To παραμύθι της εβδομάδας: Θέλουμε κούνιες!
«Υπέροχο πράγμα η άνοιξη, υπέροχο! Η μέρα έχει μεγαλώσει πολύ, κι αυτό σημαίνει πως προλαβαίνουμε να τελειώσουμε το διάβασμα και να πάμε και βόλτα μετά, πριν το βραδινό. Δεν χρειάζεται να φοράμε το ένα ρούχο πάνω στο άλλο για να ζεσταθούμε – αν και η δική μου μαμά επιμένει να μου φορτώνει ένα μπουφάν για να μην "κρυολογήσω", που φυσικά καταλήγει στον πάτο της τσάντας μου. Άλλο πράγμα είναι να περπατάς σκυφτός κόντρα στο βοριά κι άλλο να πατάς στις μύτες για να μυρίσεις τις ανθισμένες νεραντζιές!»
Aπό την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Αυτά έλεγε η Μαρούλα στην Γιώτα, καθώς γύριζαν μαζί στο σπίτι. Και μόνο η προσδοκία μίας μικρής βόλτας μετά από μια δύσκολη μέρα στο σχολείο και μπόλικο διάβασμα μετά, της έφτιαχνε τη διάθεση.
«Εγώ όμως τις περισσότερες φορές φτερνίζομαι, άσε που μπορεί να με πιάσει και φαγούρα κιόλας. Μετά, συνήθως πετάω κοκκινίλες και μπουκώνει η μύτη μου. Α πα πα! Η άνοιξη μακάρι να έρχεται αλλά να φεύγει και γρήγορα για να γλιτώνω από τις αλλεργίες μου!», διαφώνησε η Γιώτα.
«Τι λες καλέ, μακάρι όλο το χρόνο άνοιξη να είχαμε!» της είπε η Μαρούλα, αν και πολύ στεναχωριόταν να βλέπει την φίλη της να υποφέρει. «Ή, ακόμη καλύτερα, άνοιξη τον μισό χρόνο και τον άλλο μισό καλοκαίρι!»
«Και καθόλου Χριστούγεννα;». Η Γιώτα δεν ήθελε ούτε καν να σκέπτεται τέτοιο ενδεχόμενο.
«Ωωωω... αυτό δεν το είχα σκεφτεί ....» Η Μαρούλα έξυσε το κεφάλι της. «Λοιπόν, Χριστούγεννα και Πάσχα ανοιξιάτικα. Τα υπόλοιπα καλοκαιρινά. Και σχολείο μηδέν. Πώς σου φαίνεται η ιδέα μου; Δεν είναι πρωτοποριακή;»
Αντί για απάντηση, ένα μεγάλο "αααψού..." ήρθε από τη Γιώτα. Κι επειδή η Μαρούλα δεν ήθελε να την βλέπει να υποφέρει, της είπε στα γρήγορα: «πάμε στην πλατεία το απόγευμα για βόλτα;»
«Πάμε» είπε κι η άλλη σχεδόν βαριεστημένα. Γιατί να μην πάνε; Μήπως μένοντας στο σπίτι δεν θα φτερνιζόταν; Ας πήγαινε τουλάχιστον μια βόλτα...
Αλλά το απόγευμα, φτάνοντας στη μικρή τους πλατεία, τις περίμενε μια – δυσάρεστη γι' αυτές – έκπληξη. Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος κι ο χώρος με πολλά φώτα και κίνηση. Οι μεγάλοι πολλοί, τα παιδιά λιγοστά. Οι καημένες, κοίταζαν η μια την άλλη με απορία. Και μια μικρή απογοήτευση. Περίμεναν ότι θα έκαναν καμιά βόλτα, θα αγόραζαν κανένα παγωτό, και θα το απολάμβαναν μαζί με κουβεντούλα για "τα δικά τους". Τι φορούσε σήμερα η τάδε συμμαθήτριά τους, πόσο όμορφο ήταν το κοκαλάκι της δείνα φιλενάδας, ποιο έργο θα δούμε στο σινεμά το Σαββατοκύριακο, πότε θα πάμε στο πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής να κάνουμε ποδήλατο. Τέτοια ήταν τα ... "δικά τους". Με τόση φασαρία που γινόταν όμως, κι όλον αυτόν τον κόσμο να πηγαινοέρχεται και να συζητάει, αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο.
«Γιατί είναι μαζεμένοι όλοι αυτοί μαμά;», ρώτησε η Μαρούλα τη μαμά της που τις συνόδευε.
«Θα έχουμε εκλογές σε λίγες μέρες και οι υποψήφιοι συνηθίζουν να κάνουν ομιλίες, ενημερώνοντας τον κόσμο για το έργο που ονειρεύονται ότι θα κάνουν εάν εκλεγούν».
Τι λέει τώρα η μαμά; Κινέζικα μιλάει; Τα δύο παιδιά έμειναν με ανοικτό στόμα τόσο πολύ, που κι η ίδια η μαμά της Μαρούλας κατάλαβε πως ... δεν την κατάλαβαν!
«Εεεε... μάλλον πρέπει να σας εξηγήσω μερικά πράγματα, σωστά; Τι λέτε, δεν παίρνουμε λίγο ποπ-κορν και να καθίσουμε σε εκείνο το παγκάκι που είναι πιο μακριά από την φασαρία, να τα πούμε λιγάκι;»
Αυτό τώρα δεν ήταν ακριβώς όπως το φαντάζονταν η Μαρούλα και η Γιώτα, αλλά πάντως, ήταν πολύ καλύτερο από το να γυρίσουν σπίτια τους αμέσως. Οπότε κάθισαν μετά από λίγο ν' ακούσουν τη μαμά της Μαρούλας.
«Όλοι όσοι είναι πολίτες του κράτους μας, έχουν την ευκαιρία, σε τακτικά χρονικά διαστήματα, να διαλέξουν τους ανθρώπους που νιώθουν ότι έχουν την ικανότητα και την θέληση να φροντίσουν την ποιότητα της ζωής στον Δήμο, την περιοχή δηλαδή που ζούμε». Σε όσα έλεγε η κυρία Έφη, σταματούσε για λίγο, ώστε να καταλάβουν τι τους λέει.
«Αυτό μαμά, το λένε ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ! Το μάθαμε στο σχολείο!» Η Μαρούλα ήταν περήφανη που κάτι είχε μείνει στο μυαλό της από το μάθημα της «πολιτικής αγωγής», που τις περισσότερες φορές της φαινόταν λιγάκι βαρετό.
«Πολύ σωστά! Δημοκρατία. Αυτό δεν είναι μια σκέτη λέξη, παιδιά. Είναι η έννοια ακριβώς που μας δίνει τη δυνατότητα να επιλέγουμε αυτό που θεωρούμε πιο σωστό, σύμφωνα με την δική μας, προσωπική άποψη. Για να την αποκτήσουμε την άποψη αυτή, ενημερωνόμαστε για το τι θέλει να κάνει ο κάθε υποψήφιος για να βελτιώσει τις συνθήκες της καθημερινής μας ζωής. Διαβάζουμε έντυπα, παρακολουθούμε το διαδίκτυο και την τηλεόραση και παρευρισκόμαστε στις ανοικτές συζητήσεις – σαν αυτή που θα γίνει εδώ σε λίγη ώρα».
«Κι έτσι, μπορούμε να δούμε ποιος έχει το καλύτερο όραμα και αυτόν να ψηφίσουμε!», συμπλήρωσε η Γιώτα.
«Ναι. Ακούμε, μελετάμε, οραματιζόμαστε και αποφασίζουμε. Την απόφασή μας αυτή την δηλώνουμε με την ψήφο μας».
«Κι εγώ που νόμιζα πως οι εκλογές έχουν να κάνουν μόνο με το ότι δεν θα έχουμε σχολείο δύο μέρες!» Η Μαρούλα ντρεπόταν για τον εαυτό της. Με λίγη ακόμη συζήτηση, κατάλαβε πως οι εκλογές είναι πολύ σημαντικές για τα ζωή όλων, όχι μόνο των μεγάλων, που άλλωστε αυτοί έχουν το δικαίωμα να ψηφίσουν, αλλά και των μικρότερων.
Πέρασε αρκετή ώρα χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά τις παρέες των ανθρώπων που συζητούσαν μεταξύ τους. Κάποια στιγμή, μουσική έπαιξε δυνατά, πολύ δυνατά, κι όλοι κοιτούσαν προς την μεγάλη εξέδρα που ανέβηκε ένας ωραίος, σοβαρός, κύριος και τους χαιρετούσε χαμογελαστά.
«Γιατί μας χαιρετάει αυτός έτσι;» ρώτησε η Γιώτα στο αυτί της Μαρούλας – γινόταν πανζουρλισμός, έπρεπε να φωνάζουν δυνατά η μια στην άλλη για να ακούγονται.
«Πώς έτσι δηλαδή;» είπε η Μαρούλα
«Να, σα να είμαστε φίλοι του από παλιά!»
«Τι λες παιδάκι μου, νομίζεις πως μας βλέπει από εκεί πάνω, ειδικά εμάς τις δύο; Μέσα σε τόσο κόσμο;»
«Εγώ αυτό νομίζω. Λίγο ακόμη και θα με ρωτήσει τι κάνει η γιαγιά μου κι αν την πειράζουν οι ρευματισμοί της!». Η Γιώτα επέμενε. Όλη αυτή η φιέστα της έφερνε μια αμηχανία. Εκείνη ήξερε πως το σχολείο της ήθελε βάψιμο, πως οι δρόμοι της γειτονιάς τους είχαν μερικές πολύ μεγάλες – και ενοχλητικές – λακκούβες, και πως όταν νύχτωνε δεν υπήρχαν πολλά φώτα στους δρόμους. Θα έλεγε άραγε αυτός ο άνθρωπος κάτι για το πώς θα τα διόρθωνε όλα αυτά; Πώς αλλιώς θα "βελτιώνονταν οι συνθήκες της καθημερινής ζωής", όπως είπε η κυρία Έφη;
Ο κύριος λοιπόν αυτός που ήταν στην εξέδρα, άρχισε την ομιλία του, κι επιτέλους έγινε λίγη ησυχία. «Κοίτα πώς τεντώνονται όλοι για να τον δουν!» είπε η Μαρούλα. «Ένας κανονικός άνθρωπος είναι, τι να δουν; Τα αυτιά τους πρέπει να ανοίξουν για να τον ακούσουν! Κοίτα, σου λέω! Στριμώχνονται γύρω – γύρω λες και θα τους μοιράσει καραμέλες!»
«Θα θέλουν να τον γνωρίσουν κι από κοντά, μάλλον όταν τελειώσει την ομιλία του», είπε η Γιώτα και έκανε νόημα στη φίλη της να σωπάσουν για να ακούσουν κι εκείνες.
Αλλά τα παιδιά είναι παιδιά. Και, μόλις άρχισαν να ακούγονται οι περίπλοκες λέξεις όπως "πρόσβαση στις διαδικτυακές πύλες", "κοινωνική μέριμνα", "ανάπτυξη πόρων" κι άλλα τέτοια, άρχισαν να βαριούνται. Η μια κλωτσούσε κάτι χαλίκια με το παπούτσι της κι άλλη πετούσε ψηλά το ποπ-κορν και περίμενε ότι αυτό θα προσγειωνόταν στο στόμα της κι όχι στους ανθρώπους γύρω της. Κι ο «κύριος υποψήφιος» όπως τον βάφτισαν, συνέχιζε να λέει, να κάνει σχέδια, να δίνει υποσχέσεις. Μερικές φορές τον διέκοπταν χειροκροτήματα. Οι δύο φίλες περίμεναν - όσο υπομονετικά μπορούσαν να περιμένουν δύο δεκάχρονα – να περάσει η ώρα και να δουν αν θα γινόταν τίποτε μετά.
