Το παραμύθι της εβδομάδας: «Μικρές πατούσες στην άμμο!», από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Κάθε χρόνο αυτό γίνεται. Τελειώνει το σχολικό έτος, τα σχολεία κάνουν τις γιορτές τους, τα παιδιά καμαρώνουν, οι γονείς τους καμαρώνουν περισσότερο, δίνονται φιλιά, αγκαλιές και υποσχέσεις ότι "θα βρεθούμε" το καλοκαίρι.
Και μετά, ο καθένας γυρίζει σπίτι του και "πάπαλα". Διαφορετικό "πάπαλα" για τον καθένα.
Μερικά παιδιά μένουν στο σπίτι τους – έχουν μεγαλύτερα αδέλφια να τα προσέχουν ή η μαμά τους δεν εργάζεται. Άλλα παιδιά πάνε σε κατασκηνώσεις ή σε κάποια κέντρα καθημερινής απασχόλησης, μέχρι να έρθει ο καιρός να πάνε διακοπές οικογενειακώς. Κι υπάρχουν και τα παιδιά που πάνε στους παππούδες και τις γιαγιάδες στα χωριά των γονιών τους.
Ο Τίτος είναι ένα τέτοιο παιδί. Κάθε χρόνο, αμέσως μόλις κλείσουν τα σχολεία, η μαμά του τον στέλνει στη γιαγιά στο νησί. Το νησί που εκείνη γεννήθηκε και μεγάλωσε. Στη μέση του Αιγαίου. Μένει εκεί με τη γιαγιά του όλο το καλοκαίρι, μια και οι γονείς του εργάζονται και μόνο λίγες μέρες έρχονται να περάσουν όλοι μαζί, ένα είδος διακοπών δηλαδή. Και, κάθε χρόνο, στην διαμαρτυρία του Τίτου "γιατί μαμά να φύγω μακριά σας;", η μαμά βουρκώνει και του εξηγεί ότι δεν γίνεται αλλιώς και ο μπαμπάς τον παρηγορεί πως είναι πολύ τυχερός επειδή το νησί τους έχει την ωραιότερη θάλασσα του κόσμου, την πιο απαλή άμμο, και εκείνο το μελτεμάκι που φυσά τα απογεύματα και τους δροσίζει, ακόμη κι όταν έχει καύσωνα.
Στ' αλήθεια λοιπόν ο Τίτος το πιστεύει πως είναι τυχερός, τουλάχιστον περισσότερο από τα παιδιά που πρέπει να είναι κλεισμένα με τις ζέστες σε ένα διαμέρισμα στην πόλη. Εκείνος μπορεί να χαίρεται τον ήλιο, να τρέχει ξυπόλητος στην παραλία, να μαζεύει κοχύλια και να μετράει τις βουτιές που κάνει κάθε μέρα στα γαλανά νερά του νησιού του. Όμως, προς το παρόν είναι μόνος. Μόνος με τη γιαγιά. Είναι ακόμη νωρίς, και τα «καλοκαιρινά παιδιά», που έρχονται κάθε χρόνο να δουν κι αυτά παππούδες και γιαγιάδες, δεν έχουν έρθει ακόμη. Κι όσο κι αν η γιαγιά προσπαθεί να τον κάνει να ξεχάσει τη βαρεμάρα του με διάφορα θελήματα και δουλειές, ο Τίτος δεν βρίσκει καμία χαρά κι είναι πολύ στεναχωρημένος.
«Φέρε μου τον κουβά με νερό να πλύνω τη βεράντα», του λέει τα απογεύματα. «Πιάσε μου το σκαλιστηράκι να τακτοποιήσω τον κήπο». Ο κήπος που είναι πίσω από το σπίτι της γιαγιάς, θέλει πολύ φροντίδα. Ντοματιές, πιπεριές, μελιτζάνες, φασολάκια, όλα τα καλά φυτρώνουν εκεί, αλλά από μόνα τους δε μεγαλώνουν, η γιαγιά πρέπει να τα φροντίζει διαρκώς. Τις περισσότερες φορές την βοηθά ο Τίτος, αν και εκείνου περισσότερο θα του άρεσε να κάθεται με το τάμπλετ στο χέρι κάτω από την κληματαριά και να παίζει παιχνίδια με τις ώρες. Η γιαγιά όμως δεν σηκώνει κουβέντα. Αν κάποιος θέλει να φάει τα πεντανόστιμα φαγητά της πρέπει να κοπιάσει ανάλογα. Οπότε τον αγγαρεύει είτε τα αυλάκια του ποτίσματος να ανοίξει, είτε τις κόκκινες ντομάτες να μαζέψει, είτε τα φασουλάκια.
