To παραμύθι της εβδομάδας: Ο Χάρης-Πεισματάρης
«Ο Χάρης είναι το πιο πεισματάρικο παιδί που γεννήθηκε ποτέ!», σκεφτόταν η μαμά του, καθώς ο Χάρης έφευγε από το σπίτι για το σχολείο χωρίς να έχει αγγίξει το γάλα του – για άλλη μία φορά!
Της Πέγκυς Παπαδοπούλου
«Γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε;» Αυτό ρωτούσε η μαμά του τον ίδιο τον Χάρη, τον μπαμπά, τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον εαυτό της τον ίδιο, τον παιδίατρο, τον παππού και τη γιαγιά, τις φίλες της. Αυτές οι τελευταίες, οι φίλες της, είχαν ένα σωρό ιδέες και προτάσεις για το πώς θα κατάφερνε να κάνει τον Χάρη περισσότερο ... «συνεργάσιμο». Μα, ο Χάρης συνεργάσιμος ήταν, τον περισσότερο καιρό δηλαδή. Το πρόβλημα όλων όμως ήταν το πείσμα του. Κι η μαμά του φοβόταν πως αυτό το πείσμα θα γινόταν κατά πρώτον μεγάλο εμπόδιο στην ζωή του γενικώς και κατά δεύτερον ο λόγος που θα τον απομάκρυναν οι φίλοι του από κοντά τους.
Η καθημερινότητά τους ήταν γεμάτη από «δεν θέλω να πάω τώρα», «άσε με ήσυχο», «τώρα θα δω τηλεόραση» κι άλλα τέτοια, που λέγονταν με δυνατή φωνή και πολύ έντονο ύφος από τον Χάρη.
«Κλείσε την τηλεόραση και πήγαινε να τελειώσεις την μελέτη σου». Την έκτη φορά που το έλεγε αυτό η μαμά, το έλεγε πολύ δυνατότερα από ότι τις προηγούμενες πέντε! Πέντε φορές επανέλαβε το ίδιο πράγμα και ο Χάρης ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του. Την έκτη φορά της απάντησε «θα δω πρώτα αυτήν την ταινία και ύστερα θα πάω!», με το ανάλογο ύφος φυσικά.
«Μάζεψε τα πεταμένα ρούχα από το δωμάτιό σου και βάλ' τα στο καλάθι με τα άπλυτα!» έλεγε η μαμά
«Όταν βρω χρόνο!» απαντούσε με ύφος ο Χάρης
«Πλύνε τα χέρια σου!»
«Είναι καθαρά, γιατί να τα πλύνω;»
«Μετά το φαγητό να πλύνεις τα δόντια σου!»
«Συνέχεια αυτή τη δουλειά θα κάνω; Όχι!»
Κι έτσι, κάθε πράγμα που έπρεπε να γίνει, όσο μικρό ή μεγάλο κι αν ήταν, έβρισκε ένα σωρό αντιρρήσεις από τον Χάρη, ο οποίος επέμενε κιόλας ότι πάντα έχει δίκιο κι ότι πάντα αυτό που λέει είναι σωστό. Στο τέλος όλοι κουράζονταν να ... «παλεύουν», και τον άφηναν στην ησυχία του.
Αλλά αυτό ακριβώς ήταν που ανησυχούσε τη μαμά περισσότερο από όλα τα άλλα: το ότι κανείς δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον Χάρη ούτε αντιμετώπιζε το πείσμα του! Επειδή το πείσμα του Χάρη – ο οποίος όταν έλεγε «όχι» το εννοούσε και πολύ μάλιστα – κατέληγε πάντα σε καβγά, κι επειδή κανείς δεν έχει όρεξη να καβγαδίζει συνέχεια, κατέληξαν όλοι να μην τον κοντράρουν και, πολύ απλά, να υποχωρούν. Έτσι, φαινόταν ότι ο Χάρης θα έκανε πάντα αυτό που ήθελε....
Ο πρώτος μεγάλος καβγάς άρχισε προχθές. «Αύριο θα κάνω κρεατάκι με φρέσκα φασολάκια και κολοκυθάκια», είπε η μαμά. «Τα κολοκύθια είναι μπλιάχ και τα φασολάκια δεν τα τρώω», είπε ο Χάρης, με ένα ύφος που δεν σήκωνε κουβέντα.
«Εμείς οι άλλοι τα τρώμε όμως κι εγώ αυτό θα μαγειρέψω!», του απάντησε η μαμά.
«Δεν μου αρέσουν, δεν πρόκειται να τα φάω και να μην τα μαγειρέψεις!». Ο Χάρης είχε υψώσει λίγο τη φωνή του κι αυτό, αντί να τελειώσει την συζήτηση όπως θα γινόταν άλλη φορά, έκανε τη μαμά να μην υποχωρήσει.
«Κακώς κάνεις και δεν τα τρως, το έχουμε ξαναπεί. Τα φρέσκα λαχανικά είναι πολύτιμα για τον οργανισμό μας! Άσε που τώρα είναι η εποχή τους κι έχουν όλη τους τη νοστιμάδα!»
«Αποκλείεται να τα φάω!»
Στο δωμάτιο είχε πέσει μια παγωνιά. Ο Χάρης έκανε το μουτρωμένο και τα μάτια της μαμάς πετούσαν σπίθες, αλλά η φωνή της ήταν πολύ-πολύ γλυκιά όταν του είπε «δεν πειράζει, Χάρη μου, είτε σου αρέσει είτε όχι, είτε το φας είτε δεν το φας, αυτό το φαγητό θα μαγειρέψω κι αυτό θα υπάρχει στο τραπέζι μας!»
Κανείς δε μίλησε. Ο Χάρης όμως πήγε στο δωμάτιό του μουτρωμένος κι έκλεισε την πόρτα λέγοντας «δεν πρόκειται να τα φάω». Η μαμά μάζεψε το τραπέζι με ένα πολύ περίεργο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Αλλά δεν συνέχισε την κουβέντα ούτε αυτή.
Και την επόμενη μέρα, το σπίτι μοσχομύριζε από το νόστιμο φαγητό που είχε ετοιμάσει. Φρέσκο ψωμάκι ήταν κομμένο όμορφες φετούλες και τους περίμενε στο τραπέζι μαζί με την σαλάτα και τα μαχαιροπήρουνα. Η μαμά σερβίριζε μεγάλες μερίδες φαγητό σε όλα τα πιάτα – και στου Χάρη. Τα φασολάκια κολυμπούσαν μαζί με τα κολοκύθια σε κόκκινη σάλτσα που σε προκαλούσε να κάνεις γερές βουτιές με το ψωμί σου εκεί μέσα. Αυτό έκαναν όλοι. Το πλατς-πλατς των χειλιών τους μαρτυρούσε πολύ μεγάλη ευχαρίστηση. «Γεια στα χέρια σου γυναίκα», φώναξε ο μπαμπάς, μόλις κατάπιε μερικές γερές μπουκιές κι έχοντας πιτσιλίσει το σαγόνι του με σάλτσα. «Ναι μαμά, υπέροχο είναι!», είπε κι ο μεγάλος αδελφός του Χάρη.
Ούτε καν μια μπουκιά δεν μπήκε στο στόμα του Χάρη, ο οποίος Χάρης είχε τα μούτρα πάλι κατεβασμένα κι έπαιζε με τα ψίχουλα από το ψωμί του. «Πάω να δω τηλεόραση» είπε στο τέλος.
«Δεν θα πας πουθενά!» Τα πιρούνια όλων στάθηκαν μετέωρα. «Κανείς δεν σηκώνεται από το δικό μας τραπέζι αν δεν έχουν τελειώσει όλοι το φαγητό τους!» Η μαμά του τα έλεγε αυτά αργά και σταθερά, λες και μιλούσε σε πολύ μικρότερο παιδί.
«Δεν θέλω να φάω!»
«Δεν πειράζει, μη φας. Αλλά από το τραπέζι δεν σηκώνεσαι!»
«Σιγά μην καθίσω να σας βλέπω!»
«Μη μας βλέπεις, φάε αν θες». Αυτό το είπε ο μπαμπάς. Συμβιβαστικά.
«Μην το πιέζεις το παιδί». Τι λέει η μαμά; Τρελάθηκε; Τώρα θα πάρει και το μέρος του κιόλας; Ο Χρήστος, ο μεγαλύτερος γιος που πολλά είχε ανεχθεί από τον Χάρη κρατιόταν με δυσκολία να μην μπει κι αυτός στην συζήτηση. Ευτυχώς, δεν πρόλαβε!
«Χάρη μου», συνέχισε η μαμά με το ωραίο της χαμόγελο, «μπορείς να φας αν θες, μπορείς και να μη φας όμως αν δε θες. Εγώ θα σου φυλάξω το πιάτο σου να το φας όταν πεινάσεις».
«Όταν πεινάσω σίγουρα δεν θα φάω φασολάκια!»
«Πάντως, ούτε τηλεόραση θα δεις αν δεν έχεις τελειώσει την μελέτη σου. Και να ξέρεις, δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να τρώγεται στο σπίτι μας, εκτός από το φαγητό της κατσαρόλας και .... τα βιβλία μας!».
Ο Χάρης σηκώθηκε από το τραπέζι τελευταίος – και κάνοντας μιαν σχετική επίδειξη. Και στρώθηκε αμέσως στο διάβασμα αμίλητος. Όταν μετά από λίγη ώρα πήγε να εξερευνήσει το ψυγείο για κάτι φαγώσιμο, βρήκε πολλά μπουκάλια με νερό, ένα τάπερ με μούσμουλα που αρέσουν του μπαμπά και βούτυρο. Τίποτε άλλο!
Μα και τα ντουλάπια δεν είχαν περισσότερα να του πουν. Μακαρόνια, όσπρια και ρύζι. Αυτά δεν τρώγονται ωμά. Πήρε το σκεπασμένο πιάτο που είχε αφήσει άθικτο, και καταπίνοντας την περηφάνια του έφαγε λίγο. Το κρέας δηλαδή. Κι ένα τόσο δα κολοκύθι.
Η επόμενη μέρα κύλησε όπως πάντα. Με το Χάρη να πεισμώνει και να μην κάνει ότι του λένε. Και με τον Χρήστο να θέλει να του δώσει μια γερή μπουνιά στα μούτρα να τον συνεφέρει. Αλλά, ο Χρήστος δεν θα το έκανε αυτό ποτέ. Μέσα του όμως, έβραζε.
«Φόρεσε το σκούρο τζην, το άλλο θέλω να το βάλω για πλύσιμο», είπε η μαμά.
«Θα φορέσω το μπλε παντελόνι»
«Θα το λερώσεις στο σχολείο!»
«Εγώ αυτό θα φορέσω»
«Πολύ καλά! Δικό σου είναι, φόρεσέ το!»
Το παντελόνι ήρθε πίσω σε κακό χάλι, αφού ο Χάρης είχε παίξει και ποδόσφαιρο στο γρασίδι. Η μαμά είδε το παντελόνι, το γύρισε από τη μια, το γύρισε από την άλλη και ... το πέταξε στα σκουπίδια σουφρώνοντας τη μύτη της!
Χάρης και Χρήστος είχαν μείνει ακίνητοι και κοίταζαν μια τη μαμά και μια ο ένας τον άλλο.
«Τι με κοιτάτε; Το παντελόνι καταστράφηκε. Έχει τόσους πολλούς λεκέδες που δεν μπορώ να το καθαρίσω, τουλάχιστον όχι μετά από τόση δουλειά που είχα σήμερα και τόση κούραση. Οπότε, έπρεπε να πεταχτεί. Και στο είχα πει Χάρη μου, ας έβαζες το τζην!» Και με αυτά, η μαμά κάθισε στον καναπέ και πήρε το εργόχειρό της. «Α, και σήμερα θα φάμε το λίγο που έχει μείνει από χθες» τους είπε και η άκρη του ματιού της παρακολουθούσε το Χάρη που είχε φτάσει στα όρια της απελπισίας, «το πολύ να κάνουμε και μια τηγανιά πατατούλες! Είμαι πολύ κουρασμένη για να μαγειρέψω κάτι άλλο!».
Ο Χρήστος έσυρε τον Χάρη στο δωμάτιο κάνοντάς του νόημα να μην μιλήσει.
«Καλά, δε σου φτάνει που όλη την ώρα θες να γίνεται το δικό σου, ήταν ανάγκη από το πείσμα σου να φτάσουμε ως εδώ;» του είπε.
«Εγώ φταίω δηλαδή που η μαμά δεν μαγειρεύει;»
«Αν δε φας εσύ τα παλιο-φασολάκια δε μας βλέπω να μαγειρεύει ξανά! Κι αν δεν πάψεις να φέρνεις αντιρρήσεις σε όλα, και να κάνεις του κεφαλιού σου, δε θα σου μείνει παντελόνι για παντελόνι στο τέλος!»
Ο Χάρης έσκυψε το κεφάλι του σα να σκεφτόταν σοβαρά. Μα, μετά από λίγη ώρα, στο φαγητό, είδε με έκπληξη τέσσερεις μόνο πατατούλες στο πιάτο του, και όλα τα φασολάκια που δεν είχε φάει την προηγούμενη μέρα. Τα κατάπιε αμάσητα, κάνοντας διάφορες γκριμάτσες και δεν ζήτησε ούτε καν λίγες πατάτες ακόμη – αυτός που θα μπορούσε να τρέφεται μόνο με πατάτες τηγανητές!
«Θα πάω με τα παιδιά στην πλατεία», ανακοίνωσε την άλλη μέρα το απόγευμα.
«Δεν τελείωσες τη μελέτη σου! Να τελειώσεις πρώτα και μετά βλέπουμε!» είπε η μαμά. Και κάπως έτσι ξεκίνησε ο δεύτερος καβγάς. Που δεν ήταν όμως καβγάς με φασαρία. Ήταν κάπως αλλιώς.
«Θα πάω στην πλατεία, είπα!» Αυτό το «είπα» έκανε τη μαμά έξω φρενών. Τόσο έξω φρενών που του είπε απλά «στο καλό» κι έκλεισε με φόρα την πόρτα πίσω του. Σε λίγη ώρα, πήρε κι εκείνη την τσάντα της, έριξε στους ώμους τη ζακέτα της, κι είπε στο Χρήστο: «μη με περιμένετε, να φάτε με το μπαμπά, έχω κάνει μακαρονάδα». Κι έφυγε. Χωρίς να πει πού θα πάει.
Μετά από ώρες, ο Χάρης είχε γυρίσει από την πλατεία, ο Χρήστος είχε τελειώσει την δική του μελέτη, οι τρεις άντρες του σπιτιού έφαγαν μόνοι και η μαμά γύρισε κεφάτη.
«Ωωωωω!» είπαν μαζί και οι τρεις. «Τι ομορφιές είναι αυτές;» Η μαμά είχε πάει κομμωτήριο. Τα συνήθως μαζεμένα μαλλιά της, έπεφταν στους ώμους της σε απαλές μπούκλες κι είχαν χρυσαφένιες ανταύγειες. Το καινούριο χτένισμα της πήγαινε πολύ.
«Α, ευχαριστώ!» τους απάντησε κάνοντας μια στροφή για να την δουν γύρω – γύρω. «Σκέφτηκα πως χρειαζόμουν μια αλλαγή και ήθελα να σας κάνω έκπληξη. Κι έτσι, πήρα τα λεφτά του κουμπαρά και πήγα στο κομμωτήριο».
Μπάμ! Το ταβάνι να είχε πέσει στα κεφάλια τους, λιγότερη έκπληξη θα είχαν δοκιμάσει!
«Τα λεφτά του κουμπαρά;» ρώτησε ο Χρήστος λίγο μουδιασμένα
«Ποιανού κουμπαρά; Αυτού που βάζουμε το χαρτζιλίκι μας και μαζεύουμε για να πάρουμε play station;» ο Χάρης δεν ήταν μουδιασμένος.
«Ναι, αυτού, γιατί, έχουμε και κάποιον άλλον κουμπαρά εδώ μέσα;»
«Δηλαδή, θες να πεις ... πάνε τα λεφτά; Έγιναν μπούκλες;»
«Ε, ναι, γιατί όχι; Αφού εσύ Χάρη μου κάνεις πάντα ό,τι θέλεις χωρίς να σκέπτεσαι κανέναν εδώ μέσα αρκεί να περνάς εσύ καλά, αποφάσισα κι εγώ να κάνω ακριβώς το ίδιο. Έκανα ό,τι ήθελα, την ώρα που το ήθελα ακριβώς και δε με νοιάζει καθόλου αν και πότε θα πάρετε εσείς το play station!» Κι η μαμά έκανε άλλη μια στροφή, έτσι, για να φανούν ακόμη περισσότερο τα όμορφα μαλλιά της και πήγε προς το δωμάτιό της. «Δεν είναι δίκαιο εγώ και ο πατέρας σας να στερούμαστε, όπως είμαι βέβαιη πως κάνουν οι περισσότεροι γονείς, και να έχουμε να αντιμετωπίσουμε και το πείσμα σας από πάνω. Λοιπόν, νομίζω πως ήρθε η ώρα να φροντίσουμε και λίγο τους εαυτούς μας!»
Καβγάς. Τώρα θα γινόταν μεγάλος καβγάς. Έτσι τουλάχιστον περίμενε ο Χρήστος. Αλλά ο Χάρης ήταν τόσο έκπληκτος, που είχε χάσει τη μιλιά του! Αυτό, πρώτη φορά συνέβαινε!
«Τι σου είπα; Αν δεν βελτιώσεις την συμπεριφορά σου, θα περάσουμε μαύρες ώρες εδώ μέσα!» του είπε «Και καλά, εγώ τι σου φταίω; Τώρα δεν θα έχω ούτε εγώ το play station»
Ο Χρήστος συνέχισε να τον .. «ψέλνει» για πολύ ώρα. Που «κάνεις πάντα το δικό σου, κι αδιαφορείς για τους υπόλοιπους». Που «όταν σου λένε κάτι πάντα αντιμιλάς». Που «δεν δίνεις δεκάρα για κανέναν μας προκειμένου να γίνει αυτό που θες εσύ». Που «δεν ξέρεις τι θα πει ευγένεια». Και πολλά άλλα τέτοια.
«Δεν είναι αλήθεια πως δεν ενδιαφέρομαι για εσάς! Να, δεν είχαμε συμφωνήσει να πάρουμε μαζί το play station και να παίζουμε εναλλάξ; Δεν σου έδωσα το μηχανικό μου μολύβι όταν χάλασε το δικό σου; Δεν πηγαίνω πάντα στο φούρνο για να πάρω ψωμί της γιαγιάς; Θες να πεις ότι δεν είμαι καλός και ότι δε νοιάζομαι;» Ο Χάρης είχε ένα ύφος πολύ προσβεβλημένο.
«Μπορεί και να νοιάζεσαι. Όμως η συμπεριφορά σου είναι απαράδεκτη. Μιλάς με θράσος, χωρίς να σκέφτεσαι ότι μας φέρνεις σε δύσκολη θέση. Κι όσα καλά κι αν κάνεις, όταν δεν συνεργάζεσαι και δεν έχεις καλούς τρόπους, είναι σα να τα πετάς στη θάλασσα!»
Ο Χάρης ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Τώρα καταλάβαινε πως τα τόσα καπρίτσια του, που τον έκαναν να νιώθει νικητής στις μικρές καθημερινότητες της ζωής του, δυσαρεστούσαν τους γύρω του. Και πως αντιμιλώντας και κάνοντας πάντα του κεφαλιού του, μπορεί να τον ευχαριστούσε προσωρινά, αλλά πραγματικά στο τέλος αυτός θα ήταν δυστυχής.
Η μαμά διάβαζε το βιβλίο της στο χαμηλό φως του πορτατίφ. Τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους σε ένα χείμαρρο από ξανθές μπούκλες. Ήταν πολύ όμορφη έτσι!
«Μαμά, είσαι πολύ όμορφη με το καινούριο χτένισμα και δε με νοιάζει που πρέπει να ξαναμαζέψουμε λεφτά για το play station!» της είπε ο Χάρης με ειλικρίνεια καθώς καθόταν δίπλα της και το ένα χέρι του χάιδευε τα μαλλιά της.
«Ποιος σου είπε ότι δεν θα πάρουμε play station;»
«Αφού τα λεφτά του κουμπαρά δεν υπάρχουν πια!»
«Όχι ακριβώς. Τα λεφτά του κουμπαρά δεν υπάρχουν σήμερα. Αύριο όμως που θα πληρωθώ από τη δουλειά μου, θα ξαναβάλω μέσα το ποσό που πήρα. Και, σιγά – σιγά θα μαζέψουμε και το υπόλοιπο που χρειάζεται».
«Αλήθεια; Να το πω στο Χρήστο για να μην στεναχωριέται πια!»
«Εσύ δεν στεναχωρήθηκες;»
«Ναι, στεναχωρήθηκα, αλλά, από την άλλη μεριά, είσαι τόσο όμορφη σήμερα που δε με νοιάζει καθόλου για τα λεφτά! Και θα ήθελα να σε παρακαλέσω να πηγαίνεις πιο συχνά στο κομμωτήριο. Είσαι πολύ αστραφτερή μετά!»
«Αχ, μικρέ μου Χάρη – Πεισματάρη, είδες πόσο εύκολα μπορεί να γίνει κάποιος σαν κι εσένα; Να κάνει του κεφαλιού του και να στεναχωρεί τους άλλους γύρω του; Εγώ ας πούμε, μια φορά το έκανα ... και πάθατε πανικό! Το θέμα δεν είναι να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Το θέμα είναι να κάνουμε αυτό που θέλουμε, αυτό που μας αρέσει, αλλά χωρίς να πληγώνουμε τους γύρω μας. Και, προκειμένου να περνάμε όλοι καλά μέσα σε μια οικογένεια, συνήθως κάνουμε πολύ λιγότερα από τα πράγματα που θέλουμε και πολύ περισσότερα από αυτά που θέλουν οι άλλοι. Έχουμε έτσι μιαν ισορροπία. Και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι, έστω και λιγάκι ο καθένας». Καθώς έσκυψε να τον φιλήσει, τα μαλλιά της μπλέχτηκαν στα χέρια του που την είχαν αγκαλιάσει και τον τύλιξε μια υπέροχη, λουλουδένια μυρωδιά.
«Εγώ πάντως θα μαζεύω όσα περισσότερα μπορώ, και θα της τα δίνω όλα. Για να τη βλέπω πάντα τόσο όμορφη. Κι αύριο θα φορέσω το παλιό τζην. Και θα φάω τα φασολάκια την επόμενη φορά που θα τα μαγειρέψει. Θα κάνω πάντα ότι μου λένε χωρίς αντιρρήσεις. Γιατί, κακά τα ψέματα, είχε δίκιο ο Χρήστος που είπε πως άμα θέλουν οι μεγάλοι μπορούν μια χαρά να μου κάνουν τη ζωή δύσκολη!»