Το παραμύθι της εβδομάδας: Πασχαλινά αυγά … ομελέτα!

«Αυτή η μαμά .... Αχ αυτή η μαμά! Κάθε χρόνο τα ίδια. Κάθε Πάσχα πάλι τα ίδια», σκεφτόταν η Αργυρώ καθώς βοηθούσε τη μαμά της. «Σε όλα τα σπίτια η Μεγάλη Εβδομάδα κρατάει επτά μέρες, στο δικό μας κρατάει ..... σαράντα!».

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

Σε αυτό έχει ένα δίκιο η Αργυρώ. Γιατί, με το που περάσει και η Καθαρή Δευτέρα, η μαμά της βάζει μπρος για τις ετοιμασίες του Πάσχα. Που δεν είναι καθόλου λίγες. Είναι τόσες πολλές που ακόμη κι η μαμά της η ίδια μπερδεύεται. Φτιάχνει λοιπόν μια λίστα με όσα πρέπει να γίνουν και την κρεμάει με ένα μαγνητάκι στην πόρτα του ψυγείου. Σαν τους λογαριασμούς ένα πράγμα. Και κάθε φορά που κάτι ολοκληρώνεται και πάει, τέλειωσε, η μαμά το διαγράφει από τη λίστα.
Έτσι, χαλιά τινάζονται, κουρτίνες πλένονται και καμαρώνουν μετά καθαρές, τζάμια καθαρίζονται και ξανα-καθαρίζονται, η σκάλα τρώει πολλαπλά χέρια σφουγγαρίσματος, οι συνταγές για τα κουλούρια και τα τσουρέκια βγαίνουν από το συρτάρι, υλικά αγοράζονται. Κοντά σε αυτά, έρχονται και τα ψώνια για τα δώρα των βαφτιστηριών. Λαμπάδες, παπούτσια, παιχνίδια, σοκολατένια αυγά. Αλλά δεν είναι απλό. Πηγαινο-έρχονται ατελείωτες ώρες στα καταστήματα, μέχρι η μαμά να αποφασίσει ποια είναι η ωραιότερη λαμπάδα, ποιο το καλύτερο παιχνίδι και ποια η πιο συμφέρουσα τιμή. Τη συμφέρουσα τιμή η Αργυρώ δεν την καταλάβαινε όσο κι αν της την εξηγούσε η μαμά της, αφού στο τέλος δεν έπαιρνε πάντα το φθηνότερο πράγμα αλλά αυτό που πραγματικά της άρεσε.


Σε όλες τις εξορμήσεις της, η μαμά παίρνει μαζί της την Αργυρώ, "για να μαθαίνει". Αλλά και γιατί περνούν πραγματικά καλά οι δυο τους, διαλέγοντας δώρα για τους ανθρώπους που αγαπούν. Μετά, είναι και οι δύο κουρασμένες.
Ο μπαμπάς πάλι, περιορίζεται να επιδοκιμάζει τις επιλογές τους και να τους δίνει συγχαρητήρια ... από τον καναπέ! Λέει πως δεν θέλει να μπερδεύεται στα πόδια τους, αλλά η Αργυρώ είναι σίγουρη πως κι εκείνος απολαμβάνει τις στιγμές που εκείνες λείπουν κι έχει λίγη ησυχία στο σπίτι.
Οι τελευταίες μέρες είναι πάντα πιο έντονες. Τα περισσότερα πράγματα πρέπει να γίνουν τελευταία στιγμή. Και οι "γυναίκες" του σπιτιού τρέχουν. Η Αργυρώ έχει μεγάλο καμάρι που συγκαταλέγεται στις "γυναίκες" του σπιτιού. Μαμά, γιαγιά, θεία Νίκη. Γιατί μέχρι πέρσι ήταν μέλος των "παιδιών". Αργυρώ, Κωνσταντίνος, Μαρία. Ο Κωνσταντίνος ήταν ακόμη μωρό και η Μαρία δεν είχε κλείσει ούτε τα πέντε.
«Φέτος τα κουλουράκια είναι αρμοδιότητα της Αργυρώς!» είπε η μαμά με καμάρι ένα απόγευμα και η Αργυρώ ήρθε τρέχοντας από το δωμάτιό της.
«Τα κουλουράκια; Αρμοδιότητά μου; Δηλαδή, εγώ θα τα κάνω; Πώς θα τα κάνω; Πού είναι η συνταγή; Θα με βοηθήσει κανείς;» Χοροπηδούσε από τη χαρά της και ρωτούσε ό,τι της ερχόταν στο μυαλό.
«Όλες θα σε βοηθήσουμε! Θα σου δώσω τη συνταγή, θα πάρεις τα υλικά, θα ρωτήσεις όποια απορία έχεις. Μην ανησυχείς, είμαι σίγουρη ότι θα τα κάνεις καλά, το έχεις δει τόσες φορές από εμένα και τη γιαγιά σου και πάντα μας βοηθούσες! Τα περισσότερα τα ξέρεις....» Η μαμά προσπαθούσε να απαντήσει αλλά δεν την προλάβαινε.


Και, παρά τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της, η Αργυρώ έφαγε όλη την Κυριακή στην κουζίνα κι έκανε τα πιο απίθανα κουλούρια! Η επιτυχία της ήταν τεράστια. Το ίδιο και ο ενθουσιασμός της. Δεχόταν τα συγχαρητήρια της οικογένειας με το καλύτερό της χαμόγελο. Αλλ' αυτό που πραγματικά μετρούσε ήταν πως τα πιτσιρίκια στην κυριολεξία τίμησαν και με το παραπάνω τα κουλουράκια της. Αν δεν ήταν η μαμά να πει "φτάνει", δεν θα έμενε ούτε ψίχουλο για το Πάσχα!
Και αυτή ακριβώς η επιτυχία, έκανε την Αργυρώ να σκεφτεί πως θα έπρεπε να βάψει και τα αυγά. Στο κάτω – κάτω, αν πράγματι είχε "χρυσά χεράκια" όπως της είχαν πει, τα αυγά τους θα γίνονταν κι αυτά υπέροχα! Οπότε και το ξεφούρνισε στη μαμά : «φέτος θα βάψω και τα αυγά!». Αλλά εκεί, έπεσε πάνω σε έναν τοίχο από αρνήσεις του τύπου "δεν το έχεις ξανακάνει" και "είναι πολλά τα αυγά" και "του χρόνου που θα έχεις μεγαλώσει".
Μεγάλο παράπονο την πήρε την Αργυρώ. Μεγάλο! Δηλαδή, τι έγινε; Για τα κουλούρια ήταν ικανή και για τα αυγά δεν είναι; Ξανα-μίκρυνε και θα πάει στην ομάδα των "παιδιών"; Αφού τα πήγε μια χαρά με τα κουλούρια! Τι το ιδιαίτερο έχουν τα πασχαλινά αυγά και δεν μπορεί να το κάνει;


Τζίφος. Η μαμά δεν υποχωρούσε ούτε στα παρακάλια ούτε στα επιχειρήματά της. Της είπε πολύ απλά ότι αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα έθιμα της Πασχαλιάς και πως συμβόλιζε πάρα πολύ σημαντικά πράγματα, οπότε ήθελε να είναι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά.
Φούσκωσε η Αργυρώ, αλλά από παράπονο και λίγο θυμό αυτή τη φορά. "Θα τους δείξω εγώ!" σκέφτηκε. "Θα βρω τρόπο να τα βάψω εγώ τα αυγά. Θα γίνουν τα ωραιότερα του κόσμου! Και σιγά μην τα βάψω κόκκινα. Κάθε χρόνο το ίδιο και το ίδιο χρώμα. Εγώ αυτά τα αυγά θα τα κάνω χρωματιστά. Με πολύ ροζ. Εντάξει, και μερικές πινελιές μωβ, πράσινο και θαλασσί. Θα είναι τα πρώτα αυγά που θα είναι τόσο χρωματιστά και τόσο όμορφα που δεν θα ξέρει κανείς ποιο να διαλέξει!" Κι αφού τακτοποίησε τις σκέψεις αυτές στο μυαλό της ηρέμησε κάπως. Για καλό και για κακό, έλεγξε και πάλι τις νερομπογιές και τα πινέλα της. Και το γκλίτερ. Τελευταία στιγμή της ήρθε αυτή η ιδέα και την βρήκε καταπληκτική. Μερικές σταγόνες γκλίτερ θα έκαναν τα δικά της αυγά ΜΟΝΑΔΙΚΑ!
Και έτσι τώρα, το μόνο που είχε να περιμένει ήταν να φέρει η μαμά στο σπίτι τις καρτέλες με τα αυγά για βάψιμο. Ήξερε πως αυτό θα γινόταν την Μεγάλη Εβδομάδα, κι είχε μέρες ακόμη μπροστά της, αλλά η ανυπομονησία της σχεδόν δεν κρυβόταν. Όταν λοιπόν γύρισε από το σχολείο και είδε στο ψυγείο 3 καρτέλες με αυγά, καταχάρηκε. Επιτέλους, είχε φθάσει η ώρα.


«Μου τα έφερε μία συνάδελφος από το χωριό της, είναι φρεσκότατα!» είπε η μαμά αργότερα. Είδε που η Αργυρώ δεν έκανε κανένα σχόλιο και φαντάστηκε πως θα ήταν πικραμένη επειδή δεν θα της επέτρεπε να τα βάψει μόνη της. Σταμάτησε την συζήτηση. Η μαμά ήταν της άποψης πως τα μικρά παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν λίγο – λίγο και όχι απότομα. Φέτος η Αργυρώ είχε μεγαλώσει. Τόσο όσο για να φτιάξει κουλουράκια. Άλλη χρονιά θα μεγάλωνε περισσότερο.
Εκείνη τη μέρα η Αργυρώ κρατήθηκε με το ζόρι για να μην ξεκινήσει το βάψιμο. Το σχέδιό της, για να πετύχει, είχε μία απαραίτητη προϋπόθεση: να λείπει η μαμά από το σπίτι και να λείπουν ει δυνατόν και τα μικρά. Ο μπαμπάς, έτσι κι αλλιώς, θα ήταν με κάτι απασχολημένος, και δεν θα έπαιρνε είδηση τις ζαβολιές της. Νέος έλεγχος στα πινέλα. Και στα χρώματα.
Η επόμενη μέρα της φύλαγε μία έκπληξη: η μαμά θα πήγαινε τον Κωνσταντίνο και την Μαρία στον παιδίατρο, για τα προγραμματισμένα τους εμβόλια. Τραλαλά! Η Αργυρώ μόνο που δεν χοροπήδαγε! Κοίταξε δυο και τρεις φορές από την πόρτα για να δει αν πράγματι έχουν φύγει τελικά, μην τύχει και μείνει κανένας πίσω. Κι όπως ο μπαμπάς βυθίστηκε στον υπολογιστή του – γιατί βιάστηκε να τον ενημερώσει ότι είχε κάνει όλα τα μαθήματά της και δεν χρειαζόταν την βοήθειά του αφού απλώς θα περνούσε την ώρα της ζωγραφίζοντας, πράγμα που δεν ήταν και ψέμα -, έβγαλε φτερά στα πόδια της και ρίχτηκε με τα μούτρα στο βάψιμο των αυγών!

Έβαλε τις καρτέλες με τα αυγά και τις έβαλε στο μεγάλο τραπέζι. Δίπλα ακριβώς έβαλε τα πινέλα και τις μπογιές της. Το γκλίτερ θα έμπαινε τελευταίο. Έπαιρνε με προσοχή ένα – ένα τα αυγά και τα κρατούσε με το αριστερό χέρι απαλά, ενώ με το δεξί τους έφτιαχνε στα γρήγορα ρίγες, βούλες, αστεράκια, μικρά λουλούδια. Το πρώτο της αυγό το έβαψε ολόκληρο ροζ και απλά έβαλε λοξές ρίγες με μωβ γκλίτερ. Στα επόμενα, έκανε ότι σχέδιο της κατέβαινε στο μυαλό. Χαμογελαστές φατσούλες με ανακατεμένα μαλλιά, καρώ, πουά, τετραγωνάκια, βαρκούλες. Κάθε ένα που τελείωνε, το κρατούσε για λίγο στα χέρια της και το καμάρωνε. Μετά το ξανάβαζε προσεκτικά στην καρτέλα.
«Ουφ, τελικά είναι πράγματι πολλά τα αυγά!» σκέφτηκε κάποια στιγμή. «Πρέπει να βιαστώ περισσότερο». Δεν ήθελε να την τσακώσει η μαμά. Θα της χαλούσε την έκπληξη.....
Στο τέλος, οι καρτέλες με τα αυγά ξαναμπήκαν προσεκτικά στο ψυγείο και όλα τα ίχνη της ζαβολιάς της εξαφανίστηκαν. Τα πινέλα πλύθηκαν, οι νερομπογιές μπήκαν στην θέση τους και το γκλίτερ, έχοντας εκπληρώσει κι αυτό τα καθήκοντά του και χωρίς να έχει μείνει ούτε μια σταγόνα στο σωληνάριο, πετάχτηκε στα σκουπίδια.
Η μαμά και τα πιτσιρίκια γύρισαν την ώρα που έπλενε τα χέρια της – για τέταρτη φορά. Αυτό το σκούρο μπλε δεν έλεγε να βγει με τίποτε. Η Αργυρώ περίμενε να δει τι θα γινόταν όταν η μαμά θα ανακάλυπτε «τα πιο υπέροχα πασχαλινά αυγά του κόσμου», όπως τα είχε χαρακτηρίσει.
Η ώρα αυτή, δεν άργησε καθόλου. «Να σας φτιάξω μια ομελέτα για το βράδυ; Δεν έχω προλάβει να μαγειρέψω τίποτε της προκοπής σήμερα με τόσα τρεχάματα!» Αυτό όμως δεν ήταν ακριβώς όπως το φανταζόταν η Αργυρώ. Εκείνη πίστευε πως θα ερχόταν το βράδυ της Ανάστασης και τότε η μαμά θα ανακάλυπτε τα όμορφα αυγά που θα στόλιζαν το κέντρο του τραπεζιού! Και η συνέχεια ήταν ακόμη χειρότερη....

«Μα, τι στο καλό...» είπε η μαμά. Βαστούσε τρία αυγά στο χέρι της και τα κοιτούσε λες και έρχονταν από άλλον πλανήτη. Το αμέσως επόμενο πράγμα που έκανε ήταν να ψάξει τη μεγάλη κόρη της.
«Αργυρώ! Αργυρώωωωω!»
«Νννναι;;;;» καθόλου έτσι δεν το είχε φανταστεί η Αργυρώ. Η μαμά ακουγόταν νευριασμένη.
«Τι έκανες όση ώρα λείπαμε;»
«Ζωγράφιζα...»
«Και πού βρήκες να ζωγραφίσεις, για να έχουμε καλό ρώτημα; Στα αυγά που θα βάψουμε για την Ανάσταση;»
Τώρα τι να πει η Αργυρώ; Δεν ήξερε να λέει ψέματα. Όμως, τι είχε πάει στραβά; Δεν έπρεπε η μαμά, που εκείνη περισσότερο από όλους παίνευε τη ζωγραφική της, να είναι ... ενθουσιασμένη; Η Αργυρώ είχε βάλει τα δυνατά της κι ήξερε πως άλλα, ωραιότερα αυγά, κανείς δεν θα είχε κάνει στον κόσμο όλο!
«Σωτήρη! Μα καλά, δεν είδες τι έχει κάνει η κόρη μας;»
Ο μπαμπάς ερχόταν τρεχάτος να δει τι φοβερό είχε κάνει η Αργυρώ κι η μαμά κουνούσε τα αυγά μπροστά στα μάτια του. Πήρε ένα στα χέρια του και το κοίταξε καλά-καλά. Είχε δυο μεγάλα μάτια με γυριστές βλεφαρίδες, κόκκινα χείλια κι ένα τεράστιο μαύρο μουστάκι. Μόνο για αυγό δεν έμοιαζε.
«Εσύ το έκανες έτσι;» πρόλαβε μόνο να ρωτήσει την Αργυρώ, και μόλις είχε τη θυμωμένη ματιά της γυναίκας του και το ένοχο ύφος της μικρής, έβαλε κάτι γέλια, μα κάτι γέλια !
«Αχαχαχα! Γι' αυτό ήσουν τόση ώρα ήσυχη μικρή μου;» Η Αργυρώ σιχαινόταν να την λένε μικρή, αλλά δεν ήταν τώρα η ώρα να μαλώσει με το μπαμπά γι' αυτό το πράγμα. Της έφτανε που την κορόιδευε. «Καλά, είναι τέλειος αυτός ο κύριος!» Ο μπαμπάς συνέχισε να γελάει και να δείχνει το αυγό. Και πήρε κι άλλο ένα από το χέρι της μαμάς. Αυτό είχε πάνω του ρίγες από όλα τα χρώματα της παλέτας της Αργυρώς. «Κι αυτό εδώ μοιάζει με την κουρελού της γιαγιάς στο χωριό ή κάνω λάθος;» Και ο μπαμπάς συνέχιζε να γελά, ώσπου στο τέλος έβγαλε τα γυαλιά του για να σκουπίσει τα μάτια του που τρέχανε δάκρυα από τα γέλια.

«Μα, καλά, τι κάνατε όσο έλειπα;». Η μαμά είχε μείνει με την απορία
«Ζωγράφιζα τα αυγά καλέ μαμά!» Η Αργυρώ δεν άντεξε άλλο την κατάσταση. Αυτή περίμενε επαίνους και "μπράβο" και αντί αυτών λάμβανε πειράγματα και επιπλήξεις.
«Πώς σου ήρθε αυτό, μου λες;»
«Μα, βαρέθηκα πια τα κόκκινα! Κάθε χρόνο τα ίδια! Η λίστα με τα ψώνια, το πήγαινε-έλα στα μαγαζιά, οι επισκέψεις στα βαφτιστήρια, οι λαμπάδες και στο τέλος τα κόκκινα αυγά. Ε, είπα φέτος πως ήθελα τα αυγά να έχουν ...... να έχουν κάτι διαφορετικό! Κακό είναι;»
«Κακό δεν είναι. Αλήθεια, δεν είναι». Η μαμά της χαμογελούσε – λίγο αλλά πάντως χαμογελούσε. «Μα, δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα παιδί μου!» της είπε αμέσως μετά.
«Πώς να γίνουνε δηλαδή; Εσύ ούτε που ήθελες ν' ακούσεις για χρωματιστά αυγά!» της πέταξε η Αργυρώ.
«Μπορούσες όμως να το πεις σε εμένα», είπε ο μπαμπάς.
«Ήθελα να σας κάνω έκπληξη!» Η Αργυρώ λίγο έλειπε να βάλει τα κλάματα. Ο Κωνσταντίνος σημασία δεν έδινε, μασουλούσε μακάρια την πιπίλα του λες κι ήταν το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο και η Μαρία είχε πάει στο παιδικό δωμάτιο ν' ακούσει το αγαπημένο της σι-ντι. Κανείς δεν ήταν να την βοηθήσει λοιπόν!
«Ας τα πάρουμε από την αρχή..» Ο μπαμπάς έβγαζε τις καρτέλες από το ψυγείο και κοιτούσε τα αυγά. «Είναι πολύ όμορφα, αλήθεια!» της είπε.

Η μαμά κρατούσε το ροζ αυγό, αυτό με τις μωβ ρίγες. Το πρώτο της. «Είναι πολύ ... διαφορετικό...». Μετά κοίταξε εκείνο με το καραβάκι και τη θάλασσα. «Είναι όλα όμορφα!»
«Το θέμα είναι μικρή μου» άρχισε ο μπαμπάς και έκανε πως δεν είδε το στραβομουτσούνιασμά της στη λέξη αυτή, «πως τα αυγά του Πάσχα, για να μπορέσουμε να τα τσουγκρίσουμε, θα πρέπει πρώτα να τα έχουμε βράσει! Διαφορετικά... θα γίνουν.... Ομελέτα!»
«Τιιιι;;;;» Ήταν η σειρά της Αργυρώς να βάλει τις φωνές. «Βρασμένα; Αλλιώς γίνονται ομελέτα;»
«Εμ, γιατί νόμιζες ότι σου είπα πως δεν είναι για σένα αυτή η δουλειά φέτος;» Η μαμά γελούσε σχεδόν τόσο όσο κι ο μπαμπάς με το ύφος της. «Τη μια μέρα τα βράζουμε και την άλλη τα βάφουμε! Ξέχασες πώς τα κάναμε πέρσι; Θα τα βράσω σιγά σε σιγανή φωτιά να μη σπάσουνε, μετά θα τα αφήσω να κρυώσουν και το επόμενο απόγευμα, της Μεγάλης Πέμπτης, θα τα βουτήξω στη βαφή να κοκκινίσουν»
Η Αργυρώ ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί αυτό; Τόσα χρόνια παρακολουθούσε τη μαμά κάθε Μεγάλη Εβδομάδα και ποτέ δεν είχε καταλάβει ακριβώς την διαδικασία! Το μόνο που την ένοιαζε ήταν το τσούγκρισμα των αυγών το βράδυ της Ανάστασης, το πόσο ωραία θα ήταν η λαμπάδα της. Όλα τα άλλα ... απλώς δεν τους έδινε σημασία. Τι κι αν έλεγε η μαμά πως το κόκκινο χρώμα στα αυγά συμβόλιζε το αίμα του Χριστούλη πάνω στο Σταυρό, και πως αυτός ακριβώς ο συμβολισμός τα έκανε μέρος της Πασχαλινής μας παράδοσης; Τι κι αν η γιαγιά διηγιόταν – κάθε χρονιά ίδια κι απαράλλαχτη – την ιστορία με την παιδούλα που κουβαλούσε τα αυγά στην ποδιά της κι είδε τον Ιησού την επόμενη μέρα της Ανάστασής Του κι εκείνος τα έκαμε όλα κόκκινα για να της δείξει άλλο ένα θαύμα; Τίποτε από όλα αυτά δεν την είχε αγγίξει όπως έπρεπε.

Να, που είχαν πάει τα πράγματα στραβά. Εντελώς στραβά. Ακόμη και τώρα που της είπαν ότι πράγματι έκανε όμορφα τα αυγά, δεν θα μπορούσε να το χαρεί. Γιατί δεν θα μπορούσε κανείς να τα τσουγκρίσει! Τι μπέρδεμα είναι αυτό!
«Μεγάλο μπέρδεμα» είπε η μαμά λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις της.
«Καθόλου μπέρδεμα» είπε ο μπαμπάς και βιάστηκε να εξηγήσει: «Μπορούμε πάντα να βάψουμε κόκκινα κάποια άλλα αυγά! Που θα τα πάρουμε από το σούπερ μάρκετ. Και φυσικά, θα τα έχουμε βράσει πρώτα! Δεν έγινε δα και τίποτε που .... Θα καταλήξουμε να κάνουμε ομελέτες με ... "έργα τέχνης"!» Τώρα γελούσε περισσότερο κι η μαμά, απελπισμένη σχεδόν που κοντά τριάντα αυγά θα έπρεπε να μαγειρευτούν με κάποιον τρόπο, είχε σηκώσει το ένα της φρύδι.
«Τι θα κάνουμε δηλαδή;» η Αργυρώ ένιωθε τα δάκρυα πάνω στα μάγουλά της.
«Μα φυσικά θα τα χρησιμοποιήσουμε κάπως αλλιώς! Να, για αρχή, θα μπορούσαμε να σπάσουμε μερικά και να φτιάξουμε εκείνη την ομελέτα που λέγαμε. Πεινάω πολύ!»
«Μα είναι τόσο όμορφα, και τώρα θα τα κάνουμε ομελέτα;» Κι άλλα κλάματα.
«Έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν μπορούσαμε να τα τσουγκρίσουμε, δεν θα τα σπάγαμε στην Ανάσταση;»
«Ναι, στην Ανάσταση, όχι πριν από αυτή!» Νέα κλάματα και μύξες.
«Ε, και τι έγινε; Εσύ μια φορά τα ζωγράφισες ωραιότατα. Ποιος σε εμποδίζει να ζωγραφίσεις κι άλλα, βρασμένα αυτή τη φορά για τα έχουμε για το "Χριστός Ανέστη";» Ο μπαμπάς της έδωσε ένα χαρτομάντηλο.
«Δηλαδή, μπορώ να κάνω τα Πασχαλινά αυγά, τα ΣΩΣΤΑ αυγά, ότι χρώμα θέλω;» τον κοιτούσε με απορία και μια μικρή ελπίδα μαζί.
«Νομίζω ότι μπορείς!» είπε η μαμά που τόση ώρα τους κοιτούσε σκεφτική. «Υπάρχουν ειδικά χρώματα και, αφού τα βάψουμε κόκκινα, σύμφωνα με το έθιμο – κι εδώ δεν σηκώνω κουβέντα! - , θα μπορούσες μετά να τα χρησιμοποιήσεις για να τα στολίσεις περισσότερο».
«Αλήθεια;»

«Αλήθεια.... Κι ίσως να βάζαμε και μερικά αυτοκόλλητα. Ξέρεις τώρα, λαγουδάκια, πασχαλίτσες, κεράκια, τέτοια...»
«Τι θα γίνει κορίτσια; Θα τη φτιάξετε εκείνη την ομελέτα που λέγαμε; Να, ορίστε, πάρτε τα τον κύριο μουστακαλή που κρατάω τόση ώρα και ξεκινήστε δουλειά. Βάλτε κι ένα με ρίγες, μπας και νοστιμίσει η ομελέτα μας. Κι εσύ μικρή – και τώρα η Αργυρώ δεν αγρίεψε με το "μικρή" – σκούπισε τα μάτια σου κι άντε να βοηθήσεις τη μαμά σου. Χωρίς ζημιές αυτή τη φορά παρακαλώ!»
«Τελικά, θα έπρεπε να τους έχω πει τα σχέδιά μου. Τόσος κόπος πήγε χαμένος, αλλά ευτυχώς δεν έγινε και καμία μεγάλη καταστροφή. Σκέψου να τσουγκρίζαμε τα αυγά μου την Ανάσταση! Θα πιτσιλούσαν παντού και θα γινόταν χαμός! Ευτυχώς που η μαμά δεν είχε προλάβει να μαγειρέψει σήμερα...», σκέφτηκε η Αργυρώ.

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved