To παραμύθι της εβδομάδας: Ο πιο κοντός Αγιος Βασίλης!

Ένα μεσημέρι η Ελίνα γύρισε από τον παιδικό σταθμό πολύ στεναχωρημένη. Τους είχαν μιλήσει για μερικά παιδιά που δεν έχουν μαμά και μπαμπά, που τα αποκαλούν «ορφανά» και που έμεναν πολλά μαζί σε ένα σπίτι που το έλεγαν «ορφανοτροφείο».

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

Επειδή λοιπόν αυτά τα παιδάκια δεν είχαν κανέναν να τα νοιαστεί και να τους κάνει δώρα αυτές τις ημέρες των Χριστουγέννων, παρακάλεσαν τα παιδιά να συγκεντρώσουν στο σχολείο όσα από τα παιχνίδια τους δεν ήθελαν πια, για να τα χαρίσουν σε αυτά τα ορφανά παιδάκια.

Της Ελίνας δεν της κακοφάνηκε που έμεναν πολλά μαζί σε εκείνο το σπίτι που το λένε «ορφανοτροφείο». Αυτό που της κόστισε είναι ότι δεν είχαν μαμά και μπαμπά. Δεν μπορούσε να το φανταστεί, πώς θα είναι δηλαδή η ζωή χωρίς να έχεις έναν μπαμπά που κάνει τρέλες και καλαμπούρια, μία μαμά να σε βάζει για ύπνο το βράδυ διαβάζοντάς σου ένα παραμύθι. Και ένα σωρό άλλα. Ποιος σε πάει σχολείο κάθε πρωί, και ποιος σου βάζει ιώδιο στα ματωμένα γόνατα; Σε ποιανού την αγκαλιά κλαις άμα χαλάσει η κούκλα σου και ποιος σε βγάζει από το μπάνιο, τυλιγμένη σε μία χοντρή πετσέτα, για να μην κρυώσεις; Ποιος σου βάζει θερμόμετρο και σου δίνει και σιρόπι για να γίνεις καλά άμα αρρωστήσεις;

Το μυαλό της δεν μπορούσε να το χωνέψει, πώς είναι δηλαδή να είσαι «ορφανός». Μια πίκρα είχε στο στόμα της και το σάλιο της σα να είχε γίνει πολύ πηχτό και δεν μπορούσε να το καταπιεί εύκολα. Ούτε στιγμή δεν ήθελε να σκεφτεί ότι θα της συνέβαινε εκείνης αυτό!
Όταν ρώτησε τη δασκάλα της την Άννα, πώς είναι δυνατόν να είναι κανείς ορφανός, εκείνη της εξήγησε πως μερικές φορές, τυχαίνουν στις οικογένειες θλιβερές καταστάσεις, και μπορεί κάποιος να αρρωστήσει ή να πεθάνει, αλλά πάντα υπάρχει κάποιος να φροντίσει τα παιδιά, και τα αγαπούν αληθινά, παρά το ότι δεν είναι πραγματικοί τους γονείς. Και, σε αυτό, πρέπει να υποστηρίζουν και όσοι μπορούν, για να μη νιώθουν τα καημένα τα παιδάκια πολύ στεναχωρημένα.
Και πάλι όμως, η καρδιά της Ελίνας εξακολουθούσε να είναι «βαριά». Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, τόσο πολύ, που ο μπαμπάς νόμισε πως ήταν άρρωστη! Του είπε λοιπόν πως δεν ήταν στ΄ αλήθεια άρρωστη αλλά όμως ένιωθε σχεδόν έτσι, γιατί ήταν στεναχωρημένη για τα «καημένα τα ορφανά παιδάκια». Και του διηγήθηκε τι τους είπαν στον παιδικό σταθμό, αποφασισμένη πως θα έδινε τα καλύτερά της παιχνίδια αρκεί να μην ήταν δυστυχισμένο κανένα παιδί! Ο Νίκος πήγε πρόθυμα μαζί της στο δωμάτιό της και την βοήθησε κατεβάζοντας από τα ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης της όσα παιχνίδια του έδειχνε πώς ήθελε να δώσει στο ορφανοτροφείο. Δεν της έφερνε καμία αντίρρηση, ακόμη κι όταν εκείνη διάλεξε ένα κουτί με παζλ που της είχαν κάνει δώρο φίλοι τους και δεν είχε προλάβει να το ανοίξει καν. Και γιατί άλλωστε; Σίγουρα δεν του άρεσε να την βλέπει στεναχωρημένη, αλλά από την άλλη μεριά, ήταν ικανοποιημένος με το ότι η μικρή του Ελίνα καταλάβαινε κι ένιωθε τελικά πολύ περισσότερα από όσα εκείνος νόμιζε.

Μετά, βρήκαν ένα μεγάλο κουτί, και τα έβαλαν μέσα, και η μαμά επέμενε ότι θα πρέπει να το τυλίξουν σε ένα όμορφο δώρο, με ωραίο χαρτί περιτυλίγματος και έναν μεγάλο φιόγκο, πράγμα που έκανε τελικά, και η Ελίνα θα ήταν περήφανη πηγαίνοντάς το στον παιδικό σταθμό.
Περίεργο πράγμα, ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς δεν της είπαν ποια παιχνίδια να διαλέξει. Μόνο τα μάτια της μαμάς ήταν λίγο κόκκινα όταν κοίταξε τα ράφια της βιβλιοθήκης που τα μισά είχαν αδειάσει. Κάθισε στο χαλί μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια λέγοντάς της:

-«Ξέρεις Ελίνα, ίσως θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε κι άλλα πράγματα για τα παιδάκια αυτά».... Σαν τι άλλο δηλαδή θα μπορούσαν να μαζέψουν; Μήπως και τα υπόλοιπα παιχνίδια της; Κοίταξε γύρω της και είδε πως πολύ λίγα είχε πράγματα στ' αλήθεια είχε κρατήσει, κι ήταν αυτά που δεν αποχωριζόταν σχεδόν ποτέ. Πώς θα γινόταν να τα δώσει και αυτά; Στο τέλος δεν θα της έμενε τίποτε!
-«Νομίζω γλυκιά μου», της είπε ο μπαμπάς, γονατίζοντας κι εκείνος μαζί τους στο χαλί, «πως ξέρω τι έχει στο μυαλό της η μαμά». Την πήρε στην αγκαλιά του και της χάιδευε τα μαλλιά της. «Μάλλον θα σκέφτηκε πως μπορούμε να κάνουμε έναν έλεγχο και στη ντουλάπα σου και να βρούμε και μερικά ρουχαλάκια που θα μπορούσαμε να δώσουμε!»
-«Αχ, μπαμπάκα μου θα σε μαλώσω! Με τρόμαξες άδικα! Εγώ πίστεψα πως θέλατε να δώσω όλα μου τα παιχνίδια και θα τα έδινα, αλήθεια, αν δεν τα αγαπούσα τόσο πολύ!». Η Ελίνα ήταν ανακουφισμένη. «Τουλάχιστον θα μου μείνει και κάτι»

-«Εσύ Ελίνα είσαι πολύ τυχερή γιατί έχεις εμάς, κι αυτό δεν είναι απλώς «κάτι», είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή. Όλα τα άλλα παιδί μου γίνονται, κι αν χαλάσουν κι αν χαθούν φτιάχνονται από την αρχή κάποια στιγμή». Ο μπαμπάς την κοίταξε σοβαρός. Μα δεν του πήγαινε η καρδιά να της πει κι άλλα. Γιατί πόσα πράγματα θα μπορούσε να πει σε ένα παιδί τεσσάρων χρονών για την κακία και την δυστυχία του κόσμου; Του έφτανε προς το παρόν που η κόρη του είχε μια ευαισθησία που θα την οδηγούσε να κάνει καλές πράξεις και να έχει αρετές στη ζωή της.

Τελικά, η μαμά με τη Ελίνα, άνοιξαν τη μεγάλη δίφυλλη ντουλάπα της, και έπιασαν να βλέπουν ένα - ένα τα ρούχα της, ξεχωρίζοντας αυτά που πια δεν της έκαναν γιατί είχε ψηλώσει. Η μαμά στραβομουτσούνιασε λίγο γιατί η Ελίνα επέμενε να κρατήσουν ένα καρώ φουστανάκι γιατί ήθελε ντε και καλά να το φορέσει στην κούκλα της όταν θα μεγάλωνε, λες κι οι κούκλες μεγαλώνουν δηλαδή, αλλά επειδή τα πράγματα ήταν αρκετά, δεν τη μάλωσε πολύ. Κι έτσι, φτιάχτηκε στο τέλος άλλο ένα μεγάλο κουτί, αυτή τη φορά με ρούχα, που κι αυτό η μαμά το έκανε ένα ωραίο δώρο, και ο μπαμπάς πρόθυμα τα κουβάλησε στον παιδικό σταθμό την επόμενη μέρα το πρωί.

Το επόμενο πρωί, στον παιδικό σταθμό, η Ελίνα, μαζί με τη φίλη της τη Μαλβίνα, καταπιάστηκαν να λένε η μία στην άλλη τι παιχνίδια φέρανε για τα ορφανά παιδιά. Είχαν σχεδόν μεγαλώσει μαζί, αφού από μωρά ήταν στον παιδικό σταθμό, και ήξεραν πολύ καλά τα ρούχα και τα παιχνίδια η μια της άλλης. Και κατέληξαν στο τέλος ότι ίσως να μην είχαν μαζευτεί αρκετά πράγματα και κάτι θα έπρεπε να κάνουν γι΄αυτό. Παρά το γεγονός πως η δασκάλα τους ευχαρίστησε όλα τα παιδιά για την προθυμία τους να συγκεντρώσουν παιχνίδια και ρούχα για τα ορφανά παιδάκια, εκείνες είχαν στο μυαλό τους πως θα έπρεπε να κάνουν κάτι καλύτερο για να δείξουν πως τα νοιάζονταν, μόνο που δεν ξέρανε σαν τι θα ήταν αυτό. Χώρισαν το μεσημέρι με την υπόσχεση η μία στην άλλη να το σκεφτούν και να βρουν μια λύση μέχρι το επόμενο πρωί.

Αλλά ούτε το πρωί είχαν κατεβάσει καμιά ιδέα, και της Ελίνας πια το μυαλό δεν έλεγε να φύγει από εκεί. Τι θα μπορούσε να κάνει τα ορφανά παιδιά περισσότερο ευτυχισμένα; Η πρώτη σκέψη που της ερχόταν στο νου ήταν πως θα έπρεπε να τους βρει μπαμπάδες και μαμάδες, μα της φαινόταν πολύ δύσκολο αυτό, μια και δεν ήξερε τόσον κόσμο. Λοιπόν, εκτός από αυτό, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Ούτε η Μαλβίνα είχε ιδέες, και έσκυψαν τα κεφάλια τους συνωμοτικά κοντά- κοντά, χωρίς στ΄αλήθεια αποτέλεσμα.
Και θα τέλειωνε έτσι εκείνη η ημέρα, αν δεν έφτανε ο μπαμπάς στο σπίτι κρατώντας ένα σωρό δώρα, γιατί λέει μεθαύριο ήταν Χριστούγεννα και είχε αγοράσει κάτι για όλους, και τα πιο πολλά για τη Ελίνα του! Μπορεί να είχε ιδρώσει για να ανέβει τις σκάλες του σπιτιού έτσι φορτωμένος που ήταν, η ανταμοιβή του όμως από τη γυναίκα και την κόρη του που τον βοήθησαν με γέλια και χαρές να τα τακτοποιήσει κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ήταν μεγάλη. Ουφ! Ευτυχώς! Τουλάχιστον αυτό δεν γινόταν συχνά.
Κάτι έκανε «κλικ» σαν φωτεινό αστεράκι στο μυαλό της Ελίνας. Μα, βέβαια, αυτή ήταν η λύση! Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα ; Κι αμέσως το ξεφούρνισε στη μαμά, γιατί ήθελε οπωσδήποτε βοήθεια.

-«Μαμά, μαμά, πρέπει να με βοηθήσεις! Πρέπει να γίνω ένας Άγιος Βασίλης και να φορτωθώ ένα σωρό δώρα και να τα πάω στα ορφανά παιδάκια για να γίνουν κι εκείνα τόσο χαρούμενα όσο κι εγώ». Τα έλεγε μπερδεμένα, αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά, έτσι γινόταν πάντα όταν άναβε αυτό το αστεράκι στο μυαλό της και δεν ήθελε να ξεχάσει κάτι. Η «πρακτική» μαμά της σταμάτησε το πλύσιμο των πιάτων για να την ακούσει με προσοχή.
-«Κοίτα, μαμά», η Ελίνα πήρε μια βαθιά ανάσα όπως έκανε η μαμά ακριβώς, όταν είχε κάτι σημαντικό να της πει. «Μπορεί να μαζέψαμε αρκετά πράγματα για τα ορφανά παιδάκια στο σχολείο, αλλά νομίζω ότι πρέπει να μαζέψουμε κι άλλα, για να τα κάνουμε πραγματικά ευτυχισμένα, όσο πιο ευτυχισμένα γίνεται αφού δεν μπορούμε να τους βρούμε μπαμπάδες και μαμάδες.»
-«Και πώς δηλαδή σκέφτεσαι να γίνει αυτό;» ο μπαμπάς την κάθισε δίπλα του στον καναπέ και την κοιτούσε περιμένοντάς τη να ξεφουρνίσει και την υπόλοιπη ιδέα της.
-«Εμένα μου πήρατε ένα σωρό δώρα και φέτος, και το ίδιο θα έχει κάνει και ο θείος Γιώργος και οι γιαγιάδες μου και ο νονός μου. Θα κρατήσω μόνο ένα δώρο από όλα αυτά και θα δώσουμε τα υπόλοιπα στα ορφανά. Και θα το πω και της Μαλβίνας και θα κάνει κι εκείνη το ίδιο, γιατί δυο μέρες τώρα ψάχνουμε να βρούμε έναν τρόπο να τα κάνουμε χαρούμενα και δε βρίσκουμε». Τα είπε μονορούφι. Και τους κοιτούσε καλά- καλά. Την κοιτούσαν κι εκείνοι καλά - καλά . Πολύ μεγάλωσε το κοριτσάκι τους!
-«Θα πάρω τη μαμά της Μαλβίνας να συνεννοηθούμε», είπε στο τέλος η μαμά και πήγε να πάρει το τηλέφωνο.
-«Κι εγώ θα πάρω το μπαμπά του Σταύρου, μήπως θέλουν κι εκείνοι να δώσουν κάτι. Μου φαίνεται πρέπει να μιλήσουμε με το νονό σου και τον θείο σου επίσης».

Όση ώρα οι δικοί της μιλούσαν στα τηλέφωνα, η Ελίνα γυρνούσε γύρω από τα πόδια τους σαν μαμούνι. Δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από κοντά τους γιατί φοβόταν για το σχέδιό της. Αλλά οι μεγάλοι, έβρισκαν να πουν ένα σωρό πράγματα από το τηλέφωνο, και δεν τα έλεγαν κατ΄ευθείαν και ανακατεμένα όπως έκανε πριν λίγο η Ελίνα, οπότε αυτή η δόλια περίμενε να βγάλει άκρη από τα λεγόμενά τους, γεμάτη αγωνία. Ουφ! Πολύ υπομονή έπρεπε να έχει κανείς με τους μεγάλους!
Στο τέλος ο μπαμπάς της είπε πως το «ευγενικό της σχέδιο» βρήκε πολλούς υποστηρικτές πραγματικά, και θα κανόνιζαν όλοι μαζί να βρουν τον τρόπο, να πάνε τα καινούρια δώρα στο ορφανοτροφείο της ενορίας τους.

Εδώ όμως η Ελίνα έκανε σκέτη ... «επίθεση», αφού η ιδέα ήταν δική της και ήθελε επιτέλους να δει τι ήταν αυτό το ορφανοτροφείο και σαν πώς έμοιαζαν τα παιδιά που μένουν εκεί και τα λένε ορφανά. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να πάνε τα παιχνίδια οι μεγάλοι, ούτε να τα στείλουν με κάποιον τρόπο. Το σχέδιό της θα το ολοκλήρωνε με τον ένα και μοναδικό τρόπο που το φαντάστηκε, και δεν θα υποχωρούσε καθόλου μέχρι να το καταφέρει. Έτσι λοιπόν, μάζεψε όλο το υπόλοιπο κουράγιο της και είπε της μαμάς να της βρει μια στολή να ντυθεί Άγιος Βασίλης και να τα μοιράσει η ίδια. Η μαμά έμεινε για λίγο άφωνη από την έκπληξη, και μετά, μπήκε μπροστά το «πρακτικό» της μυαλό:
-«Και πού θα βρούμε μια στολή τέτοιες μέρες; Θα είναι όλες ήδη νοικιασμένες, άσε που νομίζω ότι δεν θα υπάρχει και καμία στο νούμερό σου. Όλοι οι Αγιο-Βασίληδες είναι ψηλοί και χοντροί, εσύ είσαι πολύ μικρούλα για να χωρέσεις εκεί μέσα». Τώρα, η αλήθεια είναι πως η μαμά είχε ένα σωρό δουλειές να κάνει για να προετοιμάσει το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, και ήταν ήδη κουρασμένη με ψώνια και καθαριότητες και στολίσματα, α!, η Ελίνα της το αναγνώριζε αυτό, αλλά δεν κουνούσε μήτε ένα βήμα πίσω από την απόφασή της.
-«Είμαι σίγουρη ότι κάτι θα υπάρχει μαμά, κι άλλωστε, αν δεν τα δώσει ο Άγιος Βασίλης τα παιδιά δεν θα καταλάβουν Πρωτοχρονιά, κι εγώ θα έχω κάνει τη μισή δουλειά. Εσύ δε μου λες πάντα πως δεν πρέπει να κάνουμε «μισές δουλειές»; Γιατί δηλαδή πρέπει να κάνω ολόκληρη δουλειά όταν πρόκειται να μαζέψω το δωμάτιό μου και μισή δουλειά τώρα που θέλω να δώσω στα ορφανά παιδιά να καταλάβουνε που υπάρχουν κάποια άλλα παιδιά που τα σκέφτονται και τα αγαπάνε;»
Φύσηξε, ξε-φύσηξε η μαμά, δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι θα προσπαθήσει τουλάχιστον, αφού η κόρη της είχε την δική της ξεροκεφαλιά και δεν υποχωρούσε εύκολα. Μήπως δεν είχε δίκιο δηλαδή;

Με τα πολλά, η μαμά το άλλο πρωί βρήκε μια στολή κόκκινη και μια γενειάδα, αλλά όλο έραβε και ξήλωνε γιατί έπρεπε και να την στενέψει και να την κοντύνει για να την φέρει κάπως στα μέτρα της Ελίνας, και όταν τελείωσε, η στολή μεν της καθόταν αρκετά καλά πάνω της, η γενειάδα όμως έφτανε ως το πάτωμα και ο σκούφος δεν εννοούσε να σταθεί πάνω στο κεφάλι της, παρά έπεφτε ως τα μάτια της. Ο μπαμπάς ξεκαρδίστηκε στα γέλια μόλις την είδε, λέγοντάς της πως ίσως θα ήταν ο πιο κοντός Άγιος Βασίλης στον κόσμο όλο, κι έφυγε να μαζέψει τα δώρα από το θείο και το νονό και τη γιαγιά Αργυρούλα.

Η Πρωτοχρονιά ξημέρωσε φωτεινή και ηλιόλουστη, σε τίποτε δηλαδή δεν έμοιαζε με τις Πρωτοχρονιές των παραμυθιών, εκτός ίσως από το ότι έκανε ένα τσουχτερό κρύο παρά την λιακάδα.
Η Ελίνα δεν κρατιόταν. Είχε ξυπνήσει πρώτη και προσπαθούσε να χωρέσει στην κόκκινη στολή της, αλλά τα φαρδιά μανίκια μπερδεύονταν με τα μπατζάκια και στο τέλος κατέληξε να την φορέσει ανάποδα !

Με τα πολλά, η μαμά έβαλε μια γαλοπούλα σε ένα τεράστιο ταψί στο φούρνο, μαζί με μικρά στρογγυλά πατατάκια, και αγγάρεψε τη γιαγιά να προσέχει το φαγητό όσο θα έλειπαν και να κόψει τη σαλάτα.
Το αυτοκίνητό τους ήταν γεμάτο κουτιά, κουτάκια και κούτες, και δεν χωρούσαν να μπουν σε αυτό, έτσι η μαμά της Μαλβίνας φόρτωσε στο δικό της αυτοκίνητο τα «γυναικόπαιδα», και όλοι μαζί πήγαν στο ορφανοτροφείο.
Της Ελίνας η καρδιά χτυπούσε πολύ γρήγορα, σαν είδε αυτό το μονοκόμματο, γκρίζο κτίριο. Για φαντάσου να ζεις μέσα σε ένα τέτοιο πράγμα, που δεν είχε γλάστρες στα μπαλκόνια και ίσως να μην είχε καν κήπο. Και, όπως έλεγαν με τη Μαλβίνα, ήθελαν να δουν πώς είναι τα παιδιά αυτά που δεν έχουν μαμά, μήπως ήταν δηλαδή διαφορετικά από τις ίδιες. Οι μικρές μπήκαν πρώτες μέσα και οι μεγάλοι έφερναν πίσω τους τα πράγματα.

Στη μεγάλη αίθουσα τους περίμεναν παιδιά όλων των ηλικιών, μερικά δε ήταν πολύ μεγαλύτερα από τις δυο μικρές, και φυσικά η διευθύντρια και το προσωπικό του ορφανοτροφείου για να τις ευχαριστήσει για την πρωτοβουλία τους αυτή. Μα τα μάτια της Μαλβίνας και της Ελίνας ήταν κολλημένα πάνω στα άλλα παιδιά, που τις περιεργάζονταν και προσπαθούσαν να βρουν έναν τρόπο να τις πλησιάσουν. Η Ελίνα ήταν και δυσκίνητη μέσα στην άχαρη στολή που φορούσε, αυτό όμως δεν εμπόδισε τα πιτσιρίκια να μαζευτούν ένα γύρω της, θεωρώντας πως πράγματι είναι ο Άγιος Βασίλης, και να θέλουν να την αγγίξουν, να την αγκαλιάσουν και να πάρουν τα δώρα τους. Κάνουνε χάζι μαζί της κι εκείνη ευτυχώς που έχει να μοιράσει τόσα πακέτα, γιατί διαφορετικά θα τα είχε χαμένα.
Ένας μπόμπιρας λίγο μεγαλύτερος από την ίδια, την κοιτούσε πολύ ώρα με δυσπιστία, και στο τέλος τη ρώτησε :
-«Πού είναι το έλκηθρό σου;». Ήταν σίγουρος πως θα την έφερνε σε δύσκολη θέση και είχε αρχίσει ήδη να χαίρεται τον θρίαμβό του. «Και γιατί δεν κουβαλάς μόνος σου τα δώρα μας παρά έχεις φέρει και παρέα; Το ξέρεις πως είσαι πολύ κοντός για να είσαι ο Άγιος Βασίλης;» συνέχισε με ένα ύφος λίγο αυθάδικο.
-«Κοίτα να δεις, είμαι σίγουρη ότι ξέρεις πως ο Άγιος Βασίλης πέθανε πριν πολλά - πολλά χρόνια, θα πρέπει να σου το έχουν ήδη πει στο σχολείο σου». Η Ελίνα δεν θα το έβαζε κάτω μπροστά σε αυτό το .... σαμιαμίδι που εννοούσε να της χαλάσει την διάθεση. «Έμεινε όμως σε εμάς η αγάπη του και τα όσα έκανε για τους φτωχούς και τους αδύναμους που γνώριζε όταν ζούσε, κι ήρθα τώρα εγώ, με την καλή μου φίλη και τους γονείς μας, να σας πούμε ότι σας νοιαζόμαστε και ότι θέλουμε σήμερα να είστε το ίδιο χαρούμενοι με εμάς.» Ο μικρός της έκανε μία αστεία γκριμάτσα αλλά η Ελίνα συνέχισε κάνοντας ότι δεν το κατάλαβε. «Μπορεί όμως ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης να μου έβαλε εμένα την ιδέα αυτή στο κεφάλι, ν΄αφήσω το σπιτάκι μου, τη γιαγιά μου και τη γαλοπούλα μου, και να έρθω σήμερα εδώ, για να σε βλέπω εσένα κατσούφη και όλους τους άλλους να χαίρονται με τα δώρα τους», και έκανε μία κίνηση με το χέρι της, το χαμένο μέσα στα μακριά μανίκια της στολής της, δείχνοντάς του τα άλλα παιδιά που φωνάζοντας και γελώντας άνοιγαν το ένα πακέτο μετά το άλλο. «Και μπορεί να είμαι κοντή ακόμη, αλλά έχω πολύ περισσότερο μυαλό στο κεφάλι μου από εσένα!», κατέληξε έτοιμη για καβγά.


-«Με λένε Δημήτρη» βρήκε να της πει όλο κι όλο, ντροπιασμένος ο μικρός, λες κι αυτό θα τα κανόνιζε όλα. Για τη Ελίνα όμως αρκούσε. Και για τη Μαλβίνα. Τον έπιασαν από το χέρι και του έδωσαν η κάθε μια από ένα όμορφο πακέτο. Κι εκείνος έσκυψε το ξανθό του κεφάλι με τα ατίθασα μαλλιά, και μουρμούρισε ένα ευχαριστώ πολύ.
-«Μη στεναχωριέσαι Δημήτρη, εμείς θα ερχόμαστε να σε βλέπουμε τακτικά, είσαι πια φίλος μας» είπε η Μαλβίνα για να του δώσει κουράγιο, αφού τη Ελίνα – Άγιο Βασίλη είχαν περικυκλώσει ένα τσούρμο πιτσιρίκια απαιτώντας την προσοχή της. «Ναι, θα δεις, δεν θα ξεχάσουμε την υπόσχεσή μας αυτή, θα ερχόμαστε να σε βλέπουμε μια φορά το μήνα τουλάχιστον. Έτσι δεν θα μας ξεχάσεις!» και η Μαλβίνα με το Δημήτρη καταπιάστηκαν με ένα μεγάλο παζλ, που δεν θα προλάβαιναν να τελειώσουν τούτη τη φορά, αλλά που ο Δημήτρης υποσχέθηκε ότι θα της περίμενε για να προχωρούν λίγο λίγο κάθε φορά που θα βλέπονταν.
Το πρωινό της Πρωτοχρονιάς πέρασε μέσα σε πολλές φωνές και τραγούδια και κάλαντα και ένα σωρό παιχνίδια, με τα ορφανά παιδιά να τρέχουν από αγκαλιά σε αγκαλιά. Στα σπίτια τους επέστρεψαν κατάκοποι όλοι, κι ευτυχώς ήταν η γιαγιά που είχε φροντίσει τη γαλοπούλα, την οποία ευχαρίστως η Ελίνα χάρισε σε όλους και κράτησε για τον εαυτό της όλα εκείνα τα καταπληκτικά στρογγυλά πατατάκια, που λιώνουν στο στόμα! Για το μόνο που επέμενε κι ας χαλούσε το ... «ντεκόρ» όπως έλεγε η μαμά, ήταν γιατί ήθελε ντε και καλά να καθίσει ανάμεσα στη μαμά της και στον μπαμπά της, και πήγαινε πότε στα γόνατα του ενός και πότε του άλλου, φορώντας ακόμη τη στολή του Αγιο-Βασίλη, τα μανίκια της οποίας μερικές φορές βουτούσαν μέσα στο πιάτο της ! Στην παρατήρηση της μαμάς για πρώτη φορά ο μπαμπάς πήρε το μέρος της, λέγοντας πως μετά από τόσο κόπο και τόση αγάπη που είχε δείξει η μικρή του κόρη, θα έπρεπε να την αφήσουν να κάνει ότι θέλει έστω και για μια μέρα μόνο. Μάλιστα! Ο μπαμπάς πήρε το μέρος της και δε νοιάστηκε καθόλου εάν στην καλή του γραβάτα είχαν στάξει πιτσιλιές από τα λιγδωμένα δάκτυλα της Ελίνας, ούτε αν το παντελόνι του το είχε χιλιο-τσαλακώσει επειδή σκαρφάλωνε πάνω του συνέχεια!

Η Ελίνα ήταν κατάκοπη, τόσο πολύ που δεν είχε κουράγιο να ανοίξει το δικό της δώρο που την περίμενε κάτω από το δέντρο. Κι αυτή η στολή της είχε φέρει πια απερίγραπτη φαγούρα. Παρά την κούρασή της όμως, δεν ήθελε να πάει στο κρεβάτι της, ήθελε να μείνει στην αγκαλιά του μπαμπά και να κρατά το χέρι της μαμάς, πράγμα που έκανε μέχρι να την πάρει τελικώς ο ύπνος. Όσο κι αν είδε με τα μάτια της ότι τα ορφανά παιδιά σε τίποτε δεν διαφέρουν από όλα τα άλλα παιδιά, κι ότι γύρω τους υπάρχουν άνθρωποι να τα φροντίσουν και να τα περιποιηθούν, αυτή δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να χάσει μήτε τον μπαμπά, μήτε τη μαμά της.
Λίγο πριν την πάρει ο ύπνος, σκεφτόταν ότι ήταν χαρούμενη επειδή η Πρωτοχρονιά ήταν μόνο μια φορά το χρόνο ! Ευτυχώς ! Σκέψου να είχαν όλες αυτές τις ετοιμασίες με τα στολίδια και τα δώρα και τα ψώνια και τα τραπεζώματα κάθε λίγο και λιγάκι !

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved