ένα κολιέ από τα ποπ-κορν, προσπαθώντας να βιαστεί για να μην τα φάνε όλα! Τώρα η Μαρίνα είχε φορέσει το κολιέ με τα ποπ-κορν απειλώντας ότι θα τα έτρωγε κι αυτά κι όλοι έτρεχαν να την πιάσουν!

Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία ο Δημοσθένης να κρυφο-κοιτάξει σαν τι να είχε απομείνει μέσα στις υπόλοιπες σακούλες που δεν είχαν δει ακόμη. Παρά λίγο να πέσει μέσα σε μία. Κι από εκεί έβγαλε καρύδια. Ωραία. Μερικά κατρακυλούσαν στο χαλί, άλλα έκαναν γκέλες πάνω στο τραπέζι κι ο μπαμπάς τα βούτηξε στον αέρα, προλαβαίνοντας ίσως την κατσάδα της μαμάς. Είπε στο Δημοσθένη να τα βάλει στη σειρά, σαν στρατιωτάκια, και πήρε την κόλλα, τα πασάλειψε, και ξαναπετούσε τη χρυσόσκονη πάνω τους να κολλήσει παντού. Μετά, τα έδενε "σταυρωτά" με αυτή τη διάφανη κλωστή που τη λένε πετονιά, τους έκανε κι ένα θηλάκι για το κρέμασμα και .... Ωωω! Ήταν πανέμορφα! Μόλις ο Δημοσθένης κρέμασε το πρώτο, έμοιαζε με πραγματική μπάλα!
Η μαμά ανέβασε τη Μαρίνα σε ένα σκαμνάκι και την κρατούσε για να μην πέσει, κι εκείνη περνούσε τα κολιέ με τα μακαρονάκια και τα άλλα με το ποπ-κορν, χιαστί στα ψηλότερα κλαδιά. Όταν έγινε κι αυτή η δουλειά, κρεμάστηκαν τα δεντράκια και οι μπάλες από το χαρτόνι. Καθώς περνούσαν όλοι τριγύρω στο δέντρο κι έκαναν διάφορες δουλειές, τα χαρτονένια στολίδια κουνιούνταν απαλά και πότε φαίνονταν από την κόκκινη και πότε από την πράσινη μεριά τους.

Αρκετά ζαχαρωτά μπαστουνάκια τοποθετήθηκαν κι αυτά, αν και η Μαρίνα ήθελε να φάει τουλάχιστον ένα – εκείνο το ροζ – και μούτρωσε που δεν την άφησαν. Ήρθαν και τα περιβόητα κοκκοράκια. Που ήταν από κόκκινη καραμέλα μέσα σε διάφανο σελοφάν κι ο μπαμπάς τους έκανε μεγάλες χαρές, ενώ έλεγε στα παιδιά πως είναι το πιο νόστιμο γλυφιτζούρι του κόσμου – και φαινόταν πως εκείνος τουλάχιστον, θα μπορούσε να φάει πάρα πολλά τέτοια!
Τέλος, τα φωτάκια δοκιμάστηκαν αν λειτουργούν και μετά τα κρέμασαν όλοι μαζί, τραβολογώντας από διάφορες μεριές. Το δέντρο τραμπαλίστηκε λιγάκι, αλλά τελικά ισορρόπησε, ευτυχώς δηλαδή γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να ξανακάνουν αρκετή δουλειά από την αρχή! Ανάβοντάς τα, το σπίτι γέμισε φως. Η μαμά χοροπηδούσε ενθουσιασμένη – ήταν σίγουρα η μαμά τους αυτή που χτύπαγε παλαμάκια κι είχε κόκκινα μάγουλα από τη χαρά της;


«Πώς σας φαίνεται η ιδέα μου;»
«Ποια ήταν ακριβώς η ιδέα σου μαμά;»
«Να φτιάχναμε ένα δέντρο διαφορετικό, με όλη μας την αγάπη και την φροντίδα, ένα δέντρο που θα μας θυμίζει πόσο όμορφο είναι να δουλεύουμε όλοι μαζί και πώς τα απλά πράγματα μπορεί να φτιάξουν κάτι αληθινά όμορφο!» Η μαμά καμάρωνε.
«Δηλαδή, από όλα αυτά, δεν μπορούμε να φάμε τίποτε μέχρι τα Χριστούγεννα;» Ο Δημοσθένης δεν έβλεπε την ώρα να μαδήσει μερικές γιρλάντες από ποπ-κορν, ή έστω, να δοκιμάσει ένα κοκκοράκι.
«Όχι καλέ μου, όταν περάσουν οι γιορτές το ποπ-κορν θα το πετάξουμε, αλλά ζαχαρωτά μπορείτε να φάτε. Αρκεί να μην το παρακάνετε και να πλένετε πολύ καλά τα δόντια σας!»
Μμμμ.... Σιγά μην περίμενε να περάσουν οι γιορτές ο Δημοσθένης! Αφού δεν είχαν καν έρθει ακόμη! Η Μαρίνα τον τσάκωσε το βράδυ, που όλοι ήταν στα κρεβάτια τους, να τραβολογάει ένα κοκκοράκι, που ήταν από την πίσω μεριά και φανταζόταν πως δεν θα καταλάβαινε κανείς την έλλειψή του.


«Τι κάνεις εκεί;» του είπε ψιθυριστά.
«Ερευνώ αν είναι καλά. Τουλάχιστον να ξέρουμε τι θα φάμε. Όταν έρθει η ώρα να τα φάμε δηλαδή. Εσύ τι ήρθες να κάνεις;»
Η Μαρίνα έβγαλε μία σακουλίτσα από πίσω από την πλάτη της. «Εγώ πάλι επιμένω ότι αυτές οι μπάλες είναι οι αγαπημένες μου, και θέλω να τις κρεμάσω. Όπως η μαμά και ο μπαμπάς, έτσι έχω κι εγώ κάποια αγαπημένα στολίδια. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν οι γιορτές χωρίς αυτά. Θα με βοηθήσεις;»
Τώρα ήταν η σειρά του Δήμου να σκαρφαλώσει στο σκαμνάκι και να κρεμά όσα του έδινε η Μαρίνα και σύμφωνα με τις οδηγίες της. Μερικά πολύ όμορφα Αγιοβασιλάκια, ένα έλκηθρο, χειροτεχνίες από το σχολείο της Μαρίνας, εκείνη η καμπανούλα που είχε πολύ γλυκό ήχο. Μετά από λίγο ήταν κι οι δύο στο χαλί και χάζευαν το δέντρο τους.
«Τώρα μου φαίνεται ωραιότερο», είπε η Μαρίνα.
«Άμα δεν είναι ωραίο δεν έρχεται ο Άγιος Βασίλης;», ρώτησε ο Δημοσθένης
«Τι λες! Ο Άγιος Βασίλης πηγαίνει παντού! Ακόμη και στα σπίτια που δεν έχουν δέντρο!», τον καθησύχασε η Μαρίνα.
«Ξέρεις κάτι; Νομίζω πως η μαμά και ο μπαμπάς δεν θα γράψουν γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Είναι μεγάλοι για κάτι τέτοιο». Ο Δημοσθένης φαινόταν προβληματισμένος. «Γι' αυτό λέω να τους πάρουμε ΕΜΕΙΣ κανένα δώρο, για να μην μείνουν παραπονεμένοι».


«Αααα! Τι ωραία ιδέα! Να πάρουμε και στη γιαγιά. Να πάρουμε και στη θεία Φούλη!» Η Μαρίνα ενθουσιάστηκε και σίγουρα θα έμπαινε πολύς κόσμος στη λίστα της αν είχε περισσότερα χρήματα.
«Τελικά, οι γιορτές δεν θα είναι και πολύ "διαφορετικές", όπως είχε πει η μαμά. Έχουμε δώρα να πάρουμε και δώρα να δώσουμε, έχουμε να πούμε τα κάλαντα, να πάρουμε παιχνίδια για τα παιδιά που δεν έχουν, να συγκεντρώσουμε τρόφιμα. Θα πάμε σίγουρα ένα θεατράκι και δεν θα έχουμε σχολείο και διάβασμα για μερικές μέρες. Θα κάνουμε και γιορτή στο σχολείο. Όπως και τις προηγούμενες χρονιές. Το ΔΕΝΤΡΟ μας είναι διαφορετικό! Έχει λίγο από ότι του αρέσει του καθενός και λίγο από την δική μας προσπάθεια!», είπε ο Δημοσθένης.
Η Μαρίνα κοίταξε το μικρό της αδελφό που μεγαλώνει. Πολύ της αρέσει που μεγαλώνει. Που μεγαλώνουν ΜΑΖΙ. Κοίταξε το δεντράκι τους και νόμιζε πως έκανε ένα «τσουπ», ένα μαγικό «τσουπ», πίσω, στα χρόνια που η μαμά και ο μπαμπάς περίμεναν κι εκείνοι με λαχτάρα τις γιορτές. Ήταν καταπληκτικό.

Σχεδόν μπορούσε να τους ΔΕΙ κάτω από ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο, απαράλλαχτα όπως εκείνη κι ο Δημοσθένης, να περιμένουν την ώρα που θα ανοίξουν τα δώρα τους! Μια ιδέα κι ένα «τσουπ»! Έδωσε στο Δημοσθένη εκείνο το κοκκοράκι και του είπε ότι μπορεί να το φάει αν θέλει. «Θα μεγαλώσω», σκεφτόταν, «και θα κάνω πάλι ένα "τσουπ" και θα γυρίζω πίσω και θα θυμάμαι αυτή τη μέρα. Τη σημερινή μέρα. Και το πόσο γελάσαμε όλοι μας! Θα μπορώ να το κάνω όσες φορές θέλω, κι αυτή είναι η "μαγεία" που λένε όλοι πως έχουν οι γιορτές!»

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved