Το παραμύθι της εβδομάδας: Το σκαμνί της ανεξαρτησίας!
Η Βάσια είναι μικρούλα. Πολύ μικρούλα. Δεν φτάνει καν στον πάγκο της κουζίνας, ούτε στο νεροχύτη, ούτε στο γραφείο του αδελφού της, όσο κι αν πατάει στις μύτες των ποδιών της.
Tης Πέγκυ Παπαδοπούλου
Για τη βιβλιοθήκη, ούτε λόγος να γίνεται. Και τα βιβλία που είναι δικά της, μένουν στα δύο κάτω ράφια πάντοτε, για να μπορεί να τα παίρνει μόνη της όταν τα θέλει. Για όλα τα άλλα πράγματα που δεν φτάνει, κι είναι πολλά, χρειάζεται την βοήθεια κάποιου μεγαλύτερου ή – έστω – κάποιου ψηλότερου. Συνήθως αυτός είναι ο αδελφός της ο Θανάσης. Που τις περισσότερες φορές βαριέται να κάνει οτιδήποτε, πόσω μάλλον να της βάλει νερό, να της ξεκρεμάσει το μπουφάν της, να κατεβάσει τα κακτάκια για πότισμα.
Φυσικά, όταν είναι μπροστά η μαμά και ο μπαμπάς, ο Θανάσης είναι πολύ πρόθυμος να την εξυπηρετήσει. Της κόβει το μπιφτέκι της κι έξτρα ψωμί, της βάζει νερό, της δίνει την πετσέτα στο μπάνιο, κι ό,τι κάνει το κάνει πολύ ευγενικά. Γιατί του έχουν εξηγήσει πως κανείς πρέπει να φέρεται με αγάπη και ανοχή στα αδέλφια του και μάλλον του θύμισαν πόσες φορές βρέθηκε κι εκείνος στην ίδια θέση όταν ήταν πιο μικρός.
Η Βάσια όμως τα βρίσκει κυριολεκτικά "μπαστούνια" όταν πρόκειται να του ζητήσει κάτι και είναι οι δυο τους. Η πιο προσφιλής του τακτική είναι να της λέει "περίμενε, θα έρθω μόλις τελειώσω αυτό που κάνω", και τελικώς να περνά πολλή ώρα και του κάνει ένα σωρό παρακάλια μέχρι να την βοηθήσει.
Ώσπου, μια μέρα, ανακάλυψε στο σπίτι της γιαγιάς τους στο χωριό, ένα σκαμνάκι. Ήταν παλιό, πολύ παλιό, κι η γιαγιά το είχε βάψει κάποτε ένα χρώμα πράσινο, που με τον καιρό ξέφτισε λιγάκι κι έγινε λαχανί. Το ξύλο του είχε ένα σωρό χαραγματιές, κι ένα από τα τέσσερα πόδια του κουνιόταν λιγάκι. Η γιαγιά το είχε βάλει σε μιαν άκρη, μην τύχει και της χρησιμεύσει σε κάτι – γιατί η γιαγιά σπανίως πετούσε το οτιδήποτε. Έστειλε λοιπόν η γιαγιά τη Βάσια στην αποθηκούλα, για να της φέρει τον καρυοθραύστη, να σπάσουνε τα καρύδια να τα βάλουν στο γλυκό που θα έκαναν μαζί. Αντί γι' αυτό, η Βάσια γύρισε κρατώντας το σκαμνάκι και τη ρώτησε με λαχτάρα : «μπορώ να το πάρω γιαγιά;». «Γιατί να μην το πάρεις; Εμένα κάποτε μου ήταν χρήσιμο, καθόμουν δίπλα στο τζάκι και σας έπλεκα τα γιλεκάκια σας ή απλώς χάζευα τη φωτιά και ζεσταινόμουν. Τώρα, μου πονούν τα γόνατα και προτιμώ να κάθομαι στην πολυθρόνα. Άντε, πάρ' το εσύ καρδούλα μου να πιάσει και τόπο. Στάσου μόνο να βάλω ένα καρφί στο ζαβό του πόδι, να το στερεώσω μη μου πέσεις».
Κι έτσι η Βάσια φορτώθηκε το σκαμνάκι στην επιστροφή, αφού δεν χωρούσε με άλλον τρόπο στο αυτοκίνητό τους, παρά μόνο δίπλα στη θέση της. Και καθόλου δεν ενοχλήθηκε. Ο μπαμπάς φυσικά, της είπε πως δεν θα τους χρειαζόταν προφανώς, κι ότι δεν θα έπρεπε να το ζητήσει από την γιαγιά, αλλά εκείνη επέμεινε.
Το πρώτο πράγμα που έκανε η Βάσια την επόμενη μέρα, ήταν να πάρει τις νερομπογιές της και να ζωγραφίσει μερικά χρωματιστά λουλούδια εκεί που η μπογιά είχε ξεφτίσει. Το σκαμνάκι άρχισε να "ζωντανεύει". Κόκκινα, πορτοκαλί και φυσικά ροζ λουλούδια, είτε ζωγραφισμένα από τη Βάσια είτε αυτοκόλλητα, είναι αλήθεια πως το ομόρφυναν πολύ. Για να γίνει αυτή η δουλειά, η καημένη η μικρούλα, είχε περάσει όλη τη μέρα της καθισμένη μπροστά του, αραδιάζοντας όλες τις μπογιές γύρω της, και γεμίζοντας τον τόπο από τα χαρτάκια τα ξεκολλημένα. Μέχρι κι ο Θανάσης ανησύχησε που δεν ήρθε να του ζητήσει τίποτε, ούτε καν ένα παιχνίδι της, κι έψαξε να την βρει.
«Τι κάνεις εδώ πιτσιρίκι;». Έτσι την έλεγε τις περισσότερες φορές και η Βάσια είχε πια μάθει πως δεν ήθελε να την πειράξει, παρά μόνο της το έλεγε λίγο χαϊδευτικά. Ο Θανάσης κοίταξε το πάτωμα μπρος του και δεν έβρισκε σημείο να πατήσει.
«Φτιάχνω το σκαμνί μου». Το πινέλο της ξέφυγε λίγο από την πορεία του καθώς σήκωσε τα μάτια να τον κοιτάξει, κι ένα από τα λουλούδια της απέκτησε ένα πέταλο λιγάκι πιο στρουμπουλό από τα υπόλοιπα.
«Να το κάνεις τι αυτό το παλιόπραμα;»
«Είναι παλιό αλλά δεν είναι "παλιόπραμα"!» του είπε θιγμένη.
«Έχεις ωραιότατο τραπέζι και ρυθμιζόμενη καρέκλα, αυτό τι το χρειάζεσαι;». Ο Θανάσης μπορούσε να γίνει πολύ επίμονος.
Η Βάσια σκούπισε το πινέλο της σε χαρτί κουζίνας χωρίς να βιάζεται. «Άμα τελειώσει και γίνει όμορφο, τότε θα δεις τι θα το κάνω!». Αυτό του είπε με ύφος, κι ούτε μια κουβέντα παραπάνω. «Ε, άστη να κάνει ότι θέλει, σκοτίστηκα», σκέφτηκε κι ο Θανάσης, κι επέστρεψε στη μελέτη του. Κατά βάθος όμως είχε μεγάλη περιέργεια.
Την ίδια περιέργεια είχε και η μαμά, που αναγκάστηκε να μαζέψει μαζί με τη Βάσια το μικρό χάος που είχε δημιουργήσει.
«Σ' αρέσει μανούλα;», τη ρώτησε η Βάσια. Η φωνή της ήταν πολύ καμαρωτή. Το ίδιο και η αλογο-ουρά της. Με λίγες κίτρινες πιτσίλες βεβαίως.
«Όμορφο είναι ... ίσως λίγο ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ από τα άλλα έπιπλά μας, πάντως όμως είναι όμορφο!» της είπε η μαμά της.
«Μαμά, ξέρεις τι είναι;»
«Μα, φυσικά, είναι το παλιό σκαμνί της γιαγιάς. Τώρα όμως που το έχεις κάνει τόσο όμορφο, δεν θα το λέμε πια παλιό, σωστά;» Η μαμά ήταν διαλλακτική. Δεν ήθελε να την στεναχωρήσει. Είχε περάσει όλη τη μέρα της να ασχολείται με το στόλισμά του και το είχε κάνει αρκετά όμορφο. Κοριτσίστικο. Από την άλλη μεριά, τι το ήθελε η κόρη της αυτό το παρδαλό παλιόπραμα;
«Δεν θα το λέμε όμως "σκαμνί της γιαγιάς" από δω και πέρα μανούλα μου!»
«Μπα, του έδωσες και όνομα;»
«Οπωσδήποτε έχει όνομα, το λένε "το σκαμνί της ανεξαρτησίας"». Η περηφάνεια της μικρής Βάσιας δεν μπορούσε να κρυφτεί. Χαμογελούσε με το καλύτερό της χαμόγελο, κι είχε ύφος πολύ σπουδαίο όταν ανακοίνωνε το όνομα που έδωσε στο νέο της αντικείμενο. Πάρα πολύ σπουδαίο!
Η μαμά της πάλι, είχε σηκώσει το ένα φρύδι ερωτηματικά – αυτό προσπαθούσε πολύ καιρό να το καταφέρει η Βάσια αλλά μάταια -, σα να της έλεγε : «Τιιιι;;;».
Η μικρούλα λοιπόν, πήρε παραμάσχαλα το σκαμνί και με μεγάλη βιασύνη πήγε στο μπάνιο. Το έβαλε μπροστά στο νιπτήρα κι ανέβηκε πάνω του.
«Είδες; Άμα ανέβω εδώ, φτάνω την οδοντόκρεμα! Και βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη! Άρα, μπορώ να βάλω μόνη μου τα τσιμπιδάκια μου και να ελέγχω αν έπλυνα καλά τα δόντια μου. Να βλέπω πόσο αστραφτερά είναι!». Κατέβηκε με την ίδια βιασύνη κι η μαμά άπλωσε τα χέρια της μη τυχόν και πέσει και χτυπήσει. Το παπούτσι της είχε κάνει μια μικρή πατημασιά εκεί που ένα πορτοκαλί λουλούδι προσπαθούσε να στεγνώσει. Η Βάσια δεν έδωσε καμία σημασία. Η μαμά δεν μπόρεσε να την εμποδίσει στην τρεχάλα της προς την κουζίνα, παρά κοιτούσε μήπως τώρα πορτοκαλί πατημασιές πάνε σε όλο το σπίτι.
Ο Θανάσης, που άλλες φορές έπρεπε να τον παρακαλέσεις για να ξεκολλήσει από τα βιβλία του, μπήκε κι αυτός ξοπίσω τους. Είπαμε, είναι περίεργος.
Η Βάσια τώρα ανέβαινε στο σκαμνί που το είχε βάλει κάτω από το ντουλάπι με τα ποτήρια. «Κοίτα, τώρα μπορώ να πάρω καθαρό ποτήρι μόνη μου! Και μετά κατεβαίνω», συνέχισε να μιλά ενώ ανεβοκατέβαινε στο σκαμνί με φούρια που έκανε τη μαμά να λαχταρήσει και το Θανάση να απορήσει πόσο γρήγορα μπορεί να κινηθεί η μικρή και ΚΟΝΤΗ αδελφή του, «και τραβάω το σκαμνί της ανεξαρτησίας μπροστά στο νεροχύτη και ανοίγω τη βρύση και βάζω νερό και μετά..»
«Το σκαμνί της ποιας;» ο Θανάσης δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει.
«Της ανεξαρτησίας!» Η Βάσια είχε τώρα το ίδιο σπουδαίο ύφος και λίγη τσαχπινιά περισσότερη.
«Γιατί το λες έτσι και δεν το λες απλώς το σκαμνί της Βάσιας;», ρώτησε ο Θανάσης
«Μα, επειδή, αυτό ακριβώς είναι, το σκαμνί που μου δίνει την ανεξαρτησία μου!»
Η μαμά είχε πέσει βαριά σε μια καρέκλα, αναλογιζόμενη πόσες πορτοκαλί πατημασιές θα έπρεπε να καθαρίσει όταν θα τελείωνε τα σούρτα – φέρτα η κόρη της και ταυτόχρονα προσπαθούσε να την καταλάβει. Ευτυχώς που ρωτά ο Θανάσης!
«Δηλαδή;»
«Κοίτα να δεις μεγάλε αδελφούλη μου. Μπορώ να πατήσω πάνω του και να φτάσω τα περισσότερα από τα πράγματα που χρειάζομαι. Δεν θα έχω ανάγκη να ζητάω την βοήθειά σου κάθε λίγο και λιγάκι. Και στο μεταξύ, θα μεγαλώνω κιόλας, και σε λίγο καιρό δεν θα το χρειάζομαι ούτε αυτό! Αλλά, μέχρι τότε, δεν θα έχω ανάγκη κανένα σας – δηλαδή .... τουλάχιστον όχι τις περισσότερες φορές». Η Βάσια έδειχνε πολύ περήφανη για τον εαυτό της.
«Εεεε....», άρχισε να λέει ο Θανάσης κοκκινίζοντας λιγάκι, αφού για να την βοηθήσει σε κάτι έπρεπε εκείνη να του το ζητήσει ένα σωρό φορές, κι ήταν κι η μαμά μπροστά και δεν ήξερε τι ακριβώς θα έπρεπε να πει. Κοίταξε μια τη Βάσια και μια τη μαμά.
«Ξέρεις, Βάσια ... μάλλον έχεις δίκιο, δηλαδή να, δεν είναι εύκολο να σε εξυπηρετεί κάποιος αμέσως μόλις ζητήσεις κάτι γιατί εεεεε.... μπορεί να πρέπει να περιμένεις λίγο...». Δεν βρήκε να πει και πολλά ο Θανάσης.
«Σωστά, αλλά εσύ τις περισσότερες φορές με ξεγελάς. Η μαμά έχει πάντα κάτι άλλο να κάνει πιο σημαντικό κι ο μπαμπάς έχει μόλις μπει στο σπίτι κι είναι κουρασμένος».
Ο Θανάσης σκέφτηκε πως η αδελφή του λίγο ακόμη και θα έβγαζε τα περισσότερα από αυτά που της είχε κάνει στη φόρα, κι ετοιμάστηκε να ακούσει μια γερή κατσάδα από τη μαμά του σχετικά. Αλλά η μαμά είπε πολύ απλά:
«Έχεις δίκιο Βάσια μου, σκαμνί της ανεξαρτησίας θα το λέμε, αφού θα σε βοηθήσει να κάνεις περισσότερα πράγματα μόνη σου και να έχεις μια κάποια ανεξαρτησία από εμάς τους μεγαλύτερους». Της ίσιωσε την αλογο-ουρά και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί. Μετά κοίταξε αυστηρά το Θανάση και της είπε «Αλλά θα πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική μικρή μου! Μπορεί να χτυπήσεις με όλο αυτό το ανέβα-κατέβα, αν δεν προσέχεις. Και να μην βιάζεσαι».
«Δε θα βιάζομαι μαμά! Και θα προσέχω!»
«Το ξέρω, το ξέρω! Αλλά, κι εσύ πρέπει να ξέρεις πως θα είμαστε όλοι, ΟΛΟΙ» - κι αυτό το δεύτερο ΟΛΟΙ το είπε κοιτώντας το Θανάση – «πάντα στη διάθεσή σου για να σε βοηθήσουμε. Στο κάτω – κάτω, δε φταις εσύ αν μερικά πράγματα στο σπίτι μας δεν είναι φτιαγμένα για μικρά παιδιά».
«Εντάξει, θα προσέχω, αλήθεια. Είμαι όμως και πολύ ευχαριστημένη που θα μπορώ να κάνω περισσότερα πράγματα μόνη μου. Νομίζω πως αυτό το σκαμνί θα με βοηθήσει να μεγαλώσω γρηγορότερα, ε, μαμά;» Την κοίταξε με λαχτάρα. Λες να μπορούσε το παλιό σκαμνί της γιαγιάς να το κάνει πραγματικά αυτό;
«Θα μεγαλώσεις όπως κι όλα τα άλλα παιδιά, γλυκιά μου», είπε η μαμά της «και σύντομα δεν θα το έχεις ανάγκη το σκαμνάκι σου». Κοίταξε γύρω της. Ευτυχώς δεν υπήρχαν πολλές πατημασιές με μπογιά που να πρέπει να τις καθαρίσει. «Αλλά, να θυμάσαι, πως όσο μεγαλώνεις, εμείς θα είμαστε κοντά σου για να σε βοηθήσουμε σε ό,τι χρειάζεσαι – και δε λέω μόνο για τα πράγματα που δεν θα μπορείς να φτάσεις, έτσι δεν είναι Θανάση;».
«Ακριβώς έτσι μαμά! Και μάλιστα, εγώ θα βοηθήσω τη Βάσια να τελειώσει με το βάψιμο μερικών ακόμη λουλουδιών που τη δυσκολεύουν, και θα βγάλω το .... "σκαμνάκι της ανεξαρτησίας" στο μπαλκόνι για να στεγνώσει καλά – καλά». Ο Θανάσης πήρε τη Βάσια από το ένα χέρι και το σκαμνί στο άλλο, κλείνοντας το μάτι στη μαμά του. Κοίταξε τα μικρά της δακτυλάκια μέσα στη χούφτα του. Ήταν ακόμη μικρή, η μικρή του αδελφή. Που κάθε μέρα μεγαλώνει κι από λίγο. Και που σε λίγο δεν θα τον είχε ανάγκη, ούτε αυτόν ούτε το περιβόητο σκαμνί της. Ήταν περήφανος για τη μικρή του αδελφή. Που βρήκε τη λύση στο πρόβλημά της, που είχε μια ιδέα, που κατάφερε να την υλοποιήσει μόνη της. Που δεν τον μαρτύρησε στη μαμά πως δεν της δίνει σημασία. Που ζωγράφιζε τόσο ωραία. «Από εδώ και πέρα», σκέφτηκε, «θα πρέπει να έχω το νου μου μην πέσει από το σκαμνί. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου εάν πάθει έστω και την παραμικρή γρατζουνιά!»