Αλλά, κάποια στιγμή που είχε πάρει φόρα ο «κύριος υποψήφιος» υποσχόμενος καλύτερους δρόμους και ανακατασκευασμένες πλατείες, η Μαρούλα δεν κρατήθηκε. Σκαρφάλωσε με φόρα πάνω στο παγκάκι – που του έλειπε κι ένα ξύλο στη μέση και παρά τρίχα να στραβοπατήσει κιόλας – κι έβαλε την πιο δυνατή φωνή της για να ακουστεί πάνω από τις φωνές των άλλων ανθρώπων.
«Θέλουμε να μας κάνετε κούνιες!», φώναξε μ' όλη της την δύναμη.
Ξαφνικά έγινε γύρω της μια απίθανη ησυχία. Οι πιο πολλοί, από αυτούς που ήταν κοντά της, γύρισαν και την κοίταξαν, ενώ όσοι δεν την έβλεπαν προσπαθούσαν να μάθουν σαν ποιος μίλησε. Η μαμά την τραβούσε από το παντελόνι να καθίσει κάτω και της έριχνε την πιο αυστηρή της ματιά.
Η Μαρούλα όμως δεν πτοήθηκε. «Θέλουμε να μας κάνετε κούνιες!», ξαναφώναξε και ταυτόχρονα άρχισε να κουνάει και τα χέρια της μπας και καταλάβει ο «κύριος υποψήφιος» από πού ερχόταν η φωνή. Και κάποια στιγμή την εντόπισε κι αυτός και της έκανε νόημα να πάει κοντά του στην εξέδρα.
«Ούτε να το διανοηθείς!» προσπάθησε να την αποτρέψει η κυρία Έφη, αλλά της Μαρούλας δεν είναι εύκολο να της κόψεις την φόρα. Κυρίως όταν νιώθει πως έχει δίκιο. Και η Μαρούλα τώρα ένιωθε πως είχε πολύ δίκιο, πάρα πολύ δίκιο, οπότε κατάφερε να προσπεράσει όλους όσους στέκονταν ανάμεσα στο παγκάκι και την εξέδρα, που για να λέμε και του στραβού το δίκιο της έκαναν χώρο, περίεργοι να δουν την συνέχεια. Κι είχε και λίγη φούρκα, αφού αυτός ο «κύριος υποψήφιος» μιλούσε τόσην ώρα για διάφορα πράγματα κι ούτε έναν λόγο δεν είπε για το τι σκεφτόταν να κάνει για να ομορφύνει τη ζωή των παιδιών στην πόλη τους. Το δίκιο της λοιπόν αυτό, την έκανε να περάσει ανάμεσα στο πλήθος ατρόμητη σαν αμαζόνα και ν' ανέβει τα σκαλιά της εξέδρας στα σβέλτα. Α!
«Καλώς το όμορφο κορίτσι μας! Πες μας λοιπόν τι θα ήθελες να κάνουμε για σένα; Νομίζω πως κάτι ζήτησες!» της είπε μελιστάλαχτα ο κύριος που μιλούσε τόση ώρα.
«Βεβαίως! Θέλουμε να μας φτιάξετε κούνιες!» είπε με θάρρος και λίγο λαχανιασμένη η Μαρούλα.
«Λοιπόν μικρή μου, φαντάζομαι πως βλέπεις τις κούνιες που είναι στην άλλη μεριά της πλατείας!» της είπε ο κύριος με το κοστούμι, τα γυαλάκια και το ωραίο χαμόγελο – ο κύριος υποψήφιος. Αλλά είχε ... τον λάθος τόνο, το λάθος ύφος. Θα έπρεπε να ξέρει πως τα παιδιά καταλαβαίνουν αν κάποιος τους ειρωνεύεται ή θέλει να τα πειράξει και δεν τους αρέσει καθόλου. Τόσο το χειρότερο λοιπόν γι' αυτόν! Γιατί μπροστά του δεν είναι ένα απλό παιδί, είναι η Μαρούλα η Τρομερήηηη!
«Ναι, τις βλέπω», του λέει και τον κοιτάζει στα μάτια. «Εσείς δεν τις βλέπετε καλά!» Η Μαρούλα ήταν σίγουρη πως η μαμά της θα είχε γίνει κόκκινη από τη ντροπή της – τα καλά κοριτσάκια δεν μιλάνε έτσι! Αλλά εκείνη το ευχαριστιόταν πάρα πολύ, έτσι που όλος ο κόσμος την κοιτούσε και ο κύριος υποψήφιος φαινόταν να τα χάνει σιγά – σιγά. Οπότε και συνέχισε ακάθεκτη: «Είναι δύο κούνιες, μία μικρή τσουλήθρα και μία τραμπάλα».
«Άρα, να τες οι κούνιες που ήθελες!» Της είπε με καμάρι αυτός, λες και τις είχε βάλει εκεί ο ίδιος με τα χεράκια του.
«Αλήθεια;» έκανε με νάζι η Μαρούλα «Και σας φαίνονται αρκετές αυτές οι δύο κούνιες για όλα τα παιδιά της γειτονιάς μου; Αν κοιτάξετε τώρα δα γύρω σας, θα μετρήσετε τουλάχιστον πενήντα παιδιά να κόβουν βόλτες με τα ποδήλατά τους κι άλλα τόσα μωρά στα καροτσάκια τους. Σκεφτείτε ότι το σχολείο μου μόνο έχει διακόσια εξήντα παιδιά, και γύρω από αυτή την πλατεία υπάρχουν άλλα δύο σχολεία και 3 νηπιαγωγεία και παιδικοί σταθμοί!».
Η Μαρούλα του έδωσε λίγο χρόνο γιατί τον είδε να κοκκινίζει. Κοίταξε και τον κόσμο.
«Για να δούμε λοιπόν, ξέρετε μαθηματικά;» του είπε με ακόμη πιο αθώο ύφος. «Άμα τα βάλουμε όλα κάτω, πρέπει να είμαστε πάνω – κάτω πεντακόσια παιδιά, που η μοναδική πλατεία που έχουμε για να πάμε βόλτα και να παίξουμε, είναι τούτη εδώ. Θέλετε να μου πείτε ότι δύο κούνιες, μία τσουλήθρα και μία τραμπάλα είναι αρκετά για όλους εμάς;»
Χωρίς να το καταλάβει την είχε συνεπάρει ένας ενθουσιασμός. Της φαινόταν εκείνη την ώρα που υπερασπιζόταν το δικαίωμα όλων αυτών των παιδιών στο να αθλούνται, να παίζουν και να περνούν όμορφες στιγμές. Η Μαρούλα η Τρομερή ένιωθε πως έπρεπε να υποστηρίξει μεγαλόφωνα όχι μόνο το δικό της δίκαιο, αλλά και το δίκαιο όλων των παιδιών.
Ο κύριος υποψήφιος έβγαλε ένα μαντήλι και σκούπιζε τον ιδρώτα του. Καθάρισε και τα γυαλιά του. «Φαντάζομαι πως ... πως ...» και δώστου καθάριζε τα γυαλιά του «πως ... ε... δεν παίζετε όλα τα παιδιά μαζί, σωστά;» Ξερόβηξε. «Να, ας πούμε, τα παιδιά του Λυκείου έχουν συνήθως πολύ διάβασμα και δεν υπάρχει χρόνος για τέτοιου είδους δραστηριότητες, οπότε μάλλον ... μάλλον..»
«Καλά τότε», είπε η Μαρούλα με μια διάθεση συμβιβαστική. «Τα μεγάλα παιδιά δεν κάνουν κούνια. Ούτε τραμπάλα. Έχουν ψηλώσει άλλωστε πολύ για τέτοιο παιχνίδι και τα πόδια τους θα βρίσκουν στο χώμα. Ούτε τα μωρά κάνουν κούνια – υπάρχει κίνδυνος να πέσουν. Ας πούμε ότι όλα αυτά είναι τα μισά παιδιά από τα πεντακόσια.» Είχε το πιο αθώο ύφος του κόσμου – σαν αγγελάκι! Ο κύριος υποψήφιος έδειξε να ανακουφίζεται.
«Και σίγουρα πάντα κάποιος έχει τσιμπήσει μια ιωσούλα και μένει σπίτι λίγες μέρες για να μην κολλήσει και τους υπόλοιπους ...» Έκανε την σκεφτική. «Μα καλά τώρα, ακόμη κι αν .... "ρίξω τα μισά παιδιά στη θάλασσα" πάλι μένουν δυο κούνιες για εκατόν πενήντα παιδιά! Το θεωρείτε αυτό ποιότητα ζωής για την πόλη μας; Το να περιμένεις στην ουρά για να κάνεις κούνια;» Αν δεν είχε τόσο καλή ανατροφή – κι αν δεν φοβόταν πως η μαμά μετά θα της μαδούσε τα μαλλιά τρίχα – τρίχα – θα του έλεγε κι άλλα τέτοια του κυρίου αυτού, που τόλμησε να τα βάλει με ένα δεκάχρονο και μάλιστα δημοσίως!
«Θα πρέπει να γίνει μία μελέτη, να εξετάσουμε το πού ακριβώς θα μπορούσαμε...» Αυτό μόνο πρόλαβε να πει ο δύστυχος γιατί η Μαρούλα η Τρομερή πήρε πάλι φόρα – κι αυτή τη φορά δεν την κρατούσαν ούτε οι καλοί της τρόποι.
«Μελέτη; Να σας την κάνουμε εμείς, τα παιδιά. Στο κάτω – κάτω, λύνουμε καμιά δεκαριά ασκήσεις μαθηματικών κάθε μέρα, μία περισσότερη δεν θα μας βλάψει! Θα σας πούμε πόσες κούνιες χρειαζόμαστε και πού να τις τοποθετήσετε. Γιατί, αν και τώρα είναι σούρουπο και δεν το βλέπετε καλά, η παιδική χαρά μας δεν έχει ούτε ένα δέντρο για σκιά! Το καλοκαίρι αναγκαζόμαστε να περιμένουμε να νυχτώσει για να μπορέσουμε να παίξουμε».
Ένα υπέροχο, αυθόρμητο και παρατεταμένο χειροκρότημα έδωσε στην κατακόκκινη Μαρούλα και τη Γιώτα – που στο μεταξύ είχε φτάσει κι εκείνη κοντά της στην εξέδρα – να καταλάβουν πως κάθε αγώνας, όταν είναι δίκαιος αγώνας και γίνεται τίμια, φέρνει το σωστό αποτέλεσμα. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος με τη μικρή μαθήτρια που τόλμησε να διεκδικήσει αυτό που ονειρεύεται για την ζωή στην γειτονιά της, και να κάνει και τους μεγαλύτερους να σκεφτούν και τις ανάγκες των παιδιών. Ο μόνος που δεν χάρηκε καθόλου με όλα αυτά, και πολύ θα ήθελε να μην είχε πατήσει το πόδι του ποτέ σε τούτη την πλατεία, ήταν ο κύριος υποψήφιος.
Η κυρία Έφη βοήθησε την κόρη της να πηδήξει με μια σχετική αξιοπρέπεια από την εξέδρα στην αγκαλιά της, λέγοντας: «Τώρα όλοι ξέρουν τι θέλουν τα παιδιά, γιατί η Μαρούλα η Τρομερή φρόντισε να το μάθουν. Κι ακόμη κι αν άλλος εκλεγεί στο Δήμο μας, όλοι θα θυμούνται τη σημερινή ημέρα!» Και καθώς έφταναν στο σπίτι, πρόσθεσε: «αυτό Μαρούλα θα πει ενδιαφέρον για τα κοινά, αυτά που όλους μας αφορούν, και σήμερα ίσως να κατάλαβες κι εσύ μαζί με εμάς σαν πώς θα έπρεπε να είναι οι εκλογές».