Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο ζαβολιάρης χαρταετός
Ο Στράτος με τον Φώτη είχαν φτιάξει μόνοι τους τις στολές τους για τις Απόκριες –ε, για να είμαστε ειλικρινείς, με τη βοήθεια μπαμπάδων και του παππού του Στράτου.
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
Καμάρωναν πάρα πολύ για το κατόρθωμά τους αυτό, τόσο, που η αδελφή του Φώτη, παράτησε την στολή της Κάρμεν που έλεγε να φορέσει, και είχε φάει τα αυτιά της μαμάς από τα παρακάλια μέχρι να της την αγοράσει, και κάθισε να φτιάξει μόνη της μια καινούρια. «Ζηλιάρα!» της πέταξε ο Φώτης, αλλά μέχρι εκεί ήταν το πείραγμά του. Την είδε να φτιάχνει καπέλο της κακιάς μάγισσας μέσα σε δυο ώρες και την παραδέχτηκε. Τέτοια προκοπή η αδελφή του σπανίως έδειχνε! Και η σκούπα της βεράντας τους, απέκτησε ένα ύφος τελείως διαφορετικό, αφού τη στόλισε με χρωματιστές κορδέλες και ζωγραφιές, που, μετά τις Απόκριες, όποιος τύχαινε να σκουπίσει θα του φαινόταν μικρότερη η αγγαρεία!
Κι έτσι, η αδελφή-Κάρμεν του Φώτη, έγινε αδελφή-Μάγισσα. Τα παλιά, χιλιοπλυμένα, μαύρα ρούχα της μαμάς, της πήγαιναν μια χαρά. Το καπέλο της έδωσε μιαν όψη αγριωπή και σ' αυτό βοήθησε η τεράστια μαύρη ελιά που ζωγράφισε με μαρκαδόρο στη μούρη της. Μπορεί να μην είχε τη γοητεία μιας Κάρμεν πια, αλλά είχε πολύ πλάκα!
Τώρα όμως που τα παιδιά πήραν φόρα, ήθελαν να μάθουν κι όλα τα «μυστικά» του παππού του Στράτου, για να φτιάξουν ΚΑΙ χαρταετό. Γιατί αυτό τους φαινόταν πως θα ήταν το πιο μαγευτικό από όλα. Κι όταν άκουγαν τις ιστορίες του παππού από τα παλιά χρόνια, γοητεύονταν από τα όσα τους έλεγε, τις ατέλειωτες ώρες προετοιμασίας αλλά και παιχνιδιού που σήμαιναν για εκείνον και τους φίλους του οι Απόκριες, τα μασκαρέματα και το διαγωνισμό για το ποιος αετός θα πετάξει πιο ψηλά από όλους.
Ο παππούς έφτιαξε πρώτα – πρώτα μία λίστα με όλα όσα θα χρειάζονταν. Λεπτά, ξύλινα πηχάκια, που να είναι ανάλαφρα σαν καλάμια - άμα μένεις στην Αθήνα, πού να τα βρεις τα καλάμια; Μερικά μέτρα λεπτό σύρμα. Κόλλες ρυζόχαρτου σε διάφορα χρώματα. Κόλλα. Και σπάγκο. Βαμβακερό, γερό σπάγκο. Πολλά μέτρα. «Δεν θέλω τσιγγουνιές στο σπάγκο, οι ουρές πρέπει να είναι μεγάλες, αν θέλετε να πετάνε ψηλά οι αετοί σας!», τους ορμήνεψε. Τους είπε να μην πετάξουν εφημερίδες και περιοδικά στην ανακύκλωση για πολλές μέρες, και τους έβαλε να τα συγκεντρώσουν σε δυο άδειες κούτες. Ύστερα, ανέθεσε στην αδελφή του Φώτη που το κανονικό της όνομα είναι Μελίνα αλλά τώρα πια τα παιδιά την φωνάζουν αδελφή-Μάγισσα , να τα κόψει σε λωρίδες λεπτές με το ψαλίδι. Έκανε τις πρώτες λωρίδες ο παππούς και της έδειξε πώς να κόψει τις υπόλοιπες, ώστε να έχουν όλες το ίδιο μήκος.
Ο Φώτης με τον Στράτο μάζεψαν το χαρτζιλίκι τους. Ευτυχώς, ο μπαμπάς του συμμαθητή τους του Θανάση είναι μαραγκός, και το να βρεθούν πηχάκια από λεπτό ξύλο και στο μήκος που ήθελαν, τελικά ήταν πιο εύκολο από ότι πίστευαν. Κι εκείνος με τη σειρά του θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια και τους τα έφτιαχνε πολύ συγκινημένος. «Άσε που τα φτιάχνει σωστά στα σίγουρα!». Ο Φώτης ένιωσε ανακουφισμένος. Γιατί, παρά τις οδηγίες του παππού, είχε το φόβο πως στο τέλος όλο και κάποιο λάθος θα γινόταν.
Αγόρασαν και κόλλες χαρτιού γλασέ, λεπτές πολύ, σε διάφορα χρώματα, κι ο μπαμπάς του Στράτου τους έβαλε να ζωγραφίσουν, να κόψουν και να κολλήσουν πάνω τους, όλα τα σχήματα που τους άρεσαν, από την αγαπημένη τους ομάδα μέχρι και λουλούδια – αυτά για τον αετό της Μελίνας.
Τελικά, το Σάββατο το πρωί, μαζεύτηκαν όλοι να φτιάξουν τους αετούς. Ο παππούς έφτιαχνε βήμα – βήμα τον πρώτο αετό, και τα παιδιά έκαναν το καθένα τις ίδιες κινήσεις για τον δικό του. Τα πηχάκια στερεώθηκαν χιαστί και δέθηκαν γερά με σπάγκο, το λεπτό σύρμα σχημάτισε τις πλευρές του εξάγωνου, και τα χρωματιστά χαρτιά κολλήθηκαν όπως έπρεπε. Κάποια στιγμή τα παιδιά βρέθηκαν να τραβολογούν και να σφίγγουν με όλη τη δύναμη των μικρών χεριών τους το σύρμα και τον σπάγκο. «Αν ήταν άλλη φορά και το κάναμε αυτό, θα έτρεχαν οι γονείς μας να μας πούνε να είμαστε προσεκτικοί. Μα τώρα σημασία δεν δίνουν μην τύχει και κόψουμε τα δάκτυλά μας!», σκεφτόταν ο Φώτης αλλά φυσικά δεν είπε κουβέντα.
«Κοίτα, κοίτα, ο δικός μου έχει ήδη αρχίσει να μοιάζει πραγματικά με χαρταετό!», φώναξε ενθουσιασμένος ο Στράτος.
«Μη βιάζεσαι!», του είπε ο παππούς, γελώντας με τον ενθουσιασμό των παιδιών. «Δύο είναι τα πιο σημαντικά πράγματα για να πετάξει ψηλά και για πολύ ώρα ο χαρταετός: το να πάρουμε σωστά τα ζύγια και το να έχουμε πολύ μεγάλη ουρά!»
Με το που το είπε αυτό ο παππούς, τα παιδιά που μέχρι τότε τιτίβιζαν χαρούμενα, σώπασαν με μιας. «Και θα ήθελα να δω αν ξέρετε καλά τα μαθηματικά σας!». Το χαμόγελο του παππού πήγαινε από το ένα αυτί του ίσαμε το άλλο! Και τα μάτια του γελούσαν, και τα μουστάκια του γελούσαν κι έτοιμος ήταν να ξεσπάσει σε εκείνο το γέλιο το τρανταχτό, που τόσο τον χαρακτήριζε. Σα να είχε κάνει μόλις μια σκανταλιά. Αλλά αυτό με τα μαθηματικά, έκανε τα παιδιά να χάσουν τη μιλιά τους εντελώς. Ιδίως ο Στράτος, που δεν είχε καμία αδυναμία στο μάθημα αυτό.
«Και τι τα χρειαζόμαστε τα μαθηματικά παππού;» Η Μελίνα δε ντράπηκε να ρωτήσει αυτό που ήθελαν όλοι να μάθουν.
«Αααα... αυτό ...». Ο παππούς μιλούσε σα να σκεφτόταν κάποιο θέμα πολύ σοβαρά. «Να, για να δούμε: για να φτιάξετε τα ζύγια με το σπάγκο, θα πρέπει να τον δέσετε από δύο γωνίες και να ενώσετε με αυτόν που περισσεύει από το κέντρο, με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίσετε ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Τα έχετε μάθει τα ισόπλευρα τρίγωνα, σωστά;» είπε και τους κοίταξε όλους έναν – έναν στα μάτια.
«Ωχ», έκανε ο Στράτος και κοιτούσε τον απέναντι τοίχο, χωρίς να τολμάει να στρέψει το βλέμμα του στον παππού. «Εγώ μάλλον θα έπαιζα τελίτσες με τον διπλανό μου ή θα ζωγράφιζα κάτι στο περιθώριο του βιβλίου μου σε εκείνο το μάθημα. Γιατί παρ' όλο που κάτι μου θυμίζει το ισόπλευρο, το μόνο που καταφέρνω να θυμηθώ παραπέρα είναι πως άλλα τρίγωνα τα λένε ισοσκελή κι άλλα άνισα. Μα σαν τι είναι το καθένα, δεν είχα δώσει σημασία...»
«Θα πει πως πρέπει όλες οι πλευρές του να είναι ίσες!» του πέταξε η Μελίνα και βάλθηκε να υπολογίζει με το μέτρο σαν πόσος έπρεπε να είναι ο σπάγκος για να γίνει αυτό.
Αλλά ο παππούς δεν θα τους άφηνε σε χλωρό κλαρί. «Και φυσικά, το μήκος της ουράς του πρέπει να είναι τρεις φορές τουλάχιστον η περίμετρός του!» Και στρίβοντας το μουστάκι του, το ίδιο χαμογελαστός όπως και πριν, πήγε να αποτελειώσει τον καφέ του, που τον είχε αφήσει να κρυώσει. «Πείτε μου όταν θα είστε έτοιμοι παιδιά!», πέταξε και το τελευταίο του "καρφί", «για να βάλουμε και τις κορδέλες της ουράς!»
Ο Φώτης με το Στράτο κοιτάχτηκαν στην αρχή με απελπισία, μα γρήγορα ο Φώτης κατάλαβε πως η αδελφή-Μάγισσα κατάλαβε τι οδηγίες έδωσε ο παππούς και ψιθύρισε στο Στράτο: «Βλέπε τι κάνει η Μελίνα, αυτή ποτέ δεν κάνει λάθος στα μαθηματικά».
«Θα σας βοηθήσω αν με βοηθήσετε κι εσείς».
«Σε τι να σε βοηθήσουμε;»
«Να, έλεγα .... Καλά τα μαθηματικά, καλές κι οι οδηγίες του παππού, αλλά σκεφτόμουν να κάνουμε μία πρόβα αύριο, να δούμε αν πράγματι πετάει ένας από τους αετούς μας. Φαντάζεστε να πάμε την Καθαρά Δευτέρα να τους πετάξουμε και να ρεζιλευτούμε; Κι όχι τίποτε άλλο, μα έχουμε περηφανευτεί σε όλους πως οι δικοί μας αετοί θα είναι οι καλύτεροι φέτος!» Η Μελίνα τους έβαλε στο νόημα στα σβέλτα, με συνωμοτική φωνή, για να μην ακούσει ο παππούς.
«Ο παππούς μου δεν κάνει ποτέ λάθος!» Ο Στράτος τον υπερασπίστηκε. «Όταν μας είπε πώς να κάνουμε τις στολές μας, είχε δίκιο, ναι ή όχι; Τώρα γιατί να κάνει λάθος;»
«Μα, οι στολές δεν ... πετάνε!», επέμενε η Μελίνα. «Λίγο έτσι ή λίγο αλλιώς να βγούνε, ποιος νοιάζεται, μασκαράδες θα είμαστε! Αλλά με τον αετό είναι διαφορετικά.» Προσπάθησε τώρα να καλοπιάσει το Στράτο. «Στο κάτω – κάτω, αν δούμε ότι δεν τα πάει καλά ο αετός, θα έχουμε χρόνο να μιλήσουμε με τον παππού σου και να τον διορθώσουμε!»
Αυτό τώρα ήταν ένα επιχείρημα ακλόνητο. Κι ο Στράτος αναγνώριζε στη Μελίνα πως είχε κοφτερό μυαλό, κι ας ήταν και κορίτσι. Αφού δεν είχαν ξαναφτιάξει χαρταετούς μόνοι τους, δεν ήξεραν να υπολογίσουν τι θα μπορούσε να πάει στραβά. Δεν θα ήταν καλύτερα να έκαναν μια πρόβα; Κοίταξε το Φώτη που περίμενε την απάντησή του. Έριξε κι ένα βλέμμα βιαστικό προς τη μεριά του παππού, που ήταν απορροφημένος με τον καφέ και την εφημερίδα του και δεν φαινόταν να δίνει σημασία στα παιδιά.
«Εντάξει», είπε με τον γνωστό, κοφτό του τρόπο. Αύριο το μεσημέρι, μετά το φαγητό, να βρεθούμε στο πάρκο πίσω από την εκκλησία. Πάρτε μαζί σας τον μπλε αετό και καλούμπες με σπάγκο»
«Κι ο Θεός βοηθός» είπε μέσα του, κι εξακολούθησε να το λέει τακτικά, μέχρι και την άλλη μέρα.
«Ουφ! Δεν ήταν κι εύκολο να φύγουμε από το σπίτι αμέσως μόλις φάγαμε!», του είπε ο Φώτης όταν συναντήθηκαν την Κυριακή το μεσημέρι. «Βλέπεις είχε έρθει και η θεία μας η Κατίνα για φαγητό, κι ήθελε να της πούμε τα νέα του σχολείου»
«Κι ο μπαμπάς είπε πως δεν ήταν καθόλου ευγενικό να φύγουμε έτσι βιαστικοί, αλλά του είπαμε πως δεν θα λείψουμε πολύ ώρα και...»
«Και επειδή δεν ήθελε να κάνει φασαρία μπροστά στη θεία Κατίνα μας άφησε τελικά!»
Ο Φώτης και η Μελίνα μιλούσαν κι οι δύο μαζί, με αγωνία, λες και θα εμφανιζόταν από καμιά γωνία ο μπαμπάς τους να δει τα καμώματά τους.
«Άντε, αφήστε τις κουβέντες, αν θέλετε να τελειώνουμε γρήγορα τότε!» Ο Στράτος τους καταλάβαινε, γιατί με δυσκολία κατάφερε να ξεφύγει κι εκείνος. «Έλα, Μελίνα, εσύ που είσαι πιο ψηλή, πάρε τον αετό και τρέχα!»
«Καλέ τι μας λες! Να τρέξετε εσείς που είστε και αγόρια! Δεν φτάνει που έβαλα τα "μαθηματικά μου" κάτω και κατάφερα να φτιάξω και τα ζύγια και το μήκος της ουράς σωστό, θα τρέχω κιόλας από πάνω;»
«Τι σου είναι αυτά τα κορίτσια, τι σου είναι! Όταν κάνουν κάτι καλά στο λένε ένα εκατομμύριο φορές για να τις επαινέσεις, κι όταν είναι να κάνουν πραγματική δουλειά, την πασάρουν στα αγόρια!». Ο Στράτος σκέφτηκε πως ήταν ευτυχής που δεν είχε αδελφή, τουλάχιστον όχι μια αδελφή-Μάγισσα, σαν την αδελφή του Φώτη. Αλλά κατάπιε αυτά που θα ήθελε να της πει, έχοντας στο μυαλό του πως, αν δεν τα πάνε καλά με τον αετό και πρέπει να τον ξαναφτιάξουν, πάλι θα χρειάζονταν τα ... «μαθηματικά της».
Ο Φώτης σήκωσε ψηλά το μικρό μπλε αετό και ξεκίνησε να τρέχει, ενώ ο Στράτος με τη Μελίνα έτρεχαν προς την αντίθετη μεριά, τραβώντας την καλούμπα και δίνοντάς του μερικά ακόμη δυνατότερα τραβήγματα για να «πάρει μπόι», όπως θα έλεγαν κι οι μεγάλοι.
Ζβββ ... ζββ... έκανε ο χαρταετός, μόλις τον άφησε ο Φώτης, ζζζββ.... Μια – δυο φορές ακόμη. Λίγο προς τα πάνω και λίγο προς τα κάτω και φλουρπ, έδωσε μια βουτιά και ξαπλώθηκε φαρδύς – πλατύς στο χώμα.
Τα παιδιά τρέξανε στον χαρταετό. Τον κοίταζαν που ήταν πεσμένος κάτω και ψάχνανε μήπως και τρύπησε πουθενά. Ήταν τυχεροί. Δεν εντόπισαν καμία τρύπα.
«Εντάξει, πάμε πάλι!» Ο Φώτης τώρα σήκωσε όσο ψηλότερα μπορούσε τον αετό και μόλις ένιωσε το τράνταγμα του σπάγκου, τον άφησε από τα χέρια του. Τον παρατηρούσε να τραμπαλίζεται απαλά στον αέρα και μόνο που δεν φούσκωσε να μάγουλά του να φυσήξει κι αυτός για να τον βοηθήσει. Αλλά, μετά από μερικά ζζζβββ, φλουρπ , ο αετός έκανε ένα δυνατό ζμπουμ και καρφώθηκε στο χώμα – με τη μια του γωνία αυτή τη φορά.
Ο Στράτος πήγε κατά πάνω του με φόρα. Μεγάλη φόρα. Τον κοίταξε με κακία σχεδόν. «Γιατί δεν πετάς;» Του μιλούσε. «Ε; γιατί δεν πετάς;» Του φώναζε. Λίγο ακόμη και θα τον πατούσε με τα χοντρά του αθλητικά παπούτσια ίσαμε να τον λιώσει.
«Λες να φταίει η ουρά; Μήπως την κάναμε πολύ μακριά και τον βαραίνει;» Ο Φώτης προσπαθούσε να βρει το λάθος.
«Αποκλείεται! Την έφτιαξα τρεις φορές την περίμετρό του. Δείτε, αν θέλετε, την τυλίγω γύρω του τρεις φορές ακριβώς!». Η Μελίνα υπερασπιζόταν τα «μαθηματικά της» με πάθος.
«Άντε, πάμε πάλι, μου φαίνεται πως έβαλε λίγο αεράκι παραπάνω κι ίσως αυτό μας βοηθήσει». Ο Φώτης δεν ήθελε να παραδεχτεί έτσι εύκολα πως ο αετός δεν θα πετούσε. Αχ, τόσες μέρες τον ονειρευόταν, να σηκώνεται καμαρωτός και να πηγαίνει πιο ψηλά από όλους τους άλλους, ώσπου πια δεν θα τον έβλεπαν καθαρά, παρά μονάχα σαν μια μικρή κουκίδα στον ουρανό. Το να τον βλέπει τώρα μπροστά στα πόδια του σωριασμένο, του έφερνε δάκρυα στα μάτια.
«Παιδιά, μήπως κάνουμε κάτι λάθος εμείς;», είπε η Μελίνα.
«Σαν τι;» Η φωνή του Στράτου βγήκε λιγάκι βραχνή. Λίγο ακόμη και θα έβαζε τα κλάματα κι αυτός.
«Δεν ξέρω, ας σκεφτούμε. Τα υλικά μας είναι σωστά. Τα ζύγια τα έλεγξε κι ο παππούς, άρα αποκλείεται να έχουν λάθος αυτά. Για την ουρά είμαι σίγουρη εγώ. Άρα...»
«Και δεν μας μείνανε και λεφτά να αγοράσουμε αετό. Αν δεν πετάξει αυτός, τότε ίσως κανένας από όσους κάναμε να μην τα καταφέρει. Τι θα γίνει λοιπόν, θα περιμένουμε του χρόνου;» Ο θυμός του Στράτου δεν έλεγε να περάσει.
«Εγώ νομίζω», είπε ο Φώτης, «πως θα πρέπει να τον κρατήσουμε πιο ψηλά στην αρχή, και μετά να ξεκινήσουμε το τρέξιμο».
«Μπράβο μεγάλε εφευρέτη!»
«Ε, και τι χάνουμε να δοκιμάσουμε άλλη μια φορά;»
«Δεν χάνουμε. Χάσαμε ήδη. Τα λεφτουδάκια μας και τόσες ώρες δουλειάς!» Αν ο Στράτος έβλεπε τον παππού του εκείνη τη στιγμή, ικανός ήταν να του τα ψάλλει ένα χεράκι. «Αυτός ο αετός είναι ... είναι...», έψαχνε την κατάλληλη λέξη αλλά ήταν πολύ ταραγμένος για να την βρει. «Είναι ζαβολιάρης!». Κι αυτή ήταν η χειρότερη λέξη που του ήρθε στο μυαλό. «Ζαβολιάρης, ναι, αυτό είναι!» επέμενε χωρίς να ξέρει το γιατί.
«Ωραία, ας είναι ζαβολιάρης ας είναι και τζαναμπέτης. Εμείς θα τον κάνουμε να πετάξει!» Πού την βρήκε τόση επιμονή ο Φώτης;
«Και δεν έχω και το ραβδί μου μαζί να κάνω μερικά μαγικά!» είπε η Μελίνα, που πολύ θα ήθελε να μπορούσε να κάνει τον χαρταετό τους να σηκωθεί από το έδαφος με μια κίνηση.
«Δεν αφήνουμε τα μαγικά, και να ανέβεις επάνω στο πεζούλι, για να είσαι ακόμη πιο ψηλά, και να δοκιμάσουμε – έστω και για μια τελευταία φορά;»
«Τι ήθελα κι έμπλεξα με τα νιάνιαρα;» Σκεφτόταν η Μελίνα την ώρα που σκαρφάλωνε στο πεζούλι. "Τόσες μέρες ταλαιπωρία, φτιάξε αυτό έτσι, φτιάξε το άλλο αλλιώς, στύψε το μυαλό σου να βρει την περίμετρο, και να τώρα, που πρέπει να κάνω και τον Σούπερμαν για να μην βάλουν τα κλάματα τα πιτσιρίκια!". Στερέωσε τα δυο της πόδια σε διάσταση και κράτησε ψηλά τον χαρταετό. "Σιγά μην πετύχει!", είπε μέσα της πάλι, όταν τρέξανε οι άλλοι να τεντώσουν το σκοινί από την αντίθετη μεριά και να το τραβολογήσουν τρέχοντας.
Αλλά, θες γιατί ο αετός ήταν πιο ζαβολιάρης από ότι περιμένανε, θες γιατί το αεράκι αυτή τη φορά το είχαν λίγο κόντρα κι όχι πίσω τους, ο χαρταετός έκανε τα γνωστά ζβββ ... ζββ... και τα φλουρπ –φλουρπ του, πήρε μια μεγάλη βουτιά προς τα κάτω και μετά άλλη μία μικρότερη, και μετά, χρστ....χρστ.... πήρε ν' ανεβαίνει, κουνώντας την ουρά του σε χαιρετισμό!
«Τρέξτε, τραβάτε λίγο κι αφήστε την καλούμπα!», φώναξε η Μελίνα με όλη της τη δύναμη, πηδώντας από το πεζούλι και πηγαίνοντας προς το μέρος τους. «Ακούτε; Αφήστε λάργο την καλούμπααααα!». Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να τους βοηθήσει. Κι έτρεχαν κι εκείνοι. Ο Στράτος, που κοιτούσε προς τα πίσω για να βλέπει τον αετό, παρά τρίχα να σκουντουφλήσει στο παγκάκι – από πού ξεφύτρωσε αυτό; - και να σωριαστεί στη μέση της αλάνας.
Μα ο χαρταετός δεν πτοήθηκε. Μ' ένα σωρό χαρούμενα χρστ... χρστ... είχε πάρει φόρα και ταξίδευε ήδη προς τον ουρανό, αναγκάζοντας τον καημένο το Φώτη να ξετυλίγει την καλούμπα όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν τα μικρά του χέρια. Η Μελίνα, τον έφτασε και βοηθούσε, πότε μαζεύοντας και πότε αφήνοντας τον σπάγκο. Όταν βουτούσε προς τα κάτω ο χαρταετός, τον μάζευε. Κι όταν τον έβλεπε να ψηλώνει στον ουρανό, άφηνε την καλούμπα να ξετυλίγεται για να του δώσει την ευκαιρία να πάει ακόμη ψηλότερα.
«Σας το είπα ότι δεν φταίει ούτε ο αετός ούτε τα μαθηματικά μου!» Ο λαιμός της είχε μακρύνει θαρρείς για να βλέπει καλύτερα τον χαρταετό που συνέχιζε ν' ανεβαίνει όλο και ψηλότερα. «Λίγες πρόβες ήθελε!»
Ο Στράτος είχε ξαπλωθεί ανάσκελα στο πατημένο χορτάρι και δε χόρταινε να κοιτάζει τον αετό τους.
«Τι καλά που μας τα έμαθε ο παππούς σου!» του είπε ο Φώτης, κατακόκκινος από τη χαρά του κι από την τρεχάλα.
«Ξέρεις Φώτη... να, ντρέπομαι πάρα πολύ που νευρίασα προηγουμένως. Και η αδελφή σου είχε δίκιο και εσύ. Έπρεπε να προσπαθήσουμε μέχρι να τα καταφέρουμε. Και να, είδες; Τα καταφέραμε! Δεν έπρεπε να το βάλω κάτω με την πρώτη δυσκολία! Ούτε να κάνω σαν μυξιάρικο».
«Εντάξει, όλοι στεναχωρηθήκαμε».
«Να μην στεναχωριέστε για όσα πράγματα μπορούν να διορθωθούν!» Ο παππούς ερχόταν προς το μέρους τους, κουνώντας τη μαγκούρα του. Ο παππούς; Τι κάνει εδώ ο παππούς; Από πού ξεφύτρωσε; Τρία ζευγάρια μάτια τον κοιτούσαν με απορία – και με λίγη ντροπή είναι η αλήθεια.
«Λοιπόν, απ' ότι βλέπω, καλά τα πήγε η δοκιμή!» Ο παππούς συνέχισε να μιλάει, χωρίς να δείξει ότι ήταν πειραγμένος από κάτι.
Ο Στράτος σηκώθηκε και ξεσκονιζόταν βιαστικά. Μερικά πράσινα χορταράκια ήταν κολλημένα στα μαλλιά του, αλλά δεν τους έδωσε σημασία. «Ξέρεις, παππού...», ξεκίνησε να λέει μα δεν απόσωσε την κουβέντα του.
«Ξέρω, τι , δεν ξέρω; Μήπως κι εγώ δεν έκανα "δοκιμές" να δω αν θα τα πάει καλά ο χαρταετός μου; Ή μήπως νομίζεις νεαρέ μου πως ήταν όλες οι φορές επιτυχημένες;»
«Δεν ήταν;», ρώτησε ο Φώτης με τα μάτια του γουρλωμένα.
«Φυσικά και όχι! Τη μια φορά έβρεχε και το χαρτί μούσκεψε κι έπρεπε να τον κάνω εξ αρχής, την άλλη φορά ήμουν κοντά σ' ένα πεύκο και μπλέχτηκε στα κλαδιά του και καταστράφηκε – ποτέ να μην πετάτε χαρταετό κοντά σε δέντρα ή σε καλώδια του ηλεκτρικού! Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος! Να μου το υποσχεθείτε αυτό!»
«Εντάξει παππού!», είπαν κι οι τρεις, κοιτάζοντας πάλι τον χαρταετό τους. Η μακριά του ουρά θαρρείς και χόρευε. Σε λίγες στιγμές, είχε πάει τόσο ψηλά, που είχε γίνει η κουκίδα που ονειρευόταν τόσες μέρες ο Φώτης. Η χαρά τους δεν περιγράφεται! Ούτε η περηφάνια για το κατόρθωμά τους. Μα ούτε και του παππού. Γιατί, ο παππούς έσπειρε στα μικρά παιδιά τον σπόρο της δημιουργίας, τον πότισε με το νερό της φαντασίας και τον καλλιέργησε με μερικές νότες νοσταλγίας. Τούτος ο σπόρος θα γινόταν δέντρο καρπερό, γεμάτο με τους καρπούς της ομαδικής δουλειάς από τη μια και την παράδοσης από την άλλη.
«Τελικά, ούτε η ευτυχία που νιώθουμε τώρα κι οι τέσσεροί μας περιγράφεται εύκολα», σκέφτηκε ο παππούς. Κι ο χαρταετός κούνησε πάλι την ουρά του από ψηλά, δείχνοντάς του πως συμφωνεί.