Μα κι αυτές οι δουλειές τελειώνουν γρήγορα, επειδή ο Τίτος είναι και σβέλτος και ικανός. Μετά από όλα αυτά λοιπόν, καμιά άλλη χαρά δε βρίσκει. Τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστούν και τα άλλα «καλοκαιρινά παιδιά». Τα λέει έτσι γιατί τα βλέπει μόνο κάθε καλοκαίρι στο νησί, καθώς κι αυτά, σαν το Τίτο, τα αφήνουν εκεί οι γονείς τους να κάνουν διακοπές με τους παππούδες. Περνάνε πολύ ωραία όλοι μαζί με τα ατελείωτα παιχνίδια τους και τις σκανταλιές τους. Το χειμώνα ... χάνονται. Μένουν μακριά, έχουν διαβάσματα και εξωσχολικές δραστηριότητες. Δεν υπάρχει καιρός για πολλά παιχνίδια, παρά τις υποσχέσεις τους στο τέλος κάθε Αυγούστου να μην χαθούνε.
Κι ο Τίτος τώρα μόνος του, κλωτσούσε ένα πετραδάκι με μανία, πηγαίνοντας προς το μπακάλη – άλλο ένα θέλημα της γιαγιάς! -, και σκεφτόταν πως ούτε οι συμμαθητές του ούτε τα καλοκαιρινά παιδιά κρατούσαν ποτέ τις υποσχέσεις τους. Με τους συμμαθητές του δεν βρισκόταν ποτέ το καλοκαίρι και με τα καλοκαιρινά παιδιά δεν βρισκόταν ποτέ το χειμώνα. «Είτε έτσι είτε αλλιώς, κάποιους από τους φίλους μου τους χάνω μέσα στη χρονιά. Είναι ωραίο πράγμα αυτό; Δεν είναι! Ούτε είναι ωραίο πράγμα να μην έχω κανέναν να παίξω. Μου φαίνεται πως πρέπει να υιοθετήσω ένα κουτάβι. Να βρω όμως ένα που να είναι τόσο μόνο και τόσο παραπονεμένο όσο εγώ. Να έχουμε τουλάχιστον ο ένας τον άλλο!» Κουτάβι όμως στο νησί, έτσι όπως το ονειρευόταν ο Τίτος, δεν θα μπορούσε να βρεθεί.
Χαμένος όπως ήταν στις σκέψεις του, πέρασε το μανάβικο χωρίς να σταματήσει και το καφενείο χωρίς να χαιρετήσει και τράβηξε το σοκάκι ακόμη παρακάτω, κλωτσώντας κείνο το έρμο το πετραδάκι. Τα τελευταία σπίτια του μικρού χωριού τα άφησε γρήγορα πίσω του κι έφτασε στο Γυαλό, την πιο υπέροχη, αμμουδερή, χρυσαφένια, παραλία του κόσμου όλου! Του δικού του κόσμου. Το πετραδάκι του σφήνωσε στην άμμο και αρνιόταν πεισματικά να κλωτσηθεί και να πάει παρακάτω – αλλά δεν τον ένοιαξε. Τίποτε δεν ένοιαζε τον Τίτο όταν βρισκόταν πλάι στη θάλασσα. Βγάζει τα παπούτσια του και, καθώς περπατά ξυπόλητος στην παραλία και πετροβολά τα κύματα λες κι αυτά φταίνε που δεν έχουν έρθει ακόμη τα καλοκαιρινά παιδιά, βλέπει τα σημάδια από τις πατούσες του στην άμμο. Τη μια είναι εκεί και την άλλη εξαφανίζονται αφού τα αγκαλιάζει το κύμα. Όσο προχωρά, νέα σημάδια από τις πατούσες του δημιουργούνται στο ακρογιάλι. Και πάλι έρχονται τα κύματα και τα σβήνουν σιγά – σιγά.
«Έτσι είναι οι φιλίες με τα καλοκαιρινά παιδιά. Σβήνουν μόλις δροσίσει ο καιρός. Γιατί; Περνάμε τόσο ωραία όταν είμαστε μαζί ! Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να βλεπόμαστε και μέσα στο χειμώνα μια-δυο φορές. Για να μην μας φαίνεται τόσο μεγάλος ο χειμώνας. Ούτε τόσο κρύος. Για να σχεδιάσουμε τι θα κάνουμε το επόμενο καλοκαίρι».
Ο Τίτος περπατούσε στην άμμο και οι πατούσες του εξακολουθούσαν να κάνουν μικρές λακουβίτσες με το σχήμα τους. Που σε λίγο χάνονταν στα χάδια των κυμάτων. Είχε δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του μεταξύ τους και τα είχε κρεμασμένα στον ώμο, για να μένουν τα χέρια του ελεύθερα να τα απλώνει στον αέρα του δειλινού. Ένιωθε έτσι πως πετούσε.
«Πόσο όμορφο είναι το απόγευμα όταν ο ήλιος βασιλεύει και δεν καίει τόσο πολύ! Όλοι χαίρονται τούτη την ώρα. Είναι πολύ ήσυχα. Μπορώ να ακούσω το κύμα να παίζει με την άμμο. Μπορώ να δω τους μικρούς κόκκους να ταξιδεύουν μπρος – πίσω σε κάθε κίνηση της θάλασσας. Μπορώ να σηκώσω τα μάτια στον ουρανό και να δω τα ψαροπούλια να κάνουν τις τελευταίες βόλτες τους. Τα σύννεφα να γίνονται πορτοκαλί, ροζ, μωβ. Τον ήλιο να χάνεται στη γραμμή του ορίζοντα. Τι όμορφα που θα ήταν αν είμαστε όλη η παρέα των καλοκαιρινών παιδιών εδώ! Τότε θα γέμιζε η αμμουδιά από τα χνάρια μας, μικρές και μεγάλες και μεγαλύτερες πατούσες θ' άφηναν το αποτύπωμά τους, η μια δίπλα στην άλλη».
Πήγε λίγο πιο μέσα στην αμμουδιά, λίγο μακρύτερα από το σημείο που τον έφτανε το κύμα. Άρχισε να τρέχει πάνω – κάτω, δεξιά κι αριστερά. Οι πατούσες του άφησαν ένα σωρό σημάδια και το νερό δεν μπορούσε να τα χαλάσει, όσο κι αν προσπαθούσε. Καθώς έτρεχε κοιτούσε πίσω του. Μερικά από τα αποτυπώματά του πήγαιναν προς το χωριό, άλλα προς το μεγάλο κάβο, μερικά χάνονταν στα λοφάκια του φυτρώνουν τα κρινάκια της Παναγιάς. Ήταν πολλά, πολλά!
Και ξάφνου δεν ήταν μόνος πια. Σα να έτρεχαν μαζί του όλα τα καλοκαιρινά παιδιά, ο Φώτης, η Ζαννώ, η Ματούλα, ο Κριεζής, ο Πέτρος. Η αγαπημένη αμμουδιά τους είχε φέρει κοντά του. Τα τρεχαλητά και τα παιχνίδια τους, το κυνηγητό, τους καβγάδες και τα φιλιώματά τους. Οι πατημασιές του Τίτου σα να είχαν ζωή, λες και τις είχαν κάνει τα ίδια τα παιδιά, τον συντρόφευαν καθώς έμεινε να κοιτάζει το ήρεμο τοπίο γύρω του.
«Κάποιες από αυτές δεν θα καταφέρει να σβύσει το κύμα. Θα τις βρω εδώ το πρωί. Κι αν είμαι τυχερός, σε λίγες μέρες, δεν θα είμαι ο μόνος που θα αφήνει για συντροφιά του μικρές πατούσες στην άμμο. Θα έρθουν όλοι οι φίλοι μου για να παίξουμε αυτό το καινούριο παιχνίδι. Μόνο που φέτος, μια και είμαστε και μεγαλύτεροι, θα φροντίσουμε οι πατούσες μας να μην χαθούνε όταν θα φύγουμε από το νησί μας! Και θα πάρουμε μαζί μας και λίγο από τον ήλιο του, να μας συντροφεύει όταν θα μαζευόμαστε με το κρύο του χειμώνα. Δεν θα ξαναπεράσει ένας ολόκληρος χρόνος μέχρι να ξαναβρεθούμε!»
Ο Τίτος εκείνο το βράδυ μετρούσε τα αστέρια που έβλεπε στο κομμάτι του ουρανού που κρεμόταν θαρρείς πάνω από το παραθύρι του. «Θα ήθελα να είχα τόσους πολλούς φίλους, όσα είναι και τα άστρα που βλέπω! Να μπορώ πάντα να έχω κάποιον κοντά μου. Να μην περνάνε μήνες μέχρι να ξαναβρεθούμε!». Κάποτε η γιαγιά του είχε πως, αν έκανε μια ευχή νύχτες ξάστερες, σαν την αποψινή, θα μπορούσε αυτή να γίνει πραγματικότητα. Δεν ήξερε να πει ο Τίτος αν αυτό είναι αλήθεια ή ψέματα, πάντως την ευχή την έκανε. «Δεν θέλω να χωρίζω από τους φίλους μου. Δεν θέλω να είναι μόνο οι δικές μου πατούσες στην παραλία!», είπε στα αστέρια. Πού ξέρεις; Μπορεί να έχει δίκιο η γιαγιά.