To παραμύθι της εβδομάδας: Μια έκπληξη... μα τι έκπληξη!
Στην Αφροδίτη αρέσουν πολύ οι εκπλήξεις. Της αρέσει να συμβαίνει κάτι όμορφο εκεί ακριβώς που δεν το περιμένει. Της αρέσει να βλέπει τους φίλους της με το μεγαλύτερό τους χαμόγελο για ένα μικρο-δωράκι που τους πήρε.
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Τη γιαγιά να δακρύζει που θυμήθηκε να της αγοράσει το αγαπημένο της περιοδικό. Τη μαμά να μένει με το στόμα ανοιχτό από την καθαριότητα και την τάξη που έχει το δικό της – συνήθως ακατάστατο – δωμάτιο. Της αρέσουν οι εκπλήξεις, το είπαμε αυτό, μικρές ή μεγάλες, δεν έχει σημασία.
Είναι επίσης ένα πιτσιρίκι που φροντίζει να θυμάται τις γιορτές των φίλων της και μαζεύει τα λίγα της λεφτουδάκια στον κουμπαρά της, για να μπορεί να τους χαρίσει έστω κι ένα τόσο δα πραγματάκι εκείνη την ημέρα. Ένα μολύβι με φουντάκι-γαργαλίστρα στην άκρη του. Μια γόμα που διορθώνει κάθε λάθος. Την ξύστρα που δε λερώνει. Αυτοκόλλητα. Μια ζωγραφιά. Κι αλήθεια χαίρεται πάρα πολύ κάθε φορά που δίνει κάτι, οτιδήποτε, στους φίλους που αγαπά. Της αρέσει να δείχνει την αγάπη της.
Έτσι λοιπόν, τώρα που πλησιάζει η ημέρα των γενεθλίων της, θεωρεί πως και οι φίλοι της δεν θα την ξεχάσουν κι είναι πολύ σίγουρη πως θα έχει τις ωραιότερες εκπλήξεις. Και πολλά δώρα.
Μόνο που .... οι μέρες θα' λεγε κανείς πως "σέρνονται" και αργούν να περάσουν! Η Αφροδίτη από τα Χριστούγεννα ακόμη περίμενε πώς και τι να έρθει ο Φεβρουάριος, ένας μήνας πολύ ξεχωριστός, αφού ήταν ο μήνας των γενεθλίων της! Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και η γιορτή της φίλης της της Αγάθης, οπότε κι άλλη γιορτή θα γινόταν, και σίγουρα άνοιγε και το Τριώδιο και θα μπορούσε επιτέλους να φορέσει τη στολή της – κι ας ήταν και η περσινή της, τι πειράζει; Αυτή θα τη φορούσε κάθε μέρα, έστω και μέσα στο σπίτι!
Αλλά ο Φλεβάρης φαίνεται αργούσε επίτηδες. Για να καθυστερεί τις χαρές της και να μεγαλώνει την αγωνία της. Κι όταν επιτέλους ήρθε, ήταν μουντός, συννεφιασμένος και πολύ κρύος.
«Λες με τόσο κρύο που κάνει να μην γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου;» σκεφτόταν και την έπιανε απελπισία. Γιατί, αν δεν τα γιόρταζαν, πώς θα μάθαιναν όλοι πως έγινε κοτζάμ επτά χρονών;
Μία μέρα, δύο μέρες ... δεν κρατήθηκε. Ρώτησε τον μπαμπά.
«Α! μικρή μου! Κάθε πράγμα στον καιρό του!» της απάντησε κι η Αφροδίτη δεν έβγαλε άκρη.
«Μα, μπαμπά, ο καιρός πλησιάζει!», του είπε με την σειρά της.
«Να μην είσαι ανυπόμονη μικρή μου. Είναι νωρίς ακόμη να κάνουμε σχέδια».
Γκουπ! Έτσι έκανε κατιτί μέσα στο κεφάλι της Αφροδίτης. Γκουπ! Της φάνηκε πως άκουσε την καρδιά της να κατρακυλάει στο πάτωμα. Πάνε τα όνειρά της! Γκρεμίζονται μ΄ ένα γκουπ...
Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Υπήρχε και η μαμά. Σίγουρα η μαμά κάτι θα σκάρωνε – αν δεν το είχε κάνει ήδη. Δεν μπορεί, δεν ήταν δυνατόν να μην γιόρταζε τα γενέθλια της μοναχοκόρης της.
Περίμενε λοιπόν η Αφροδίτη να βρει ευκαιρία να ... «ψαρέψει» τη μαμά. Αλλά εκείνη τη μια έπρεπε να μείνει στο γραφείο περισσότερο, την άλλη έπρεπε να κάνει κάποια δουλειά στο σπίτι, ολοένα και της ξέφευγε. Κι η καημένη μικρούλα ολοένα και μπλεκόταν στα πόδια της μαμάς ψάχνοντας την κατάλληλη ώρα να της μιλήσει, που φαινόταν πως κι αυτή δεν θα βρισκόταν ποτέ.
«Μα, τι στο καλό, γιατί δεν καθόμαστε να συζητήσουμε, όπως όλες τις προηγούμενες χρονιές και να σχεδιάσουμε μαζί, οι τρεις μας, το πάρτυ μου;». Από την πολύ της αγωνία, η Αφροδίτη δάγκωσε με μανία το ένα της νύχι. Μετά το κοίταξε και δεν της άρεσε καθόλου. «Ώσπου να δούμε τι θα κάνουμε, θα τα έχω φάει και τα υπόλοιπα εννέα νύχια μου!», σκέφτηκε. «Αλλά σε τι θα ωφελήσει αυτό;»
Ώσπου μάζεψε το κουράγιο της και τους μίλησε θαρρετά ένα απόγευμα. «Μπαμπά, την άλλη εβδομάδα είναι τα γενέθλιά μου. Πώς θα τα γιορτάσουμε;» Κρατούσε την ανάσα της περιμένοντας μια απάντηση.
Η μαμά με τον μπαμπά κοιτάχτηκαν, σα να μην ήξεραν ποιος θα έπρεπε να μιλήσει. Κι έτσι ο μπαμπάς, μετά από ένα ολόκληρο λεπτό απόλυτης ησυχίας, της είπε:
«Κοίτα κοριτσάκι μου, θα πρέπει να λείψω μερικές μέρες για δουλειά, δηλαδή θα κάνω ένα μικρό ταξίδι. Κι επειδή δεν ξέρω ακριβώς σε πόσες ημέρες θα τελειώσω ώστε να μπορώ να γυρίσω, είπαμε με τη μαμά σου, να αφήσουμε την οργάνωση για τα γενέθλιά σου για όταν επιστρέψω με το καλό!»
Από όλα αυτά, που τα μισά καταλάβαινε και τα άλλα μισά δεν καταλάβαινε η Αφροδίτη, ένα πράγμα της ήρθε πιο βαρύ: ο μπαμπάς θα έλειπε στα γενέθλιά της! Ποιος θα την αγκάλιαζε πρωί – πρωί, πριν ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι, και θα της ευχόταν "πολύχρονη καρδούλα μου" με χάδια και γαργαλήματα; Πώς θα καθόταν για πρωινό μόνη της με τη μαμά, χωρίς να είναι εκείνος εκεί να της ανακατεύει τα μαλλιά και να της κάνει ένα σωρό πειράγματα που μεγαλώνει; Κοίταξε το μπαμπά αμίλητη. Θα ήθελε να βάλει τις φωνές και να πέσει και κάτω στο πάτωμα και να ουρλιάζει "όχι, όχι, πες μου πως μου λες ψέματα", αλλά καμιά φωνή δεν έβγαινε από το λαιμό της. Αλλά τα δάκρυά της μια φορά, ξεκίνησαν μόνα τους να κατρακυλούν στα μαγουλάκια της.
«Γιατί;» κατάφερε μόνο να πει και πήγε και χώθηκε στην αγκαλιά της μαμάς.
«Α! δεν αξίζει να κλαις για κάτι τέτοια μικρο-πράγματα μικρή μου!» της είπε η μαμά, κι είχε φορέσει κι ένα χαμόγελο για να την κάνει να νιώσει καλύτερα.
«Σωστά», είπε ο μπαμπάς. «Άλλωστε, μόλις γυρίσω θα τα κανονίσουμε όλα! Πρέπει να καταλάβεις πως μερικές φορές, η εργασία μας ίσως απαιτεί να αλλάξουμε τα σχέδιά μας για κάποιον λόγο. Χωρίς ίσως να μας αρέσει. Αλλά, είναι πολύ σημαντικό να είμαστε συνεπείς και στη δουλειά μας. Κι έτσι, κάνουμε κάποιες ... υποχωρήσεις». Η Αφροδίτη μπορούσε να δει εκείνες τις μικρές ρυτιδούλες γύρω από τα μάτια του μπαμπά, πράγμα που σήμαινε πως ήταν κι εκείνος το ίδιο στεναχωρημένος, έστω κι αν προσπαθούσε να μην το δείχνει.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν με το μπαμπά να λείπει ταξίδι – καλά, η Αφροδίτη τον βοήθησε να ετοιμάσει τη βαλίτσα του, φροντίζοντας να μην ξεχάσει τίποτε που ίσως να του φαινόταν χρήσιμο. Κι ήρθε η ημέρα των γενεθλίων της, με ένα κρύο πιο τσουχτερό κι ένα βοριά πιο δυνατό από όλες τις προηγούμενες μέρες. Αλλά, η Αφροδίτη είχε τουλάχιστον την μικρή χαρά να κουβαλήσει στο σχολείο γλυκά για να κεράσει όλους τους συμμαθητές της. Η μαμά είχε αγοράσει ένα σωρό ζαχαρωτά, κι είχαν φτιάξει μαζί από την προηγούμενη μέρα μικρά κεκάκια με κομματάκια σοκολάτας μέσα, που ήξεραν κι οι δυο πως όλοι οι φίλοι της τρελαίνονταν γι' αυτά. Αν δεν έλειπε ο μπαμπάς, πολύ ενθουσιασμένη θα ήταν με όλα τούτα η Αφροδίτη, κι ο παλιόκαιρος ας έκανε ότι ήθελε! Την απουσία του μπαμπά όμως δεν μπορούσαν να την αναπληρώσουν όλα τα τηλεφωνήματα του κόσμου – γιατί πάλι ήταν ο πρώτος που της ευχήθηκε "να τα εκατοστίσει" έστω και τηλεφωνικά, νωρίς το πρωί.
Γύρισε σπίτι το μεσημέρι αποφασισμένη να μην κλαίει, να μην παραπονιέται, και κυρίως να μην κάνει τη ζωή της μαμάς δύσκολη με τη μουρμούρα της – και μάλιστα, θα τραγουδούσε και θα χόρευε για να φτιάξει το κέφι και στις δυο τους. «Στο κάτω – κάτω της γραφής, δεν χάλασε δα κι ο κόσμος εάν μια φορά ο μπαμπάς λείπει από τα γενέθλιά μου», σκεφτόταν, «αφού σε λίγες μέρες θα γυρίσει».
Όπως ήταν λοιπόν αφηρημένη, το μόνο που ΔΕΝ περίμενε ποτέ, ήταν να της ανοίξει την πόρτα του σπιτιού ... ο ίδιος ο μπαμπάς! Ο μπαμπάς! Που ήταν αξύριστος μεν, αλλά με το μεγαλύτερο χαμόγελο του κόσμου! Που οι μικρές ρυτιδούλες γύρω από τα μάτια του έδειχναν πόσο κουρασμένος ήταν, αλλά η αγκαλιά του ήταν το ίδιο μεγάλη και το ίδιο ζεστή, όπως πάντα! Αν αυτό δεν είναι έκπληξη, τότε τι είναι;
Αλλού πετάχτηκε η τσάντα του σχολείου κι αλλού βρέθηκε κουβαριασμένο το μπουφάν της Αφροδίτης, που τα ξεφορτώθηκε βιαστικά για να γεμίσει φιλιά το μπαμπά. «Ήρθες, ήρθες!» Δε σταματούσε να το λέει. Χοροπηδούσε κι έτρεχε σε όλο το σπίτι. Της πιάστηκε η ανάσα από τις φωνές και τα γέλια. Και φυσικά, είχε γίνει "αυτοκόλλητη" του μπαμπά και δεν τον άφηνε στιγμή μόνο του. Ούτε καν σκέφτηκε να φάει, κι όταν κάθισε να μελετήσει ολοένα κι έβρισκε αφορμή για μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα φιλί – στον μπαμπά, ποιον άλλον; Σήμερα που ήταν τα γενέθλιά της, ο μπαμπάς της έκανε την πιο όμορφη έκπληξη: την παρουσία του κοντά της. Πώς να σταματήσει να χαίρεται λοιπόν;
Κι όταν πια η μαμά, μετά το φαγητό, ξετρύπωσε από το ψυγείο μια τούρτα κι έβαλε πάνω της επτά κεράκια, η Αφροδίτη δεν ήξερε πώς να εκφράσει τη χαρά της. Τώρα γελούσε κι έκλαιγε μαζί, το ίδιο και οι γονείς της. Κι άλλη έκπληξη; Μα, πώς γινόταν αυτό; Όταν έσβησε τα κεράκια, έκανε μια και μόνη ευχή: να ήταν πάντα έτσι οι τρεις τους.
«Πώς τα κατάφερες μπαμπά μου να έρθεις;» ρώτησε λίγο πριν την πάρει ο ύπνος, αργά το βράδυ. Μέχρι εκείνη την ώρα, δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτε. Της έφτανε που τον είδε μπροστά της.
«Δεν ήταν εύκολο, και κουράστηκα αρκετά για να τα προλάβω όλα. Μα το ήθελα τόσο πολύ!»
«Κι εγώ το ήθελα μπαμπά μου. Αλλά ούτε μια στιγμή δεν παραπονέθηκα, κι ίσα ίσα, τις μέρες που έλειπες ήμουν πολύ καλό παιδί, για να μην στεναχωρήσω τη μαμά μου».
«Σ' ευχαριστώ Αφροδίτη μου που ήσουν τόσο ώριμο παιδί. Και να ξέρεις πως, ακόμη κι αν ξανα-χρειαστεί να λείψω, ακόμη κι αν την επόμενη φορά δεν τα καταφέρω να είμαι πίσω στην ώρα μου, εγώ σε αγαπώ πολύ! Όπως όλοι οι πατεράδες του κόσμου αγαπούνε τα παιδιά τους. Αλλά έχω και κάτι άλλο να σου πω»
Ο μπαμπάς θα μπορούσε να τις έλεγε κι ένα σωρό λόγια τρυφερά, αλλά την είδε που έκλεινε τα βλέφαρά της και δεν κρατήθηκε να της πει και τούτο: «Λέω την Κυριακή, πρώτα ο Θεός, να κάνουμε ένα μικρό παρτάκι για τους φίλους και τις φίλες σου, έτσι, για να γιορτάσουμε λίγο ακόμη τα γενέθλιά σου».
«Τιιιιιιι!!!!!!!!!» Ο ύπνος της Αφροδίτης πήγε περίπατο! «Πάρτι; Κι άλλη έκπληξη; Μέσα στην ίδια μέρα; Και μάλιστα τόσο μεγάλη; Γιούπιιιιιι!»
«Ναι, ναι, κάτι μικρό φυσικά, κι όχι με πολύ κόσμο, αφού το σπίτι μας δεν είναι μεγάλο...» προσπάθησε να πει ο μπαμπάς ανάμεσα στα ξεφωνητά της, χωρίς να καταφέρνει ν' ακουστεί είναι η αλήθεια
Η Αφροδίτη είχε τέτοιον ενθουσιασμό μ' αυτή την καινούρια έκπληξη, που θα μπορούσε να ξενυχτήσει γράφοντας τις προσκλήσεις για το πάρτι. Αλλά η μαμά δεν σήκωνε αντιρρήσεις και την έβαλε με το ζόρι στο κρεβάτι. «Μα πώς περιμένεις να πάω για ύπνο όταν είμαι τόσο, μα τόσο ευτυχισμένη;» της είπε με φούρκα.
«Χαίρομαι κοριτσάκι μου που είσαι ευτυχισμένη, αλήθεια! Αλλά πρέπει να κοιμηθείς για να είσαι φρέσκια αύριο, που θα έχουμε τόσες ετοιμασίες να κάνουμε για το πάρτι σου, σωστά; Έχουμε να κάνουμε τη λίστα των καλεσμένων, τις προσκλήσεις, τη λίστα με τα ψώνια, να κανονίσουμε τα μεζεδάκια.... Αφροδίτη;» Η μαμά γέλασε. Η μικρή της κόρη επιτέλους κοιμήθηκε. Τα πλάνα για την γιορτή μπορούσαν να περιμένουν. Και οι ετοιμασίες μπορούσαν να περιμένουν. Φίλησε την κόρη της και την σκέπασε καλά.
Κι η Αφροδίτη γελούσε στον ύπνο της. Μπορεί κανείς ν' αντέξει τόσες εκπλήξεις μαζεμένες; Φυσικά και μπορεί!